Δυο σκαντζόχοιροι
Μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου
[…] Σε ένα απόσπασμα σχετικό με το σπάραγμα, ο Φρήντριχ Σλέγκελ έγραψε το εξής: «Όπως ένα μικρό έργο τέχνης, ένα σπάραγμα πρέπει να είναι εντελώς αποσπασμένο από τον κόσμο που το περιβάλλει και κλεισμένο στον εαυτό του, σαν σκαντζόχοιρος.» Για τον Ντεριντά, ο σκαντζόχοιρος είναι η εικόνα της λογικής του ρομαντισμού, η οποία προτείνει τον ορισμό του έργου τέχνης ως οργανικής ολότητας. Εκείνος μας μιλά για έναν διαφορετικό σκαντζόχοιρο: για ένα ον ποιητικό, ολοκληρωτικά ποιητικό, ξένο προς το έργο και προς οποιαδήποτε μορφή κατασκευής. Για αυτό πρόκειται: για τον διαχωρισμό του ποιήματος από το ποιείν του, την αποφυγή του ελέγχου του, τη δικαίωση της εμπειρίας στην οποία λαμβάνει χώρα το ποίημα πριν γίνει μέρος του έργου. Καμία λογική αθροιστική: άλλη λογική. Το ποίημα δεν είναι ούτε έργο, ούτε ποίηση, ούτε αλήθεια. δεν μπορεί καν να χρησιμοποιήσει το «εγώ», γράφει ο Ντεριντά. Αντίθετα από το έργο, προστατευμένο εξαιτίας της εσωτερικής του συνοχής από κάθε κίνηση του εξωτερικού κόσμου, το ποίημα είναι μια οντότητα αυτόνομη, ένα μικρό πραγματάκι εκτεθειμένο στον κίνδυνο μιας λεωφόρου (στα φώτα των αυτοκινήτων, στα βλέμματα, στην κρίση), λίγο πριν το πατήσουν, κουλουριάζεται. Ένα ον ταπεινό, σχεδόν χαμερπές, θυσιασμένο. Ένα πλάσμα που συστέλλεται, φοβισμένο και τυφλό που, ορισμένες φορές μονάχα, μας προσφέρει δειλά την παρουσία του όταν, στο σκοτάδι, νιώθει προστατευμένο. Τότε, σηκώνει το μουσούδι του και μας αφήνει να κοιταχτούμε σ’ εκείνες τις απύθμενες μαύρες πέρλες του. […]
[Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση που κυκλοφορεί. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας. Το κείμενο της Chantal Maillard δημοσιεύεται για πρώτη φορά διεθνώς στο Φρέαρ.]