Αριστέα Παπαλεξάνδρου
Υπογείως
Εκδ. Τυπωθήτω – Το λάλον Ύδωρ, 2012
Δωσ’ μου λίγο καιρό, Νύχτα μεγάλη!
(Καρυωτάκης, «Επίκλησις»)
Το δισυπόστατο του ονόματος του εκδοτικού οίκου, «Τυπωθήτω», από τη μία και το «Λάλον ύδωρ», από την άλλη, δεν μου επιτρέπει να το παραβλέψω. Το πρώτο γεννήθηκε όταν το έργο ελέγχθηκε και διαπιστώθηκε πως nihil obstat, ήτοι τίποτα δεν εμποδίζει την έκδοσή του και το δεύτερο, που είναι και ποιητικότερο, πηγάζει από την Κασταλία, την λαλέουσα πηγή, στης οποία τα νάματα λουζόταν η Πυθία, πριν δώσει τους χρησμούς της, η ποιήτρια θεραπαινίδα του φωτεινού Απόλλωνα. Θα έλεγα ότι κι ένα τρίτο στοιχείο που δεν γίνεται εκ πρώτης όψεως αντιληπτό, υπάρχει, ωστόσο, και διατρέχει Υπογείως, τον τίτλο. Αφορά στην διακριτική παρουσία του Τέλλου Άγρα και την εμφανέστερη του συνοδοιπόρου του Κώστα Καρυωτάκη, για τον οποίο είπε πως άμα τη εμφανίσει του, τους «εξεπέρασεν όλους αμέσως και εξακολουθητικά». Το πνεύμα και των δυο μαζί, υπογείως διαρρέει τη συλλογή, μίτος αόρατος αλλά ανθεκτικός, άλλοτε με το μότο και άλλοτε με την ατμόσφαιρα των ποιημάτων, που συχνά υποδεικνύει τους δυο σπουδαίους ποιητές. Θα επικαλεστώ, μάλιστα, τη ρήση του Γιάννη Κουβαρά για τον Καρυωτάκη, ότι «παραμένει υπόγεια παρών παρά πάσαν απόπειραν ανανέωσης των ποιητικών μας πραγμάτων» (Της μη συμμορφώσεως άγιοι- Εμπειρίκος Γκόρπας Καρυωτάκης, Άγρα 2012). Παρών, λοιπόν, έτσι ώστε η ζωή που στερήθηκε να του αποδοθεί στο πολλαπλάσιο, μέσα από τις αναφορές και τις επιδράσεις στους ποιητικούς του απογόνους.
Υπογείως και ο γενικός τίτλος της συλλογής καθορίζει δυναμικά τα κινήματα της σκέψης και της ψυχής της Αριστέας Παπαλεξάνδρου. Και, για το άκρον άωτον της σύμπτωσης, η μεν «Αριστέα» με πάει στον σαρκαστικό Βάρναλη, η δε «Παπαλεξάνδρου» στον αισθαντικό Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ιδιότητες που δεν στερείται η Παπαλεξάνδρου. Αυθαίρετα, και αλλά ποιος ορίζει πως οι ήχοι δεν μπορούν να μεταφερθούν έστω και με τις «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» ή τις «διάχυτες αισθήσεις»;
Η ποιητική συλλογή της Παπαλεξάνδρου, για να μπω πια στην ουσία, έχει ξεδιπλώσει το μίτο και μας καθοδηγεί. Τρεις είναι οι ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη άτιτλη και οι άλλες «Σατιρικά», η μία, και «Η Ωραία Τιμωμένη» η άλλη.
