frear

Πραγματεία περί έρωτος – του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου

Αθήνα, 2014

Ο έρωτας από τις πιο ταπεινές του ακόμα ρίζες είναι συγκλονιστικός. Ο άνθρωπος κινδυνεύει να υποστεί ένα διχασμό. Διακυβεύεται η σωτηρία του και η υπόληψή του. Πρέπει να οδηγηθεί εκεί που το πρόσωπο ελεύθερο και αθάνατο ως ήλιος ανατέλλει και όχι να χαντακωθεί μέσα στην αξημέρωτη νύχτα των επιθυμιών.
Ο έρωτας απειλεί πάντοτε αυτήν την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου. Η ερωτική δύναμη, άλλοτε ως σαρκικός ίμερος άλλοτε ως πλατωνισμός, προκαλεί ένα τρομαχτικό σχίσμα στην ανθρώπινη οντότητα, έναν δυϊσμό. Βάλλει, με μια τάση δονκιχωτική, αμφοτερόπλευρα, τη σάρκα και το πνεύμα, βλασφημεί με σκοτεινά εγκώμια τη θεϊκή και την ανθρώπινη φύση. Εξωθεί στην υπερβολή, στο ψέμα, στην απάτη, αρνούμενη να σιγάσει, να αποδεχθεί ταπεινά, στα μύχια της ύπαρξης, το όντως υπερβάλλον στοιχείο, αρνούμενη να αναφωνήσει το ωσαννά θωρώντας το Βασιλέα πορευόμενο επί πώλου όνου.

Ο νους του ερωτευμένου συνήθως απόπληκτος, πειραγμένος, βυθίζεται, καταβαραθρώνεται με ορμητική καταφορά, μετέχει σ’ έναν εφιαλτικό κανιβαλισμό, στο ξεγύμνωμα, στο κομμάτιασμα της ενοειδούς υπάρξεως. Τα αισθήματά του είναι σεισμός μέγας στην ψυχή. Η φαντασία δεν τη γλιτώνει. Επηρεάζεται. Με πορφυρά χρώματα, με φωτεινά σχήματα δελεαστικά, βάφεται η φαντασία από τα νηπιακά μόλις χρόνια. Ακόμα και οι πιο αγνοί «πνευματικοί» άνθρωποι, σε προχωρημένη ήδη ηλικία, καταφεύγουν – όχι σπάνια – (και εξευτελίζονται) απελπισμένοι και ματαιοφρονούντες σε «παραμυθίες» ερώτων, που μυστικά – ένοχα – τους τιτρώσκουν ως σκώληξ ακοίμητος, τους καταφθείρουν.

Οι περισσότεροι ποιητές επίσης αποτελούν εκκωφαντικά παραδείγματα υπαρξιακής αποτυχίας, καθώς μαρτυρούν ότι ελαύνονται από έρωτα μονομανή, θανατοποιό, δαιμονοποιό, που υπόσχεται πολλά, αλλά σπρώχνει απηνώς στη ματαιότητα. Έρωτα που φαντάζει ωραίος, αλλά είναι ανούσιος, αβαθής, κενός, εφιαλτικά ανοίκειος, παγερός, ειδωλολατρικός. Έρωτα στον οποίο η ανθρωπότητα δουλεύει, εδώ και αιώνες, πίνοντας βαριά τσιγάρα, οιστρηλατούμενη στην αυτοχειρία, ναρκισσευόμενη με σπουδαίους στίχους, με λαϊκά άσματα- «καψουροτράγουδα», με βάναυση συμπεριφορά και έργα τέχνης, πέφτοντας πότε στο πυρ και πότε στο ύδωρ (Μάρκου, κεφ. Θ΄, εδάφ. 17-31), με εντυπωσιακή πάντως επιτήδευση στην απελπισία. Έρωτα του οποίου το βαθύ τραύμα φέρομε εκεί, «στο κέντρο της κοιλιάς μας», από τη βρεφική μας ηλικία, όπως αναφέρει ο Κωστής Παπαγιώργης (στο βιβλίο του «Ίμερος και Κλινοπάλη»). Έρωτα απατηλό, με τον οποίο όταν δοθεί το έναυσμα, όταν δοθεί το σύνθημα εκδικούμαστε αμείλικτα, φονεύοντας τα σώματα, τα πρόσωπα που μας έθελξαν με το παράξενο φως τους, που έδωσαν, εν αγνοία τους ίσως, την απατηλή υπόσχεση της εγγύτητας, επιμένοντας ωστόσο – τι προδοσία ασυγχώρητη! – να ζουν χωρισμένα από εμάς, να έχουν άλλα κορμιά.

