frear

Ο νέος που έγινε πουλί – του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου

Στους ελάχιστους αδελφούς

«Για τη μελαγχολία
Μη φοβόσαστε. Όταν σας κτυπήση την πόρτα και δεν ανοίξετε
θα φύγη. Είν’ εύθικτη ευτυχώς,
είν’ ευτυχώς ασυνήθιστη στα «όχι».»
– Κώστας Μόντης

Έκανε να παραμερίσει την κουρτίνα των δακρύων από τα μάτια του. Και να κοιτάξει επιτέλους έξω. Έβρεχε. Έβρεχε μια βροχή όξινη. Τα πάντα θαρρείς έλιωναν, τήκονταν, συρρικνώνονταν και ο Παρθενώνας πέρα εκεί γκρίζος, μια σκιά που έφθινε και χανόταν. Μήνες τώρα φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Ο καιρός ήταν δίσεκτος; Απειλούνταν, καταλύονταν τα εχέγγυα της ύπαρξής του; Μέσα έβρεχε. Έξω έβρεχε επίσης. Μια βροχή όξινη. Άνοιξε την πόρτα του γραφείου και βγήκε. Πήρε να περπατά στους ίδιους δρόμους και δε θωρούσε παρά σκιές, σκιές που έφθιναν. Κάποια στιγμή του φάνηκε πώς είδε ένα γνωστό του. Η καρδιά του φτερούγισε. Τον φώναξε. Εκείνος κοντοστάθηκε. Το πρόσωπό του ήταν πέτρινο, φαιοκίτρινο, σκαιό. Οι σταγόνες της βροχής, σκούρες, ακάθαρτες, καθώς έρρεαν πάνω του, το έγλυφαν και το αυλάκωναν. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα αλλού. Του είπε «στάσου εκεί! Μη με ζυγώνεις πιότερο! Μείνε μακριά μου! Είσαι και σύ τοξικός! Δεν έχω χρόνο για σένα! Τρέχω για το δικό μου θάνατο…» Και ύστερα – ο γνωστός του, ο φίλος του, ο αδελφός του – απομακρύνθηκε και χάθηκε. Συνέχισε και πάλι μόνος να περπατάει στους ίδιους δρόμους και ήταν μια σκιά απαράλλακτη, μια σκιά ανάμεσα σε σκιές. Κοίταξε χαμηλά και παραξενεύτηκε γιατί το σκοτεινό νερό τού είχε σκεπάσει – χωρίς να το αισθάνεται – τα πόδια μέχρι το γόνατο. Τότε κατάλαβε. Γινότανε κατακλυσμός. Ο αδελφός είχε χάσει τον αδελφό. Και η νύχτα αβυσσαλέα, πηγάδι απύθμενο, τους κατάπινε. Δοκίμασε να προσευχηθεί και δε μπορούσε. Φοβόταν. Φοβόταν πολύ και δικαίως φοβόταν. Το αίμα του είχε χυθεί άσκοπα για πράγματα ανυπόστατα, για να χαίρονται οι Εχθροί του και ήταν πλέον άναιμος, χλωμός, μια σκιά ανάμεσα σε σκιές που έφθινε και έτρεμε και τον χλεύαζε η νύχτα, τον χλεύαζε ο πλανερός, ο δόλιος άρχοντας του σκότους. Έκανε να προσευχηθεί και δεν είχε δύναμη, δεν είχε φωνή. Το στήθος του ήταν μικρό. Στεκόταν ενεός, άνευρος. Ένας άνθρωπος μόνος. Μια σκιά ανθρώπου. Χωρίς αδελφούς. Χωρίς τους ελάχιστους αδελφούς που πίστευε ότι του είχαν απομείνει. Το ύδωρ το ανυπόστατο του τρόμου διερχόταν ορμητικό, κατακλυσμιαίο και πάγωνε, μούδιαζε την ψυχή του. Πλησίαζε η ώρα που κανείς πια δε θα τον θυμόταν. Αναγνώριζε