frear

Θά σοῦ ξαναγράψω, Ἀγγελική Ἐλευθερίου – τῆς Νατάσας Κεσμέτη

Θά τά ξαναποῦμε, Ἀγγελική μου,
Θά σοῦ ξαναγράψω, Ἀγγελική Ἐλευθερίου

Ἀνηφορίσαμε τήν Ἁγίου Πέτρου μέσα στό ἀπογευματινό φῶς πού λιγόστευε ἀργά ἀργά. Γαλάζια, ὅλο καί πιό βαθειά γαλάζια προχωροῦσε ἡ νύχτα πάνω ἀπ’ τόν κῆπο ὅπου εἶχες στρώσει τραπέζι ἔξω, κοντά στά σκαλάκια τῆς εἰσόδου τοῦ σπιτιοῦ σας. Χάρηκες ὅταν σοῦ εἰπώθηκε πώς στό πρόσωπό σου ἦσαν γραμμένα σημάδια καί μοτίβα γλυκύτατης Νάξιας ὀμορφιᾶς. Κρατοῦσες κι ἀπό κεῖ, ἐξήγησες. Ἤσουν σάν ἀπό εὔπλαστο κερί, ὅπως παλιά, λίγο πιό θαμπό μονάχα· δέν διακρινόταν εὔκολα τό ἀνυποχώρητο σθένος τῆς ἀποφασιστικότητάς σου, ὅπως ἀπό παλιά ἄλλωστε. Εἶναι σημερινά, φρέσκα, εἶπες, κι ἔφερες τηγανισμένα ψαράκια.

Ὁ Ἀντωνάκης κάπου κάπου μιλοῦσε. Θά γυρίζατε μεσοκαλόκαιρο στήν Ἀθήνα, ἀλλά δέν παραπονιόσουν, ἀντίθετα περιέγραφες πόσο σοῦ ἄρεσε νά περπατᾶς γιά μιά δυό ὧρες, μόνη, μέσα στήν κάψα τοῦ ἀπογεύματος πάνω στήν ἥσυχη καί ἄδεια λεωφόρο. Ὑποσχέθηκες πώς θά μοῦ βρεῖς ἀντίγραφο μιᾶς ὡραίας φωτογραφίας σου. Τήν εἶχα ξεχωρίσει καί τή θαύμαζα μέσα στό σπίτι ὅπου ὅλα φάνταζαν μέλη ἀπό κάποιο σκηνικό θεάτρου ἀφημένα ἐκεῖ. Δέν θυμᾶμαι νά διαβάσαμε ποίηση, οὔτε νά μιλήσαμε γιά λογοτεχνία. Τήν περισσότερη ὥρα ἀπορούσαμε γιατί δέν βρισκόμασταν πιό συχνά, πιό πολύ. Δώσαμε ὑποσχέσεις γιά τό μέλλον… Φαίνεται πώς μέσα στό γαλάζιο πού βάθαινε ὥσπου κεντήθηκαν, φέγγοντας ψηλά πάνω ἀπ’τά κεφάλια μας, τά θερινά ἄστρα, ἦταν ἀμοιβαῖα θελκτικό νά τίς δώσουμε.

Ἀγγελική μου, ἡ ἐντύπωσή μου ἐπιμένει πώς δέν ἤσουν ἀπό κείνους πού ἐπιδιώκουν ἤ πού ἁπλώνουν πρῶτοι τό χέρι. Ὅμως, ὅποτε ἔκανα τήν ἀρχή, μετά ἀπό παρατεταμένους δισταγμούς τῆς φωνῆς σου, ξαφνικά λές καί, μέ μιάν ἀποφασιστική κίνηση, ἔσκιζες ἕναν ἀραιοπλεγμένο ἱστό ἤ ἕνα μεγάλο τούλι, ἄρχιζες νά συμμετέχεις, νά διηγεῖσαι, ἄν ὄχι ἐντελῶς ἀνεπιφύλακτα, δίχως δισταγμούς. Τότε ἦταν πού εἴχαμε μακρεῖς τηλεφωνικούς διαλόγους, ἀκόμα κι ὅταν ἤσουν κακοπαθημένη ἀπό πρόσφατη θεραπεία. Ἄν ἔνιωθες κούραση, ἔλεγες: Θά μείνω ὅσο χρειάζεται ξαπλωμένη, λοιπόν μήν κλείσεις ἀλλά… καλύτερα νά σ’ ἀκούω…

