frear

Μικρό δοκίμιο για τον έρωτα – του Δημήτρη Κωνσταντινίδη

Δύο είναι οι κραταιές δυνάμεις του σύμπαντος που το υπηρετούν και το λειτουργούν. Στο πλοίο του κόσμου που ωκεανοπορεί αδιάκοπα εδώ και περίπου 14,5 δισεκατομμύρια χρόνια κατά την άποψη των κοσμολόγων, δύο είναι οι τιμονιέρηδες που το κατευθύνουν στην πορεία του και εναλλάσσονται αδιάκοπα κάτω από τις προσταγές της ύψιστης καπετάνισσας που οι αρχαίοι την είπανε Ανάγκη, και στην οποία υποτάσσονται θνητοί και αθάνατοι: ο Έρωτας και ο Θάνατος.

Οι δύο αυτές λειτουργικές διαδικασίες που συνυπάρχουν αρμονικά εγγυώνται την ύπαρξη και την αϊδιότητα του κόσμου, με την εναλλαγή της μίας κατάστασης με την άλλη. Δεν θα υπήρχε ο κόσμος έτσι όπως τον ζούμε και τον γνωρίζουμε εάν καταργούνταν η μία απ’ αυτές τις δύο δυνάμεις, και δεν μιλάμε φυσικά σε γήινο επίπεδο αλλά σε κοσμικό. Δυστυχώς για εμάς τους ανθρώπους, υπακούοντας κυρίως στα ένστικτά μας, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο τελείως διαφορετικά απ’ ότι θα έπρεπε, επιλέγοντας κυρίως αυτό που μας ευχαριστεί και μας τέρπει ενώ αποδιώχνουμε εκείνο που μας δυσαρεστεί.[1] Η παρανόηση και η πλάνη ξεκινά από την επιθυμία που μας κατέχει να βιώσουμε την ζωή μας παντοτινά και αιώνια σαν μέσα σε γιορτή και σχόλη, βουτηγμένοι μέσα σε χαρές, γλέντια και πανηγύρια.[2] Δεν είναι όμως έτσι γραμμένο στο βιβλίο της φύσης. Ένα βιβλίο που υπάρχει και κυκλοφορεί παντού, είναι στην διάθεση του καθενός και δωρεάν, κρέμεται από τα φύλλα των δέντρων, στέκεται στις ράχες και τα πουρνάρια των βουνών, αυγάζει και λαμπυρίζει στο φως του ήλιου το καταμεσήμερο, πέφτει στη γη και στο χώμα με τις στάλες της βροχής.

Είναι σαν να ζητάμε και να ευχόμαστε να έχει πάντα άνοιξη και καλοκαίρι, και να εκλείψει το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Μα η ουσία και η φύση της άνοιξης και του καλοκαιριού υπάρχει και υφίσταται χάρις του φθινοπώρου και του χειμώνα, όπως η μέρα και το φως μαθαίνεται και γνωρίζεται χάρις στη νύχτα και το σκοτάδι. Το ζεστό χάρις στο κρύο κ.τ.λ. έτσι και η ζωή υπάρχει και κατανοείται μόνο χάρις στο θάνατο. Θα υπήρχε η ζωή δίχως αυτόν; Σίγουρα όχι. Και μην βιαστεί κανείς να μιλήσει για θεούς και αθανάτους. Η θεολογία και η θρησκεία είναι ένα άλλο κεφάλαιο που χρειάζεται ξεχωριστή κουβέντα και στοχασμό.

