[…] Σε αυτή την ερμηνευτική προοπτική, δύο είναι οι εγγενείς δυνατότητες της κρίσης. Η πρώτη αφορά το εσωτερικό πεδίο. Ο Δημήτρης Δημητριάδης έχει δίκιο να λέει πως «ζούμε μετά τον θάνατο των ίδιων των πραγμάτων τα οποία εξακολουθούμε να τα θεωρούμε ζωντανά ενώ έχουν προ πολλού πεθάνει. Συγχέουμε το νεκρό με το ζωντανό, κι αυτή η ανεπίτρεπτη σύγχυση επιτρέπει στον θάνατο να κυριαρχεί ως ζωή. Έτσι, πράγματα που θα έπρεπε να τα είχαμε κηδέψει και ενταφιάσει, τα αφήνουμε να μας κρατούν παγιδευμένους στα ίδια τους τα φέρετρα». Αυτό είναι ένα ιστορικό «σημείο μηδέν», όπου το υφέρπον κενό της προηγούμενης περιόδου αναδύεται στην επιφάνεια και όπου το πρόβλημα της μνήμης και της κληρονομιάς μπορεί να τεθεί από την αρχή, εκ του συμβολικού μηδενός, ως πρόβλημα δημιουργίας. Μέσα στον απεγκλωβισμό από φαντάσματα του ίδιου μας του εαυτού, από είδωλα ταυτότητας, ο οποίος παραδόξως θα απελευθέρωνε συνάμα μιαν άλλη φασματική πραγματικότητα του μεσοδιαστήματος, του οντολογικού και ιστορικού μεταιχμίου, η ρήξη θα γινόταν όρος μιας νέας μνήμης, η εξαφάνιση θα γινόταν όρος μιας νέας εμφάνισης. Όμως είναι εξίσου ουσιώδες πως αυτή η ιδιοποίηση του ελληνικού ως ετέρου και ξένου, αυτή που επιτελείται διαμέσου της ανέφικτης κάλυψης της καταγωγικής έλλειψης ή του κενού σαν μια διαφορετική «εμπειρία της κληρονομιάς», σκοτεινή και αβέβαιη, δεν απομυθοποιεί μονάχα τη δήθεν αρραγή συνέχεια του Ελληνισμού. Απομυθοποιεί εξίσου και εκείνα τα άλλα σχήματα, που κατόπτριζαν σε μια φαντασιακή εικόνα της νεότερης Δύσης μια εξίσου εξιδανικευμένη Ελλάδα, «δυτική» και μαζί «ελληνική», δέσμια ενός διπλού ιστορικού μύθου. Η σύγχυση ζωντανού και νεκρού, για την οποία μιλά ο Δημητριάδης, αφορά εξίσου τις αναπαραστάσεις της νεότερης Δύσης και τον «ρεαλισμό» ή τον «πραγματισμό» της, εκ των ένδον των οποίων διατυπώνει κανείς έναν κριτικό λόγο για τη νεότερη Ελλάδα. Ενώ τούτος αξιώνει ως καταγωγή του μιαν υγιή ετερότητα σε σχέση με τη νεοελληνική παθογένεια, στην πραγματικότητα αναπαράγει αλλιώς την ίδια νεοελληνική απώθηση της ιστορικότητας του εαυτού, διπλασιασμένη στην κακή μυθολογία μιας ιστορίας και μιας πολιτικής που δεν θα ήταν παρά «λογιστική εκκαθάριση της ζωής και κλείσιμο βιβλίων». Είναι, συνεπώς, και αυτός εξίσου μέρος της ίδιας ενδογενούς σύγχυσης και των προβολών της. […]
[Απόσπασμα από το πολυσέλιδο κείμενο του συγγραφέα που δημοσιεύεται στο ενδέκατο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ, που μόλις κυκλοφόρησε. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας.]