Ο Αχιλλέας Κατσαρός, με την τρίτη του αυτή ποιητική συλλογή (σ.σ. έχουν προηγηθεί οι Ιχνηλάτες Ανέμων, αυτοέκδοση, Αθήνα 2013 και Η χειρουργική των έσω ουρανών, εκδ. Ars Poetica, Αθήνα 2014) μας οδηγεί, εφορμώντας απ’ τον τίτλο, προς έναν τόπο ανατέλλοντα στην οδό βράχων. Έναν τόπο αφιέρωμα εις μνήμη του αγαπημένου του αθόρυβου δασκάλου, χτισμένο με κάθε λέξη, με κάθε παύση κι ανάσα. Σ’ έναν κόσμο ακροβασίας, επέκεινα του ποιητικού λόγου, που λειτουργεί διαστροφικά. Η παρούσα συλλογή, όπως μας μαρτυρά και το επίμετρο, γράφτηκε σε μια περίοδο σιωπής και αναγνώρισης του εφήμερου της ανθρώπινης ζωής. Αυτή τη σιωπή ο ποιητής προσπαθεί να τη μετουσιώσει σε λόγο καθαιρώντας τη.
Κάθε στίχος, δεν είναι παρά μια προσπάθεια υπέρβασης του τραγικού και ταυτόχρονα κατανόησής του. Σ’ αυτό το ταξίδι, ο χρόνος και ο χώρος δεν λογίζονται ως σταθερές μεταβλητές: στη μέση ένας κύκλος να θυμίζει το πηγούνι των αιώνων. Αν κι η μνήμη είναι νωπή: το σώμα σου ακόμη τους κοιτάει/ το χέρι απλώνει να τους πιάσει/ αφρός ξυρίσματος κι ο θεός/ τι να προλάβεις ν’ αγγίξεις; τα χαρακτηριστικά του επί γης προσώπου έχουν αρχίσει να αλλοιώνονται. Μονάχα όσο ανεβαίνω χαράζεται η μορφή σου/ όσο ανεβαίνω ανεβαίνει κι η θάλασσα στα μάτια. Γι’ αυτό κι αν ήσουν σχήμα/ θα ήσουν κάτι σαν τρίγωνο/ ένα κομμάτι πυραμίδας, που θα έχει για στέγη του μόνο τον φιλόξενο ουρανό, αν και τα φέρετρα πάντα σου άρεσαν/ τα έστηνες πάνω απ’ το χώμα/ όρθια/ μισάνοιχτα κι όχι κάτω από τη γη εκεί όπου το κεφάλι του Κέρβερου κομμένο/ στόμα ανοιχτό. Αυτή η κρυφή ματιά, η μνήμη θανάτου, που δεν αποζητά υστεροφημίες και δόξα, αλλά ταπεινότητα μπροστά στο αναπάντεχο, έχει ήδη επισημανθεί στον 8ο Πυθιόνικο του Πινδάρου: «ἐπάμεροι• τί δέ τις; τί δ’ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος».
Δεν είναι διόλου τυχαίο πως το δίπολο γνώσης και άγνοιας είναι αυτό που διαπερνά, με τη βοήθεια εικόνων και σχημάτων, τη γραφή της παρούσας συλλογής του Αχιλλέα Κατσαρού: τα ξύλα της γνώσης πεταμένα/ δωμάτιο βομβαρδισμένο, καρέκλα τρίποδη/ γυναίκα ζωγράφος/ ίδιος με τη γνώση/ ποζάρεις γυμνός σαν άγνοια. Τα χρώματα της γνώσης και της άγνοιας έρχονται να βάψουν το τοπίο αντιθέσεις: ίσκιος στο βάθος/ ο ουρανός μπλε εκεί πίσω, για να φανεί το μεγάλο κεφάλι σαν την τραγικότητά μας/ όμοιος με σπίτι. Ο ποιητικός του λόγος σαν να τρυπά τις διαστάσεις και να ξεφεύγει απ’ τα επίπεδα και στεγανά όριά του. Οι μορφές, καπνός που διαλύεται, καλύπτονται με ομίχλη και ενώνονται οργανικά με το τοπίο. Η δε ψευδαίσθηση της προοπτικής και του βάθους μας αποκαλύπτεται, πέραν του ίσκιου και του μπλε ουρανού, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής όπου: έβλεπα μόνο τις φλόγες/ μπροστά απ’ όλα αυτά/ ο άνθρωπος σαν κύκνος/ φτερά ανοιγμένα. Σε μια προσπάθεια ο άνθρωπος ν’ αγγίξει τους ορίζοντες, βλέπει το δέντρο της γνώσης που κάηκε/ να έχει ανοίξει τον δρόμο στο χάος. Ο ποιητής, με την πένα για λύρα του, επιθυμεί να δώσει ρυθμό στα μέτρα, που παραμένουν ασταθή και αόριστα, σε μια προσπάθεια, ως άλλος Αρχίλοχος, να καταλάβει «οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει». Το μαύρο όμως, που επανέρχεται συνεχώς ως χρώμα και εικόνα: τι ζόρι τραβάει/ και μοιάζει με στόμα/ που δεν αφήνει τον κύκνο να πετάξει; αφαιρεί αέρα από κάθε πέταγμα που μοιάζει ουτοπικό. Το λευκό χρώμα της παράδοσης, σε συνδυασμό με τα βενετικά στοιχεία των μελανών χρωματισμών και του έντονου κόκκινου, αποτυπώνουν σχήματα που είναι ζωγραφισμένα λέξεις: είχες κόκκινο σώμα/ αγαπούσες την έρημο/ να χαϊδεύεις τα βράχια που ξεμακραίνουν/ λευκό κεφάλι. Η παλέτα διανθίζεται με δύο ομόκεντρους κύκλους/ πράσινους που χωρίς φαινομενικό σημείο φυγής είχαν τη φωτογραφία σου μέσα ενώ δίπλα ένα ρόδι, σήμα της νέας αρχής, στο χρονικό μετέωρο ακόμη άχνιζε.
Ως τολμηρός εικονοπλάστης, ο ποιητής εμπεριέχει τη χώρα μέσα σου παρομοιάζοντάς τη με δύο γυναίκες, που λες και συμμετέχουν σε εναλλασσόμενα καρέ γέννησης, προδοσίας και θανάτου μας παραπέμπουν συνδηλωτικά στο εικονικό σημείο της σταύρωσης: η μία/ της έχουν καρφώσει/ τρεις κιθάρες στο κορμί/ ακόμα τραγουδάει όπως και τους νεκρούς τους φανταζόσουν/ να χορεύουν/ στον ελάχιστο χώρο, δανεικό, που ίσως δεν μας ανήκει. Τα μέρη του σώματος (πόδια, χέρια, κεφάλι) δεν έχουν ντυθεί σκοτάδι, εν αντιθέσει με το υπόλοιπο σώμα μαύρο. Φορούν ακόμη εκείνο το κόκκινο, όμοιο με τη χλαμύδα της Υπατίας, που ακόμη σε θαυμάζει. Απ’ την άλλη, ως συνέχεια και σκοπός, η δεύτερη γυναίκα μαύρη ολόκληρη μας παρουσιάζεται με πληγές πίσω απ’ την πλάτη: μόνο το μαχαίρι κόκκινο/ στην πλάτη καρφωμένα/ μαχαίρια δεκατέσσερα θυμίζοντάς μας ταυτόχρονα το στίχο του Βάρναλη: «χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν» από τους Πόνους της Παναγίας. Αντίστοιχη εικόνα της πρώτης γυναίκας βρίσκουμε και πιο κάτω, όπου η άρνηση του φόβου μπροστά στο θάνατο αποκτά φωνή με τη βοήθεια του κόκκινου πανιού: όταν σε πλησίασε ο θάνατος/ του σήκωσες κόκκινο πανί/ λες κι ήταν ταύρος. Το πανί όμως δεν είναι κενό. Ως εικόνα μέσα σε μια άλλη εικόνα, μας παραδίδεται με δύο σκελετούς: ο ένας να παίζει κλαρίνο/ ο άλλος να χορεύει με τη γυναίκα γιασεμί. Κιθάρες, μουσική, χοροί, αψηφούν το θάνατο και μεταφέροντάς του το ανθρώπινο στοιχείο, μπορούν και τον εκπλήσσουν. Χαρακτηριστική είναι η αντίθεση: γέλασε αγέρωχος των λωτών/ αυτή είναι η Ελλάδα του είπες/ και του έκοψες το χαμόγελο.
Εν κατακλείδι, οι αναφορές και αναμνήσεις, ως προσπάθειες ενσάρκωσης του διαλόγου σε μη κοινό πια χρόνο, δεν σταματούν και εντείνουν το αίσθημα του τραγικού που εκεί που εξιλεώνεται την ίδια στιγμή μας καταπνίγει: όταν μιλούσες για τον χρόνο/ τον περιέγραφες εσταυρωμένο. Κάθε ανάγνωσμα και πίστη –αυτή η θεολογία σου-, με το κεφάλι προς τα κάτω/ να διαβάζει παπύρους παλεύει έχοντας πόδια γυμνά χωρίς καρφιά, αλλά το μόνο που τελικά καταφέρνει είναι να προσφέρει χώρο στο χρόνο για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα/ ν’ ακινητεί/ κι εσύ να νομίζεις ότι έζησες.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στη φωτογραφία το εργαστήρι του Francis Bacon.]