Εάν λοιπόν ο έρωτας και ο θάνατος συνθέτουν και λειτουργούν την φύση και τον κόσμο, στέκονται σαν θυρωροί και ελεγκτές στην Πύλη που οδηγεί από το « είναι » στο « γίγνεσθαι » όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος σπουδής και μαθητείας όχι μόνο για έναν υποψήφιο δημιουργό αλλά και για έναν απλό άνθρωπο. Την οδηγία αυτή επιτάσσει και υπαγορεύει η υπέρτατη κοσμική δύναμη που τ’ όνομα και το νόημά της παραμένει ανέπαφο και αναλλοίωτο στην πρωτοκαθεδρία του κόσμου, έτσι όπως ονομάστηκε εδώ και είκοσι έξι περίπου αιώνες. Εν αντιθέσει με άλλες θεότητες, δεν της δόθηκε ποτέ μορφή, ούτε χαρακτηριστικά, ούτε την είδαμε ποτέ ζωγραφισμένη σε κάποιον αμφορέα ή μετώπη ναού: η Ανάγκη. Παρασταίνοντας κατά κάποιο τρόπο την προσταγή της θα λέγαμε ότι ορίζει και περιχαρακώνει τα όρια και την ζωή μας. Είναι σαν μας χαράζει μια γραμμή στο χώμα που πατούμε, δείχνοντάς μας μέχρι που μπορούμε να το διαβούμε. Μας δείχνει μέχρι που ο βίος μας στέκεται μετρημένος και σεμνός, και που μεταλλάσσεται σε αλαζονεία και ύβρη. Αν στεκόμαστε σε τόπο όπου μας καρτερεί η ευτυχία και η ευδαιμονία ή εκεί όπου καιροφυλακτούν οι Ερινύες και οι Κήρες. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η δύναμη αυτή έχει πάντα τον τρόπο να μας υποχρεώνει, ακόμη και με την βία τιμωρώντας μας, να μας υπενθυμίζει τα όριά μας. Εναπόκειται σε μας και στην συνείδησή μας να μπορέσουμε να το αντιληφθούμε. Γι αυτό, χρεία είναι για έναν σώφρον και νοήμων άνθρωπο, να προνοεί την ανάγκη κι όχι να την προκαλεί. Τους νόμους των ανθρώπων μπορείς να τους παραβαίνεις ατιμώρητα. Της φύσης ποτέ.

Φεύγοντας τώρα από τα ιερά και τα όσια του σύμπαντος κόσμου, και επιστρέφοντας στο δύσκολο έργο της μαθητείας κοντά τους, θ’ ακολουθήσουμε – στο μέτρο που μπορούμε και μας επιτρέπεται – τον μικρό φτερωτό θεό στο αέναο πέταγμά του στις κορυφογραμμές και τα φαράγγια της πλάσης και της δημιουργίας. Στην όψη και την μορφή του ο δημιουργός βλέπει τα πάντα, βλέπει τον λόγο να ζει, να υπάρχει, να δημιουργεί. Στον έρωτα ο δημιουργός βλέπει την ουσία του κόσμου, την αιτία και το νόημά του. Ο έρωτας είναι γι αυτόν ο μέγιστος θεός, ο παντοκράτωρ κι ο παντεπόπτης.

Ο έρωτας για να υπάρξει προϋποθέτει δύο οντότητες: τον εραστή και τον ερώμενο, και φυσικά το κατ’ εξοχήν γνώρισμά του: την ομορφιά, το κάλλος όπως το αποκαλούσαν οι παλαιοί. Από την αντίληψη του κάλλους ξεκινά και πηγάζει κάθε μορφή υψηλής δημιουργίας. Αυτός είναι και ο πιο ουσιαστικός, ο στοιχειώδης λόγος δέσμευσης και αλληλουχίας μεταξύ έρωτος και δημιουργίας. Αυτή είναι ίσως και η Ιθάκη που αναζητά κάθε δημιουργός στο ταξίδι του.

Κάθε δημιουργός έχει διαφορετική αντίληψη του κάλλους, γι αυτό και διαπιστώνουμε συνεχώς έναν αρκετά ευρύ πλουραλισμό. Ο καθένας πλάθει και μορφοποιεί στον νού του μια εικόνα, μια ιδέα της ομορφιάς, σφυρηλατώντας την βήμα-βήμα, έργο-έργο, προσδοκώντας να προχωρεί όσο γίνεται περισσότερο προς το ιδεατό και το απόλυτο.

Ο τρόπος γνωριμίας και συμβίωσης του δημιουργού με τον έρωτα είναι άκρως φυσιοκρατικός και ποιητικός. Νιώθει να του μιλά και να τον καλεί παντού γύρω του. Στους ανθρώπους, στα δέντρα, στα βουνά, στα ζώα, στη θάλασσα, στον ουρανό. Χρέος και μέλημά του δεν θα πρέπει να είναι η κατανόηση και αντίληψη στ’ ανθρώπινα όρια. Αυτό είναι δεδομένο για τον καθένα μας. Ένας δημιουργός που σκοπεύει και επιθυμεί στην φυσική, στην κοσμική του αντίληψη θα πρέπει να κοιτάξει ψηλότερα και βαθύτερα.

