«Όπου κι αν σπάσης, όσο κι αν σπάσης»…
Κλείνουν αύριο εννέα χρόνια από την Έξοδο του ακριβού φίλου Ηλία Λάγιου και σκέφτομαι ποιος τάχα να ορίζει του καιρού τα μέτρα όταν αυτά αφορούν το Πριν κι εμείς θέλουμε να μιλήσουμε για τα Μετά. Ο πόνος που επιμένει για ό, τι χάνουμε «στην άφωνη ερημιά μιας άλλης εξορίας», κρατά ζωντανό τον ποιητή και αδελφό μας θυμίζοντας πάντα την πληρωμένη με αίμα διδαχή του: δεν είναι η ζωή ωραιότερη και αναγκαιότερη από την ευτυχία, με τη θέληση δαμάζεται η τύχη. Έτσι πρέπει. Ακέρια και ακαθάριστη από τη ζωή, η ποίηση να τραβά για ένα παράδεισο που υπάρχει και δεν υπάρχει, να μην εγκαταλείπεται σε μια φευγαλέα εντύπωση αλλά να εμψυχώνεται από μια ιδέα: πως τα ποιήματα που οι άνθρωποι έφτιαξαν με εξασθενημένα χέρια κι έβαλαν γλυκιά πνοή σ’ αυτά, πάντα θα ξυπνάν και πάντα θα φεγγοβολάνε.
Ο Ηλίας Λάγιος υπήρξε μείζων ποιητής. Θα το καταλάβουμε τούτο σαν αποκτήσουμε συνείδηση τι συνέβη στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, όταν οι επιγενόμενοι, λεύτεροι κάποτε από την αρρώστια, θα μελετούν τη ζωή και το έργο του, θα απαγγέλλουν και θα ερευνούν τα μυστικά του σημάδια. Γιατί πάντα, όταν «καταλαγιάζη η λυρική θέρμη του ποιήματος και πάνε νήπια φρόνιμα να κοιμηθούν οι λέξεις», οι τίμιοι άνθρωποι θα μεταφέρονται από τον τόπο του πορφυρού παραληρήματος σε μια τεφρή ερμιά. Κι ενόσω άλλοι θα γράφουν κριτικές, εκείνος θα ζει. Με τη δύναμη που ζούσε την ποίησή του, με την ίδια δύναμη που συνέτριψε τη ζωή του. Θα ζει, απόλυτος και θορυβώδης, πέρα από κανόνες αλλά και πέρα από ανατροπές που δεν είχαν ως στόχο την υπηρέτηση του Ωραίου και την διαύγαση της ίδιας της Ζωής. Όσο για μας, δεν θα πάψουμε να αναρωτιόμαστε ποιο ήταν τάχα το μυστικό του τόνου και του πυρετού που τον κρατούσε αντάρτη όμορφο, που τον έκανε να αρπάζει με χαρά τις λέξεις για ένα τρελό τίναγμα προς μάχη μεθυστική. Ναι, έτσι τους θέλαμε εμείς τους ποιητές μας.