Είχα μόλις εγκατασταθεί στο χωριό Βαριά, βοηθός γιατρού.
Στα παλιά τα χρόνια ήταν βάλτος, άσχημος βάλτος, κατάπινε ανθρώπους και ζώα, τα σπίτια ήταν μετρημένα στα δάχτυλα .Έχει χρόνια που έχει αποξηρανθεί, έχει γεμίσει σπίτια, αλλά υπήρχαν μέρες, λένε, που ζωντάνευε και έπνιγε το χωριό με μια καταχνιά σαν μαύρη σκόνη, ένιωθες τη μυρωδιά των στάσιμων νερών, οι άνθρωποι γίνονταν υποχόνδριοι, επιθετικοί, και η κατάσταση αυτή κρατούσε μέρες.
Ο γιατρός αισθανόταν πολύ αδύναμος και μ’ έστειλε μόνο μου σ’ έναν ασθενή του τον γέρο Γαβρήλο.
Σήμερα θα δεις τον βασιλιά του βάλτου, τον Γαβρήλο. Έχει ξεπέσει ο έρμος. Ξεπέζεψε απ’ τον θρόνο του, μα στο σπιτικό του κάνει αυτός κουμάντο. Σ’ όσους απόμειναν. Ζωντανούς και νεκρούς.
Πρόσεξε, μην το παίρνεις αψήφιστα, ο βάλτος ζει. Βγαίνουν χέρια και πόδια από μέσα του, το παρελθόν έτοιμο να σ’ αρπάξει. Μην αφήνεσαι στους ρομαντισμούς της ομίχλης. Είναι τα πέπλα της Σαλώμης που θα σου πάρει το κεφάλι. Στον εμφύλιο χάθηκε κόσμος εκεί. Πήγαιναν να κρυφτούν και τους κατάπινε ο βάλτος. Ένα δυο σπίτια υπήρχαν τότε. Το πρώτο το έκτισε ο Γαβρήλος που ήξερε τον βάλτο σαν το χέρι του. Παρέσυρε κάμποσους εκεί και τους έπνιξε. Ακόμα και τώρα που έχει αποξηρανθεί, ξερνάει κόκαλα.
Όταν ο βάλτος ξυπνάει, όπως σήμερα, θυμάται τους φόνους, τους νεκρούς και τους ξεβράζει μέσα στις ομίχλες του. […]
[Η συνέχεια στην έντυπη έκδοση που κυκλοφορεί. Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του περιοδικού είναι εντελώς άλλη από την ύλη που δημοσιεύεται καθημερινά στην ιστοσελίδα μας. Φωτογραφία: Michael Kenna.]