Περνούσε σαν αέρας τις πιο απρόσμενες ώρες. Διέσχιζε τις γειτονιές της πόλης την στιγμή που δεν περιμένει κανείς τίποτε να συμβεί. Πάντα με τ΄αργό βήμα της παρελάσεως σηματοδοτούσε ένα απ΄τα γεγονότα του αιώνα. Ξήλωνε τα χρώματα φτιάχνοντας τρομερές δίνες, παράφορα, ηλεκτροστατικά απογεύματα. Ένα φιλί του είπαν, μπορούσε ν΄αλλάξει τον κόσμο. Με τι ζεστασιά, ρωτούσε θυμάμαι, για εκείνη τη χαμένη μέρα της ζωής του.
Τ΄όνομά του ήταν Μοντερνάτζιο.
Πάντα σκεφτόμουν πως ένα τέτοιο όνομα αρμόζει περισσότερο σε ίππους ελεύθερους. Σε πόλεις μυθικές και σχοινοβάτες.
Αυτή είναι η ιστορία του.