Στο πρώτο ποίημα, «Με θέα απ’ τον κήπο», παρακολουθούμε την ποιήτρια που, εκτός χώρου δράσης, παρακολουθεί τα διαδραματιζόμενα μέσα στη λαμπερή αίθουσα χορού, στην οποία και εκείνη θέλει να μπει. Με τα καβαφικά ανάλογα της πολυτέλειας, ενδύματα, μεταξωτά και σατέν, λάμψη πολυελαίων και μπριγιάν, συνδαιτυμόνες αμπιγέ, όλοι σε μια γιορτή μασκέ. Κι ενώ ο κήπος έχει θετικό σημαινόμενο, ο Καρυωτάκης στέκει αρνητικός -«Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με τους κήπους»- έλεγε (Τελευταία Κείμενα, «Φυγή» IV), καθώς και πολύ πριν, όταν για κήπους, χορούς ή καρναβάλια εξέφραζε μια δραματική υποδήλωση αποστροφής. Η Παπαλεξάνδρου, αντιθέτως, αισθάνεται εκτός του «νυμφώνος» – του χορού- θέλει να μπει μέσα αλλά δεν. Απομένει έξω, σαν τιμωρημένη, με την αυστηρή απάνθρωπη, αποκαρδιωτική και καταδικαστική υποβολή της ιδέας πως μόνο στη μοναξιά του σκοτεινού κήπου ανήκει. Το αναμενόμενο αγαπημένο πρόσωπο έρχεται για να εξαφανιστεί ευθύς αμέσως από τη σκηνή, την κρίσιμη ώρα, και να αφήσει ανεπούλωτη πληγή που θα γίνει πια ψυχική εμμονή. Το αναπάντητο ερωτηματικό δίνει λαβές για περαιτέρω έρευνα της μάσκας, πλέον, που υποκαθιστά το πρόσωπο του εξαφανισμένου. Από μακριά κάνει αισθητή την παρουσία της η πλατωνική άποψη για την αλήθεια -την Ιδέα- και τη σκιά του απεικάσματός της.
Το πρώτο ποίημα επέχει θέση προεξαγγελτικής παράθεσης για όλα τα επόμενα, οπότε η έναστρη νύχτα θα στήσει το ρομαντικό ντεκόρ για να βρει έδαφος η αυταπάτη να αναπτυχθεί, «Στο λίγο φεγγαρόφωτο / θα ’ρθεις για να με πάρεις». Αυτομάτως όμως θα παραχωρήσει τη θέση της στην αλλαξοκαιριά που θα κάνει θλιβερό και μοναχικό το «βράδυ Αυγούστου δροσερό/ που ’θαψε τα φιλιά μας». Μοτίβο μόνιμο η μοναξιά που προεκτείνεται και στα επόμενα ποιήματα, όπου πάλι γιορτή, πάλι μοναξιά και πάλι απελπισία, «Λες κι η ζωή μου δόθηκε / για να τη διαγράψω» («Άπαντες Απόντες»). Κι εδώ εξ αντανακλάσεως, όχι ο Καρυωτάκης αλλά η Πολυδούρη μου ακούγεται παθητικά, ερωτικά κι απελπισμένα: «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα/ γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», που ούτως ή άλλως στο ίδιο καταλήγουμε.
Η ζωή δεν έχει εκπλήξεις κι ενώ «τη ρότα» της «έχει πάρει» κι ο χρόνος έχει φύγει, ο παλιός εκείνος χρόνος, ο σημαδιακός, η αποφράς ημέρα, παραμένει αμετακίνητη στη σκέψη. Η μνήμη ζωντανή, η πληγή πάντα ματωμένη, ο απών παρών δυναμικά, οι ζωντανοί σαν πεθαμένοι.