την ώρα εκείνη ως δίκαιη ώρα, ο θάνατος του ήταν αναμενόμενος, ήταν τα επίχειρα της αμαρτίας του, ήταν δίκαιος για εκείνον μόνον. Το αίμα του είχε χυθεί άσκοπα για πράγματα ανυπόστατα. Αν δε μετανοούσε, τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει; Ο κόσμος όμως όλος γιατί να χαθεί, οι ελάχιστοι αδελφοί που του απέμεναν, που ήταν πολύτιμοι για αυτόν χωρίς να το γνωρίζουν καν, τα εχέγγυα της ύπαρξής του, όπως έλεγε, γιατί να εξαφανιστούν; Μήπως τελικά κανένας δεν ήταν πραγματικός; Υπήρχε άραγε ένας, ένας τουλάχιστον πραγματικός άνθρωπος, που να μην ήταν σκιά, που να είχε σάρκα και οστά; Και τότε άρχισε πάλι ν’ αναθυμάται και ν’αναλογίζεται. Εκείνον που, καθώς είπανε, έγινε άνθρωπος για εμάς. Άνθρωπος πραγματικός, με σάρκα και οστά. Και η καρδιά του, είπανε, χτυπούσε εξαρχής αδιάκοπα για εμάς και το αίμα του – μόνο το δικό του αίμα – δε χύθηκε ποτέ άσκοπα, αλλά ίσαμε την τελευταία ρανίδα του έσταξε για να μας κερδίσει ως ελάχιστα μέλη της Εκκλησίας του. Και είπε με το θάρρος της ασθενικής πνοής του, ψέλλισε τότε και είπε «πιστεύω Κύριε, ναι, πως μόνο η δική σου υπόσταση είναι πραγματική, μια Υπόσταση για εμένα και τους αδελφούς μου». Και ευθύς έγινε πουλί και πέταξε, σαν το περιστέρι που άφησε ο Νώε από το σκοτεινό αμπάρι της κιβωτού, από τα ανήλιαγα και κάθυγρα σωθικά του χρόνου και πέταξε «αβρόχως υπερπλέων» τη φονική θάλασσα. Και ήταν ένα πουλί άλαλο ακόμα, όταν, ξεφεύγοντας από όλες τις παγίδες των κυνηγών, εισήλθε στο ναό του Ιησού και σώθηκε. Ήταν ένα πουλί άλαλο ακόμα, καθώς, όταν μετέλαβε μιαν ελάχιστη σταγόνα από το αίμα του Αναστημένου, του μόνου αληθινού, του μόνου πραγματικού ανθρώπου, πλημμύρισαν οι φλέβες του, γέμισε το στήθος του με ανασασμό βαθύ και επέστρεψε φτεροκοπώντας δυνατά. Επέστρεψε και μίλησε με ανθρώπινη λαλιά «καινή γη, βλέπω, αδελφοί μου, καινόν ουρανό, εξέλθετε!». Μίλησε, μίλησε και εισακούσθηκε και τον σιμώσανε για πρώτη φορά χωρίς φόβο, με χαρά. Αλλά αυτός κρατήθηκε, δεν τους πλησίασε άλλο, όσο και αν τους πλησίαζε θα ήταν λίγο για αυτόν. Έκλεισε τα μάτια του για να τους νοιώσει βαθύτερα. Έκλεισε τα μάτια του γιατί τους είχε μέσα στην καρδιά του και η καρδιά του χτυπούσε γι’αυτούς. Ήταν τώρα αδελφός τους πραγματικός. «Τα εχέγγυα της ύπαρξής του», καθώς έλεγε, ήταν πλέον ακατάλυτα. Στάθηκε λίγο έτσι μετέωρος, ανάερα, ανάσανε βαθιά, πήρε φόρα και πέταξε ψηλά. Πολύ ψηλά!

Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 2014

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: