Στέκομαι μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη. Συνηθίζω να το κάνω αυτό. Να στέκομαι μπροστά του και να παρατηρώ την ογκώδη φιγούρα μου. Με θλίβει κάθε φορά και πιο πολύ. Λίγο – λίγο, τα δυσδιάκριτα απομεινάρια της αυτοπεποίθησής μου χάνονται, πετούν μακριά. Ανιχνεύω με τα μάτια μου κάθε ίντσα, κάθε εκατοστό του απωθητικού σώματός μου, κοιτώντας το με λύπηση. Ξεκινώ πάντα από ψηλά.
Γύρω από το λαιμό μου το λίπος με πνίγει. Κάτω από το σαγόνι μου μια σακούλα περιττού δέρματος παραμονεύει. Τα μάγουλά μου, σα δυο φίλοι που’ χουν καιρό να ανταμώσουν, πλησιάζουν, θέλουν ν’ ακουμπήσουν το ένα, το άλλο. Το πρόσωπό μου, μια συμπυκνωμένη, πιεσμένη μάζα.
Ο θώρακάς μου, οι ώμοι μου ξεχειλίζουν από πάχος, από ντροπή. Η κοιλιά μου ένα μαλακό στρώμα που αν πέσω, θα με προστατέψει. Έχω, όμως, σωριαστεί προ πολλού και κανείς δε με βοήθησε. Η περιφέρειά μου ένας τεράστιος κύκλος που καταλήγει στα μπούτια, και όλα αυτά μαζί, επισκιάζουν και διαγράφουν κάθε ανάμνηση ενός υγιούς, αδύνατου σώματος. Κάθε ελπίδα χάνεται στη δίπλωση του δέρματος πάνω από τα γόνατα, στην περικύκλωση των αστραγάλων μου από το λίπος. Κάθε σκέψη ανάκαμψης συνθλίβεται από την αποκαρδίωσή μου. Τίποτε δεν θ’ αλλάξει.
Κάτι ακούω. Καταφέρνω να σηκώσω τα μάτια μου, να τα τραβήξω από τον καθρέφτη προκειμένου να εντοπίσω την πηγή της φωνής. Κοιτώ στο βάθος του μακρόστενου διαδρόμου, διακρίνοντας μια ανδρική φιγούρα με άσπρη ποδιά και γελοία παπούτσια.
-«Περάστε, παρακαλώ», λέει ο άντρας εμφανώς σοκαρισμένος από την εμφάνισή μου.
Μου μιλά εδώ και περίπου πέντε λεπτά. Τα αυτιά μου, όμως, βουίζουν, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Κοιτώ επίμονα τα χείλη του προσπαθώντας να διαβάσω τις λέξεις. Είναι ήρεμος, τρυφερός. Δεν ξέρω αν αυτό με ευχαριστεί, αν με κάνει να νιώθω κουτή. Κάτι όμως μου εξηγεί, κάτι προσπαθεί να μου πει. Τα αυτιά μου ξεβουλώνουν, τα μάτια μου ανοίγουν, τώρα τον ακούω :
-«Γιατί όλο αυτό το μίσος για τον εαυτό σου; Υποσιτίζοντάς τον, στερώντας του τροφή, τον βασανίζεις, τον καταστρέφεις. Δεν θέλω να σε καθησυχάσω διότι η κατάσταση είναι κρίσιμη. Θέλω, επίσης, να γνωρίζεις ότι πέρα από γιατρός, είμαι και φίλος σου. Η νευρική ανορεξία δύσκολα αντιμετωπίζεται. Όταν, όμως, αγαπήσεις το σώμα σου και έπειτα τον εαυτό σου, θα πάψεις να τον βλέπεις μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη του μυαλού σου».
[Η Ρουμπίνη Θεοχάρη είναι μαθήτρια της Α΄Λυκείου στα εκπαιδευτήρια “Νέα Γενιά Ζηρίδη” και με το διήγημα αυτό διακρίθηκε πέρυσι, ως μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου, με 1ο βραβείο στον ενδοσχολικό διαγωνισμό Λογοτεχνίας, ενώ φέτος βραβεύτηκε και από το Λογοτεχνικό Εργαστήρι 2013-2014 της Δευτεροβάθμιας Διεύθυνσης Εκπαίδευσης Ανατολικής Αττικής. Η φωτογραφία είναι από τα 400 χτυπήματα του Τρυφώ.]