Δέν ξέρω ἄν πραγματικά ὑπῆρχαν, ὅμως στή μνήμη μου πολλά τούλια κρέμονται ἀκόμα στό σπίτι σας τοῦ Φοίνικα.

Σχεδιάζω τώρα ν’ ἀνηφορίσουμε πάλι τήν ὁδό Ἁγίου Πέτρου, νά σταθοῦμε ἔξω ἀπ’τόν κῆπο, ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀνοιχτά…

Νά δοῦμε ξανά ἀπό μακριά ἐκεῖ πού εἶχες στρώσει τό τραπέζι μέ τά ὡραῖα, σάν ἀπό μαστίχα μαλακά σου δάχτυλα, ἔφερες τά ψαράκια κι ὅλα τά καλά…

Ξέρεις, Ἀγγελική, τί θαρρῶ; Εἴμαστε νησιῶτες πάντα οἱ Ἑλληνες , ὅπου κι ἄν γεννηθήκαμε. Γι’ αὐτό εἴτε τό ξέρουμε εἴτε ὄχι, ὅλο πλανιόμαστε ἀπό νησί σέ νησί, ἀπό ἀκτή σέ ἄλλη ἀκτή. Ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα πού σιγά σιγά ἔγινε θερινή νύχτα στό Φοίνικα, ὅταν κατηφορίσαμε τήν ὁδό Ἁγίου Πέτρου καί κινηθήκαμε ἀνάμεσα στίς καλαμιές καί τίς μπουκαμβίλιες δίπλα στή θάλασσα κατάλαβα τί εἶχε γίνει καί πῶς ἔνιωθα· εἴχαμε ἀπό ὥρα μετακινηθεῖ στό Τηγάνι τῆς Σάμου ἤ ἀλλιῶς Πυθαγόρειο: σέ κάποιο ἀπό τά δίπατα σπίτια μέ τίς ξύλινες σκάλες ὅπου γερόντισσες καί ἄλλα μοναχικά πλάσματα συνομιλοῦν μέ ἴσκιους ἤ τό φεγγάρι ἤ τή θάλασσα γνωρίζοντας ὅλα τά μυστικά τοῦ σώματός μας.

Κι ἔ τ σ ι (ἤ ἀλλιῶς) μέσα στήν ποίηση καί μέσα στή θεατρικότητα ἤμασταν. Πόσο θά ἤθελα νά μοῦ μιλήσεις γιά τό θέατρο ὅπως τό γνώρισες, Ἀγγελική. Τί κρίμα πού δέν σκέφθηκα ποτέ νά σέ ρωτήσω. Θά σοῦ ξαναγράψω. Δέν προλαβαίνω νά σοῦ τά πῶ ὅλα τώρα πού παραπλέεις τίς ἀκτές τοῦ κόσμου τῶν ἐδῶ σκιῶν, γιά ἄλλες. Θά ἔπρεπε τά τελευταῖα μου λόγια νά εἶναι στίχοι σου. Συγχώρα με… Ἀόριστα κάποια παράθυρά σου, συριανά θαρρῶ, ἔρχονται καί ξανάρχονται στήν ἄκρη τῆς σκέψης μου ἐπιμένοντας νά ἀνοίγουν. Ἀπό κεῖ ἀγναντεύεις στό σκιόφως τό νέο σου νησί, Ἀγγελικούλα μου;

[Πρώτη δημοσίευση στό ἠλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Will Barnet.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη