Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα:
1. Η ποίηση ως εγγενώς αντιεξουσιαστική και –να μην κρυβόμαστε– ναρκισσιστική πράξη καταστατικά απεχθάνεται την κριτική αυθεντία. Ο ποιητής αγαπά την κριτική αν τον εγκωμιάζει, μισεί θανάσιμα κάθε κριτικό που γράφει γι’ αυτόν αρνητικά (ακόμα και απειλές για …μηνύσεις έχουν κατά καιρούς εκτοξευτεί!) και βλέπει παντού σκοτεινές συνωμοσίες αποσιώπησης όταν κανείς δεν ασχολείται με το έργο του. Όχι πως δεν υπάρχει πρόβλημα κριτικής, υπάρχει όμως και οξύτατο πρόβλημα αυτοκριτικής. Για να το εξηγήσω αλλιώς: κάθε ποιητής έχει σπαταλήσει ατέλειωτες εργατοώρες, ακόμα και μέρες γράφοντας, σχίζοντας και ξαναγράφοντας ένα ποίημα 5, 15 ή 20 μόλις γραμμών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αναμφίβολα το καλύτερο που μπορεί ο ίδιος να προσφέρει, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι αντικειμενικά πρόκειται για το άριστο αποτέλεσμα –πολλές φορές δεν προσεγγίζει καν τα όρια του ανεκτού. Ως τέχνη αριστοκρατική, η ποίηση προϋποθέτει διαβάσματα (και δυστυχώς μια μεγάλη μερίδα νέων αγνοεί τους προγενέστερους ποιητές στη γλώσσα της, με αποτέλεσμα σήμερα να παρατηρούμε ρήξη στην αλυσίδα της παράδοσης), μαθητεία (όχι κατ’ ανάγκην σε σεμινάρια όπως προσπαθούν να μας πείσουν), ελεύθερο χρόνο για περισυλλογή, προσληπτική ικανότητα και δυνατότητα μετουσίωσης της εμπειρίας σε ύφος, κυρίως όμως απαιτεί χαρακτήρα, εγρήγορση, φαντασία και ταλέντο, τα οποία δεν διανέμονται δημοκρατικά, δηλαδή εξίσου, σε όλους. Πώς θα πείσεις τον παραλογοτέχνη ότι δεν γράφει σοβαρή ποίηση; Από εδώ, ασφαλώς, εκκινούν πολλά προβλήματα και παρεξηγήσεις…
2. Όλοι, λοιπόν, αναγνωρίζουμε την ανάγκη ύπαρξης της κριτικής βιβλίου, βολευόμαστε όμως καλύτερα με μια ανώδυνη βιβλιοπαρουσίαση, η οποία και το βιβλίο μας θα προβάλλει και δεν θα μας θίξει προσωπικά. Αυτό προτιμούν άλλωστε και οι εφημερίδες και τα περιοδικά –είναι γνωστή η περίπτωση κριτικού που απολύθηκε από μεγάλη εφημερίδα όταν οργισμένος μεγαλοεκδότης απείλησε να κόψει τη διαφήμιση των βιβλίων του από το έντυπο. Καλό είναι, λοιπόν, να αναγνωρίζουμε και την τόλμη του κριτικού που μιλάει με ειλικρίνεια, άλλωστε η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας μόνο αυτή την αυστηρά διεισδυτική ματιά (οφείλει να) αναγνωρίζει. Μιλάμε, βέβαια, για μια φανταστική τέτοια Ιστορία, γιατί ακόμα παραμένει αίτημα ανικανοποίητο η συγγραφή μιας συνολικής επισκόπησης της ελληνικής ποίησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
3. Ως δημοσιευμένος ποιητής εκτίθεμαι ολόπλευρα στην κριτική. Όμως, όπως οι περισσότεροι, μπορώ να παρουσιάζω σε εκδηλώσεις ποιητικά βιβλία ή έχω τη δυνατότητα να δημοσιεύω κριτικές. Τούτο σημαίνει ότι κανείς (σχεδόν) ποιητής δεν μπορεί να αυτοπαρουσιάζεται σαν αμέτοχος στο πρόβλημα της κριτικής, αφού διακριτοί ρόλοι στην πράξη (σχεδόν) δεν υπάρχουν. Επιπλέον, ως διευθυντής περιοδικού έχω μονίμως ένα στοκ άνω των 30 κριτικών (όταν σε κάθε τεύχος δημοσιεύονται μόλις 4, εκ των οποίων οι δύο προέρχονται από τους μόνιμους κριτικογράφους μας), καθικετεύω όλους τους συνεργάτες να μη μου στέλνουν βιβλιοπαρουσιάσεις, αλλά αυτό δεν το πετυχαίνω πάντα. Σ’ ένα διμηνιαίο περιοδικό που δημοσιεύει στην καλύτερη περίπτωση 24 μόλις κριτικές το χρόνο ή 12 από τους μη σταθερούς συνεργάτες (λόγω ύλης, μάλιστα, μπορεί να μη δημοσιευτούν σε κάποιο τεύχος κριτικές ή να μπουν λιγότερες), αυτονόητο είναι πως θα πρέπει να παρουσιάζονται ει δυνατόν τα αξιολογότερα βιβλία της χρονιάς, να αναδεικνύονται οι πρωτότυπες νέες φωνές, να επισημαίνονται και τα σπουδαία δοκίμια ή μυθιστορήματα κι όχι να εξυπηρετούνται οι γνωστοί και οι φίλοι. Γιατί εννοείται πως μόλις παραλάβεις μία βιβλιοπαρουσίαση αρχίζουν οι πιέσεις για τη δημοσίευση, οι οποίες μάλιστα θα καταντούσαν βαρύτατα προσβλητικές αν δεν ήξερες εκ των προτέρων τον τεράστιο σολιψισμό των συγγραφέων. Όταν στα αβασάνιστα επιχειρήματά τους υπονοούν ότι το περιοδικό σου παρουσιάζει έλλειψη ύλης, ότι δεν υπάρχει προγραμματισμός για κάθε τεύχος άρα το κείμενό τους πρέπει να μπει εξάπαντος στο αμέσως επόμενο ή ότι ακριβώς η δημοσίευση της κριτικής που μόλις έλαβες θα ανεβάσει το επίπεδο του εντύπου ή τις πωλήσεις του, τότε υπάρχει πρόβλημα. Ομολογώ πως θα μου φαίνονταν αρκετά χαριτωμένες και αστείες αυτές οι παρεμβάσεις εάν δεν προκαλούσαν –μονομερώς, εννοείται– θηριώδη μίση, διακοπή σχέσεων (και συνδρομών κάποτε) και ατέλειωτες γκρίνιες. Πάντως, παρά τις κριτικές που υπάρχουν στον υπολογιστή ή στο συρτάρι μου, για ορισμένα βιβλία που θεωρώ ότι πρέπει οπωσδήποτε να παρουσιαστούν ζητώ ο ίδιος να γραφτεί κείμενο. Σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, οι επιλογές των κριτικών κειμένων που εμφανίζονται σε ένα έντυπο, όπως και των ποιημάτων που δημοσιεύονται σε αυτό, αποτελούν επίσης μέρος της κριτικής διαδικασίας.
4. Υπάρχει αξιόλογη κριτική ποίησης σήμερα στην Ελλάδα; Υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια, ερμηνευτικά και θεωρητικά εργαλεία και τι επιρροή έχει η κριτική, επηρεάζει άραγε τους πίνακες των ευπώλητων βιβλίων (αν υποθέσουμε ότι οι πίνακες αυτοί είναι πράγματι αντικειμενικοί); Ξεκινώντας από το τέλος, αν αυτός που κρίνει δεν είναι κάποιος με ισχυρή άποψη (λ.χ. ο Λάζαρης ή ο Κούρτοβικ, για ν’ αναφέρω δύο πρόσωπα προσωρινά αποτραβηγμένα από τη μάχιμη κριτικογραφία), το κείμενό του θα διαβαστεί μόνο από τον συγγραφέα, κάποιους φίλους ή συγγενείς και ενδεχομένως από τους «αντιπάλους» του –δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Έχουμε συνηθίσει τους (αμοιβαίους) λιβανωτούς και είμαστε όλοι αρκετά υποψιασμένοι για τις συναλλαγές που γίνονται κάτω απ’ το τραπέζι, οπότε μια δημοσιευμένη κριτική δεν επηρεάζει σχεδόν καθόλου το αναγνωστικό κοινό. Όσον αφορά τα κριτικά εργαλεία, μετά τη (δίκαιη σε μεγάλο βαθμό) περιθωριοποίηση της μαρξιστικής κριτικής και με δεδομένη την απουσία γενικότερα κριτηρίων μέσα στο μεταμοντέρνο περιβάλλον του anything goes, έχουμε οδηγηθεί σε ιμπρεσιονιστικές κριτικές-καρμπόν, που αποσκοπούν αποκλειστικά στον έπαινο του κρινόμενου και στον εντυπωσιασμό του αναγνώστη. Αλλά τότε μιλάμε για παρενδυτική ή κατ’ όνομα μόνο κριτική και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι χωρίς εύστοχη κριτικογραφία δεν υπάρχει ανάλογα και καλή ποιηματογραφία. Ούτε δηλαδή τα κακά έργα στηλιτεύονται ούτε τα σπουδαία βιβλία (υπάρχουν και τέτοια) επισημαίνονται και αναλύονται όπως πρέπει.
Είπα να αρχίσω με τα αυτονόητα. Τώρα όμως βλέπω ότι και τα αυτονόητα αρκούν…