Κατόρθωσε να στριμωχτεί σ’ έναν καναπέ στο τραπέζι μιας παλιάς κατασκηνωτικής γνωριμίας κι αφέθηκε να χαζεύει, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει: «Ζήτω ο προβοκάτορας λαός!» Φράση απρόοπτη, φράση χασμωδία.
«Τι πάει να πει αυτό;» ρώτησε, περιφέροντας το βλέμμα της στον κύκλο της παρέας που εγκολπίστηκε.
«Κοίτα τον τύπο στην πόρτα. Περνάει, φωνάζει αυτό που άκουσες και φεύγει».
Έψαξε με το βλέμμα της μέσα από τη γυάλινη βιτρίνα του καφενείου, χωρίς να κατορθώσει να εντοπίσει τον κράχτη.
«Στην πλαϊνή πόρτα. Ο ψηλός με τη μαγκούρα!», συμπλήρωσε ένας άλλος παρακαθήμενος.
Δεν πρόλαβε να δει παρά ένα τεράστιο μαύρο παλτό να χάνεται στο σκοτάδι και μια μαγκούρα να φεύγει σαν βέλος στο διάδρομο ανάμεσα στα δέντρα και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Ο Φραγκίσκος της Ασίζης σκέφτηκε άθελά της και ταυτόχρονα η εικόνα ενός ανθρώπου, που δεν είχε δει ποτέ της να φοράει παλτό, επικράτησε απρόσκλητη στην οθόνη της μνήμης της. Χειμώνα καλοκαίρι ξυπόλητος, ακάλυπτος πόδια και κεφάλι, αξύριστος, παντελόνι βαμβακερό, φαρδύ σαν πιτζάμα, πουκάμισο με κουμπιά ως το στήθος, πάντα ξεκούμπωτα, το σύνολο σε χρώμα χωματερό. Περιφερόταν γύρω από το πιτυροπωλείο, με το ασυνήθιστο όνομα Γαλαξίας, εξ αιτίας μάλλον του ομώνυμου γειτονικού σινεμά και πάντα μ’ ένα τσουβάλι στην πλάτη, να το μεταφέρει σε άγνωστο προορισμό ή να ξαπλώνει πάνω του σε στάσεις νωχελικές και μακάριες. Ο άνθρωπος χωρίς λόγια. Ποτέ της δεν άκουσε τη φωνή του, ούτε κάποιον να σχολιάζει ή να διηγείται οτιδήποτε σε σχέση μ’ αυτόν. Προφανώς η ενσωματωμένη λεξούλα-πρόθεμα που ακουγόταν πριν από το ίδιο του το όνομα αρκούσε: Τρελοδήμος. Δήμος, λαός, προβοκάτορας, τρελός.
[Φωτογραφία: Bruce Davidson.]