Η παράδοσή μας γνωρίζει και εξυμνεί εντούτοις έναν Έρωτα αληθινό, που δεν είναι φυγάς, δεν πιέζει αφόρητα, δεν εξαναγκάζει, δε σπεύδει να καταργήσει δια της βίας τις αποστάσεις, δε δαιμονίζει, αλλά είναι, σε βάσεις πραγματικές, Θεανθρώπινος. Είναι Έρωτας γόνιμος, ζωοποιός, αθώος, που ξενοδοχείται ειρηνικά και σταυρικά στην καρδιά του διφυούς φρόνιμου ανθρώπου και κοιτάζει επιτέλους καθάρια, κατανυκτικά, ερωτηματικά, βυθομετρώντας τις πραγματικές διαστάσεις της ύπαρξης και εντρυφώντας στο αληθινά όμορφο, με τα αιώνια τα άπειρα αποσιωπητικά του…. Είναι Έρωτας ενοποιητικός, άγιος, που στέκεται επιτέλους στα πράγματα θαυμαστικά, πράος, χωρίς να αφηνιάζει, που λειτουργεί και λειτουργείται ταπεινά, συντηρητικά, χωρίς να σφάζει «τη μία ομορφιά για να πιεί αίμα η άλλη», όπως αναφέρει ο στίχος του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη. Είναι Έρωτας αμετάθετος, μόνιμος, ιστορημένος άπαξ και δια παντός στα πρόσωπα των Αγίων, που μας γνέφουν από τις τοιχογραφίες. Είναι Έρωτας ζωοποιός, θεουργικός – όχι θανατοποιός, όχι δαιμονοποιός – στον οποίο μαθητεύουμε μόνον ως μέλη της Εκκλησίας, καθαίροντας την ψυχή μας από τις ρίζες της φαντασίας, τηκόμενοι ένδοθεν για το ανεκτίμητο δώρο, για την υπερβάλλουσα αξία – την ανεξίτηλη σφραγίδα – του έγγιστα πραγματικού και οικείου προσώπου, του πλησίον, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα να απαρτίζουμε το κοινό σώμα του Κυρίου, κοινωνώντας από το κοινό Ποτήριο, λυτρώνοντας εαυτούς και αλλήλους από τη βία των ατομικών μας θελημάτων, ομοιάζοντας, πλέον, ο ένας δίπλα στον άλλο, με τις ρίζες των δέντρων που συνομιλούν μεταξύ τους, όπως ακριβώς περιγράφει ο Γεώργιος Δροσίνης σε κάποιο χωρίο του μυθιστορήματός του, Έρση:
«Όλα, όλα σώπαιναν διακριτικά τριγύρω τους, και μόνον έφταναν ως εκεί πάνω, από τα βάθη της γης, απόσβυστες μέσ’ το σκοτάδι, των γρύλλων οι φωνές, σαν να κρυφομιλούσαν μεταξύ τους ξάγρυπνες οι ρίζες των δέντρων».

*

Αχ καημένοι σύγχρονοι θεωρητικοί του έρωτος. Δεν αναπαυτήκατε ποτέ στο Άσμα Ασμάτων, ούτε στους ψαλμούς του Προφητάνακτος Δαυΐδ, ούτε σε ορισμένες σελίδες του Παπαδιαμάντη. Το ερωτικό φίλτρο, η περιγραφική ερωτική ευωχία σε κάποιες σελίδες του Παπαδιαμάντη, στον Δαυΐδ, στο Άσμα Ασμάτων, δε μπορεί να εξηγηθεί σαρκικά ή πλατωνικά, ούτε υπό το πρίσμα μιας ρομαντικής διάθεσης, μιας φαντασιακής κατάστασης, με όρους ψυχαναλυτικούς. Φανερώνει μια διαδικασία κατάποσης του παλαιού ανθρώπου και τον προοιωνισμό ενός άλλου, νέου. Αναδεικνύει μάλλον τα πρόσωπα εκείνα που ικανώνονται να αλληλοκοιτάζονται καθάρια και να συνομιλούν αιώνια…

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: