Η αντίδραση του Όλιβερ Σακς μαθαίνοντας ότι έχει καρκίνο σε τελικό στάδιο
μετάφραση: Κώστας Λεϊμονής
Ένα μήνα πριν, ένιωθα ότι ήμουν σε πολύ καλή φυσική κατάσταση, ότι έσφυζα από υγεία. Στα 81 μου χρόνια, συνεχίζω να κολυμπώ ένα μίλι τη μέρα. Αλλά η τύχη μου στέρεψε – λίγες εβδομάδες πριν έμαθα ότι έχω πολλαπλές μεταστάσεις στο συκώτι. Εννέα χρόνια πριν ανακάλυψα ότι είχα ένα σπάνιο όγκο στο μάτι, ένα οφθαλμικό μελάνωμα. Παρ’ όλο που η ακτινοβολία και το λέιζερ για την απομάκρυνση του όγκου με άφησαν τυφλό σ’ αυτό το μάτι, μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις τέτοιοι όγκοι δημιουργούν μεταστάσεις. Ανήκω στο άτυχο 2%.
Νιώθω ευγνώμων που εξασφάλισα καλή υγεία και παραγωγικότητα εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την αρχική διάγνωση, αλλά τώρα έρχομαι πλέον αντιμέτωπος με τον ίδιο το θάνατο. Ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στο 1/3 του συκωτιού μου και παρ’ όλο που η εξάπλωσή του θα μπορούσε να επιβραδυνθεί, εντούτοις σ’ αυτό το συγκεκριμένο είδος καρκίνου είναι αδύνατο.
Εξαρτάται από μένα πλέον να διαλέξω πώς θα ζήσω τους μήνες που μου απομένουν. Οφείλω να ζήσω με όσο πιο πλούσιο, βαθύ και παραγωγικό τρόπο μπορώ. Σ’ αυτό με ενθαρρύνουν τα λόγια ενός από τους αγαπημένους μου φιλοσόφους, του Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume), ο οποίος, μαθαίνοντας ότι ήταν πολύ άρρωστος στην ηλικία των 65 ετών, έγραψε μία μικρή αυτοβιογραφία μέσα σε μία μόλις μέρα τον Απρίλιο του 1776. Την ονόμασε: «Η δική μου ζωή».
«Τώρα υπολογίζω σε ένα γρήγορο τέλος», έγραφε. «Έχω υποστεί πολύ λίγο πόνο από τη διαταραχή μου∙ και το πιο παράξενο απ’ όλα, παρά τη μεγάλη πειθαρχία που διακρίνει το άτομό μου, είναι ότι δεν έχω υποστεί ούτε λεπτό μείωση των πνευματικών μου ικανοτήτων. Δείχνω, όπως πάντοτε, τον ίδιο ζήλο στην επιστημονική μελέτη και την ίδια ευθυμία στην παρέα.»
Έχω σταθεί ως τώρα τυχερός να ξεπεράσω τα 80 χρόνια, τα 15 από αυτά μου έχουν δοθεί πέρα από το «σκορ» του Χιουμ και πέντε απ’ αυτά υπήρξαν εξίσου πλούσια σε δουλειά και αγάπη. Μέσα σε αυτό το χρόνο, έχω εκδώσει πέντε βιβλία και έχω ολοκληρώσει μία αυτοβιογραφία (αρκετά μεγαλύτερη από τις λίγες σελίδες του Χιουμ), η οποία πρόκειται να δημοσιευθεί την ερχόμενη άνοιξη. Έχω, επίσης, σχεδόν ολοκληρώσει αρκετά ακόμη βιβλία.
Ο Χιουμ έγραφε ακόμη: «Είμαι ένας άνθρωπος με ήπιες διαθέσεις, με έλεγχο της ψυχικής μου κατάστασης, με ανοιχτή, κοινωνική και εύθυμη αίσθηση του χιούμορ, ικανός για συναισθηματικό δέσιμο, αλλά λίγο ευάλωτος στην εχθρότητα και με μεγάλη αυτοσυγκράτηση σε όλα μου τα πάθη.»
Τώρα αποχωρίζομαι τον Χιουμ. Ενώ εγώ έχω απολαύσει τις σχέσεις και τις φιλίες μου και ενώ δεν έχω πραγματικές εχθρότητες, δεν μπορώ να πω (ούτε θα μπορούσαν και όσοι με ξέρουν να πουν) ότι είμαι ένας άνθρωπος ήπιων διαθέσεων. Αντιθέτως, είμαι ένας άνθρωπος με σφοδρές διαθέσεις, με έντονο ενθουσιασμό και με υπερβολική έλλειψη μέτρου σε όλα μου τα πάθη.»
