Ο μηχανουργός
(μικρός μονόλογος με αναπάντεχο τέλος
και ανάλογες, σκηνικές οδηγίες)
Ο Τζιμ και η Σάντρα ήταν ένα όμορφο ζευγάρι. Δίχως παιδιά ακόμη, μα στ’ αλήθεια όμορφο. Εκείνος, ψηλός γεροδεμένος, μηχανουργός στο ναυπηγείο της πόλης. Όλοι τον σέβονταν και τις Κυριακές στον περίπατο τον χαιρετούσαν με την καρδιά τους. Η Σάντρα απ΄την άλλη ήταν εξωτική. Έχετε δει ποτέ τα κορίτσια της Ινδονησίας, σε πίνακες ή μες στην καρδιά του δάσους; Αν έχετε υπόψη σας, τότε αντιλαμβάνεστε πως η Σάντρα προκαλούσε το φθόνο σ΄όλα τα κορίτσια της επαρχιακής πόλης. Όταν έβγαινε με φλοράλ φορέματα, ανοιξιάτικη πάντα σε πείσμα του χιονιά, εκείνες σταματούσαν και δυο δυο έδειχναν με τα χέρια τους την ψιλή φόδρα του φουστανιού. Ούτε λόγος γι΄αυτά τα ηφαιστειώδη μάτια της, για τα ευλογημένα, είκοσι της καλοκαίρια.
Το ζευγάρι κατοικούσε στον λόφο πάνω απ΄ την εκκλησία. Ένα μικρό, ξύλινο σπίτι και ένας ροδώνας που όλοι τον ζήλευαν. Η Σάντρα φρόντιζε τα τριαντάφυλλα και χάριζε πότε πότε στα παιδιά της γειτονιάς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Τζιμ έβρισκε τσούρμο παιδιά μες στο ροδώνα και την Σάντρα, γελαστή όσο ποτέ, ‒πόσο γελαστή ήταν‒, ανάμεσά τους να δένει τις χλωρές ρίζες σε απόλυτους κύκλους. Τιναζόταν, φορούσε στο κεφάλι το στεφάνι που είχε φτιάξει για λογαριασμό του Τζιμ και τον φιλούσε. Συχνά ο Τζιμ έλεγε πως αυτή η θέρμη του φιλιού της γυναίκας του έμοιαζε με τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί. Εκείνος την έπαιρνε στα χέρια του, πάντα κάτι της χάριζε τυλιγμένο μες στο λευκό μαντήλι του. Καμιά φορά, άμα η δουλειά πρόκοβε, λάμβαναν αντίδωρα για τις καλές υπηρεσίες τους. Ο Τζιμ τότε της έφερνε ένα κομμάτι μαλακό μέταλλο στο σχήμα του κύκλου και πάνω έδενε το καινούριο μαργαριτάρι που κέρδισε με το σπαθί και τα εργαλεία του. Εκείνη ξανά τον φιλούσε και τα παιδιά χειροκροτούσαν, καθώς ελεύθερα παρέμεναν μες στους ροδώνες, ατημέλητα, με τις καρδιές τους να χτυπούν έξαλλα. Εκεί διδάσκονταν την αγάπη, έτσι όπως την αντίκριζαν τ΄απομεσήμερο στα γεροδεμένα χέρια του Τζιμ. Του Τζιμ που όλοι σέβονταν, ακόμη και όταν η φωτιά στο ναυπηγείο κατέστρεψε ολοσχερώς τις εγκαταστάσεις. Και η δουλειά τώρα χάθηκε, όπως και τα δώρα, τα μαργαριτάρια και το ζεστό γέλιο του κοριτσιού και οι ροδώνες ακόμα που μαράθηκαν. Ο Τζιμ το΄ριξε στο πιοτό. Όποτε δεν ζητούσε κάτι αυστηρά από την Μαρία, της μιλούσε άσχημα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σήκωσε το χέρι του, όμως η Μαρία που δεν έστρεψε ούτε το πρόσωπό της τον εμπόδιζε. Γιατί ο Τζιμ γινόταν δειλός, δειλός και μέθυσος. Τον ενοχλούσαν τα παιδιά. Μέχρι και αυτός ο ροδώνας τον ενοχλούσε και ένα βράδυ με τα χέρια του γυμνά ξερίζωσε τα ρόδα, σκορπώντας τις λευκές πέτρες που ΄βαζε σαν παρτέρι η Σάντρα, στην πιο πανηγυρική εκδοχή του άσπρου.
Τη μέρα που η Σάντρα έφυγε ο Τζιμ βγήκε στην πόρτα. Αυτή τη φορά δεν σήκωσε το χέρι του. Άδειασε την μποτίλια και της έγνεψε όταν αυτή πια χανόταν, χανόταν για πάντα. Τώρα ο Τζιμ ζει ολομόναχος. Τ΄αγάπησε ξανά τα παιδιά. Περιμένει την Σάντρα μ΄ ένα φρέσκο μπουκέτο τριαντάφυλλα κάθε νύχτα στο πλατύσκαλο του σπιτιού τους. Η Σάντρα δεν θα γυρίσει ποτέ, λένε. Πέθανε στο νότο από κακή αρρώστια. Τέτοιος ροδώνας όπως αυτός που έφτιαξε ξανά ο Τζιμ για την Σάντρα, δεν είδατε ποτέ ξανά.
Ο Τζιμ, λένε, έχει γίνει πια πραγματικά επικίνδυνος. Ο Τζιμ έχει γίνει καλός. Τον λένε τρελό μα όλοι όσοι τον γνώρισαν στην παλιά, την πρώτη εκείνη ομορφιά που ποτέ δεν χάνεται, δεν διστάζουν παράφορα να τον αγαπούν.
Ο Τζιμ φοβάται, να ξέρετε, ο Τζιμ φοβάται πολύ εκείνο το μπλε του μαγνησίου που κανείς και τίποτε δεν συγκρατεί απόψε. Στέλνει ένα σήμα απόψε ο Τζιμ. Η πιο θαρραλέα μοναξιά, ίσως που γνωρίσατε ποτέ σας.
(σκοτάδι στη σκηνή και έπειτα οι ροδώνες και το ναυπηγείο και όσα σκηνικά τούτο το έργο υποσχέθηκε. Ο Τζιμ είχε χαθεί. Ποτέ δεν υπήρξε, απ΄ αυτόν τίποτε δεν έμεινε. Όποτε κάποιος θεατής θα περνά από εδώ, θα θυμάται τον Τζιμ. Που ήταν επικίνδυνα καλός, πιστός και ωραίος και τόσο αναπάντεχα χάθηκε απ΄την πόλη μας.Η σκηνή παραμένει ως έχει. Το θέατρο ανακοινώνει την εκπνοή της λειτουργίας του. Κανείς δεν θέλει να συνεχίσει να δουλεύει δίχως τον Τζιμ. Και όλοι περιμένουν το καινούριο έργο που θα τον εμφανίσει, γερασμένο καταμεσής ενός φανταστικού ροδώνα. Τέλος.)
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Βασίλης Γόνης.]