Στα «Σατιρικά» της παίζει, θρηνώντας υπογείως, τη γενιά του Εβδομήντα (που η ποιήτρια γεννήθηκε) και «πιάνει αισίως τα εβδομήντα» (η γενιά). Σ’ αυτή την ποιητική αριθμητική, η Παπαλεξάνδρου, σαν να προσθέτει χρόνια στα χρόνια της, κάνει ασήκωτη τη θλίψη από ένα τέτοιο άθροισμα αλλά φορτώνει βάρος και στη γενιά για τα πεπραγμένα της, περνώντας από το προσωπικό στο κοινωνικό σχόλιο. Και να το «Τυπωθήτω», πρόβαλε, σε παραλλαγές διευθύνσεων, με χιουμοριστικά μεταμφιεσμένες διαθέσεις, με αυτοσαρκασμό, με μέτρο και ρυθμό παραδοσιακό, με γλώσσα κολλαριστή καθαρεύουσα, αλλά υπογείως σχολιαστική, θλιβερή, υστερόγραφο πικρό, παλιάς πληγής ενθύμημα.
Τέλος, ως «Ωραία Τιμωμένη» (και όχι «κοιμωμένη»), ξαναβρίσκει τον παλιό εαυτό της, χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει και, όσο κι αν η αλλαγή τέχνης επιλέγεται ως τρόπος να μην «αρρωστήσεις», καταλήγει «χρήσιμη για να δυστυχήσεις». Το «Ουδέν νεώτερον απ’ τη ζωή του» ζευγαρώνει με το «Ουδέν νεώτερον απ’ τη ζωή μου»• «ηχηρό» και δυναμικό ακούγεται εκείνο το «θα ζήσω», ανατρέπεται αμέσως όμως από το «φυγάδων αλάλων μιλιά/ θ’ αποκτήσω» και τέλος, η αυλαία θα πέσει με του «Παραβάν» τον τελευταίο στίχο, «αργεί να ξημερώσει /στον κόσμο».
Η Παπαλεξάνδρου διαχειρίζεται με ψυχικό σθένος την παλιά πληγή – «την πιο καλογραμμένη μαχαιριά», που της δίνει δημιουργικό πόνο. L’art est une blessure qui devient lumière, λέει ο Georges Braque, επιβεβαιώνοντας το γεγονός της «μαχαιριάς» ή της πληγής που έγινε και φως και λαλέουσα πηγή. Έτσι με τις πληγές ανοιχτές, η ποίησή της, σαν συνέχεια εκείνης της παλιάς των νεοσυμβολιστών και νεορομαντικών, λυρική και υπαρξιακή, αυτοερευνητική, με τη μάσκα της πάντα, με τα προσωπικά της και τα κοινωνικά της ανάλογα, πορεύεται.
Όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά της συλλογής, η ποιήτρια όχι μόνο ελέγχει πολύ καλά τα εκφραστικά της μέσα, όχι μόνο αξιοποιεί, μεταπλάθει και αναβαθμίζει την πραγματικότητα, αλλά, αλλάζοντας μάσκα, κατά περίσταση, παίζει με τις απρόσμενες παρηχήσεις, τις ακουστικές εκπλήξεις, τα ξαφνιάσματα στη συνήθεια, την ανατροπή του αναμενόμενου με σημαίνον πάντα περιεχόμενο, άλλοτε ως «επαίτισσα μιας επετείου», άλλοτε «πιο ωχρή στης ώχρας την απόχρωση», άλλοτε με τις «Φίλες φιλότεχνο κοινό από τη Φιλοθέη» ή ως Γραφεύς ελθόντων και απελθόντων». Τα μέτρα και οι ρυθμοί ακολουθούν τις ψυχικές διαθέσεις. Με ποικιλία βηματισμών και με τη μάσκα του πικρού ή του απελπισμένου, του σίγουρα κατασταλαγμένου, του ειρωνικού και αυτοσαρκαστικού, η ποιήτρια ανοίγει την αυλαία της ψυχής με τους αναγνώστες προσκεκλημένους σ’ εκείνο που πόθησε και έχασε, για να κερδίσει η ποιητική τέχνη. Ως επιλεγόμενο θα ρωτούσα: να είναι άραγε ο Καρυωτάκης ο απών κι εκείνη η Πολυδούρη; Βαθιά πληγή ο έρωτας, έρωτας όμως και έχει την τέχνη του να πληγώνει «εξακολουθητικά».