Και τώρα, μια γραμμή από το κείμενο του Χιουμ με ηλεκτρίζει ως ιδιαιτέρως αληθής: «Είναι δύσκολο», έχει γράψει, «να είσαι περισσότερο αποστασιοποιημένος από τη ζωή απ’ όσο είμαι εγώ αυτήν εδώ τη στιγμή.»
Τις τελευταίες μέρες, μπόρεσα να δω τη ζωή μου από πολύ ψηλά, σαν να ήταν ένα είδος τοπίου και με μία βαθιά αίσθηση της σύνδεσης όλων της των πλευρών. Αυτό δεν σημαίνει ότι ξόφλησα με τη ζωή.
Αντιθέτως, νιώθω όλως ζωντανός και θέλω και ελπίζω στο χρόνο που απομένει να εμβαθύνω τις φιλίες μου, να αποχαιρετίσω όλους όσους αγαπώ, να γράψω περισσότερο, να ταξιδέψω αν έχω τη δύναμη, να πετύχω νέα επίπεδα κατανόησης και διαίσθησης.
Αυτό θα περιέχει τόλμη, καθαρότητα και απλή έκφραση, προσπαθώντας να ισοζυγίσω τους λογαριασμούς μου με τον κόσμο. Αλλά θα υπάρξει καιρός, επίσης, και για λίγη διασκέδαση (όπως ακόμη και για κάποιες χαζομάρες).
Αισθάνομαι μια ξαφνική, καθαρή αυτοσυγκέντρωση και προοπτική. Δεν υπάρχει χρόνος για οτιδήποτε το δευτερεύον. Πρέπει να επικεντρωθώ στον εαυτό μου, στη δουλειά μου και στους φίλους μου. Δεν θα βλέπω πια τη “NewsHour” κάθε βράδυ. Δεν θα αφιερώνω πλέον χρόνο της προσοχής μου στην πολιτική ή στην επιχειρηματολογία για την αύξηση της θερμοκρασίας της γης.
Αυτό δεν αποτελεί απάθεια, αλλά αποστασιοποίηση – εξακολουθώ να νοιάζομαι βαθιά για τη Μέση Ανατολή, για την υπερθέρμανση του πλανήτη, για την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά αυτά δεν είναι πλέον δική μου δουλειά∙ ανήκουν στο μέλλον. Αγαλλιάζω, όταν συναντώ χαρισματικούς νέους ανθρώπους – ακόμη κι αυτούς που έκαναν τη βιοψία και διέγνωσαν τις μεταστάσεις μου. Νιώθω ότι το μέλλον βρίσκεται σε καλά χέρια.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έχω όλο και περισσότερη επίγνωση των θανάτων ανάμεσα στους συγχρόνους μου. Η γενιά μου οδεύει προς αποσύνθεση και κάθε θάνατος που έχω βιώσει είναι τραχύς, ένας βιαστικός αποχωρισμός μέρους του ίδιου μου του εαυτού. Δεν θα υπάρξει κανείς σαν εμάς όταν θα φύγουμε, αλλά τότε δεν θα υπάρξει και κανείς σαν οποιονδήποτε άλλο ποτέ ξανά. Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν, δεν μπορούν να αντικατασταθούν. Αφήνουν πίσω τους τρύπες που δεν μπορούν να γεμίσουν, γιατί είναι η μοίρα – η γενετική και νευρολογική μοίρα – του κάθε ανθρώπινου όντος ξεχωριστά να αποτελεί ένα μοναδικό άτομο, να βρίσκει το δικό του μονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να έχει το δικό του θάνατο.
Δεν μπορώ να υποκριθώ πως δεν φοβάμαι. Αλλά το κυρίαρχο συναίσθημά μου είναι αυτό της ευγνωμοσύνης. Έχω αγαπήσει και έχω αγαπηθεί∙ μου έχουν δώσει πολλά και έχω δώσει κάτι κι εγώ ως αντάλλαγμα∙ έχω διαβάσει κι έχω ταξιδέψει κι έχω σκεφτεί κι έχω γράψει. Έχω έρθει σε συναναστροφή με τον κόσμο, βιώνοντας αυτή την ιδιαίτερη αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται με τους συγγραφείς και τους αναγνώστες.
Πάνω απ’ όλα, έχω υπάρξει ένα συνειδητό ον, ένα έλλογο ζώο, πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα τεράστιο προσόν και παράλληλα περιπέτεια.
O Όλιβερ Σακς, καθηγητής νευρολογίας του New York University School of Medicine, είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων, μεταξύ των οποίων Awakenings (Ξυπνήματα, ελλ. έκδοση Εκδ. Καστανιώτη, 1996) και The Man Who Mistook His Wife for a Hat (Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ελλ. έκδοση Εκδ. Καστανιώτη, 1990).
19/02/2015, σελ.Α25, The New York Times