Τον επικαλείται και τον υμνεί συνεχώς. Είναι η καθημερινή πρωινή και βραδινή προσευχή του. Για τον λόγο αυτό φροντίζει συνεχώς να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος. Ένας θεός δεν μπορεί να κατοικεί οπουδήποτε, έχει του δικούς του χώρους λατρείας. Στους χώρους αυτούς, για να εισέλθεις και να προσευχηθείς, υπάρχουν κάποιοι βασικοί κανόνες, κοινοί στις περισσότερες θρησκείες και θεότητες, πόσο μάλλον για τον Έρωτα, που είναι πάνω από τα κοινά και τα επί μέρους. Μιλάμε δηλαδή για καθαρότητα, αγνότητα, αρετή, πίστη, αφοσίωση.

Ο μεγάλος αυτός θεός, φίλε αναγνώστη, είναι ο μοναδικός που θα γονιμοποιήσει μέσα σου, κάθε καλό σπόρο ιδέας, αντίληψης, δημιουργικής δύναμης που θα σου έλαχε να κατέχεις. Είναι αυτός που θα σε καταστήσει ικανό να μπορέσεις να εμπνευστείς, να οραματιστείς, να μορφοποιήσεις, να σμιλέψεις το χάος και την άβυσσο που κυματίζει μέσα σου σε τέχνη, δημιουργία, προσφορά και δέηση. Είναι ο αναγκαίος δρόμος που πρέπει να διαβείς και ν’ ανέβεις για να φτάσεις στην κορυφή και να θεαθείς όλη του την μαγεία, την απέραντη και άπειρη κοσμική του θέα, την θεϊκή του ομορφιά. Είναι ο μόνος που μπορεί να γεννήσει, να εκμαιεύσει από μέσα σου κάθε ιδέα και γνώση ομορφιάς, μεγαλοπρέπειας, μεγαλοφροσύνης, αρετής, λάμψης και φωτός. Γιατί ο έρωτας για κάθε δημιουργό είναι λάμψη και φως.[3] Το μόνο λιγοστό και μακρινό φως στο απέραντο σκοτάδι της ζωής.[4] Κι ένας θεός ούτε κατοικεί, ούτε περιδιαβαίνει σε τόπους άσχημους, μιαρούς, μολυσμένους και βρώμικους. Πως του ζητάμε λοιπόν να κατοικήσει μέσα μας; Να μας βοηθήσει, να μας εμπνεύσει, να μας αφουγκραστεί και να μας οραματίσει; Είμαστε άξιοι; Διότι άλλο το ανθρώπινο κάλλος κι άλλο το θεϊκό, ή όπως λέει ο σοφός λαός: άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας. Άλλη θέα έχεις από τον λόφο της γειτονιάς σου, κι άλλη από τον Όλυμπο, το βουνό των θεών.

Στο θαλασσόζωστο λιβάδι της ζωής μας, θα σπείρουμε και θα μαζέψουμε από αυτό που είμαστε, που εκπέμπουμε, που νιώθουμε. Δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε κάτι που δεν υπάρχει για μας, που αγνοούμε, είτε αυτό αφορά τον εξωτερικό μας κόσμο, είτε τον εσωτερικό. Η ομορφιά είναι απαραίτητο στοιχείο της ζωής. Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να ζει υπό το καθεστώς της ασχήμιας, της μουντάδας, της βαρυσυννεφιάς. Η εξωτερική, η φθαρτή και η πρόσκαιρη, ίσως σου’ λαχε να την έχεις από γεννησιμιού σου ή να την απέκτησες τεχνικά, σήμερα ειδικά που βασιλεύει και ευημερεί η πλαστική χειρουργική. Η εσωτερική όμως δύσκολα λαχαίνει κι ακόμα δυσκολότερα αποκτιέται. Απαιτεί συνεχή προσπάθεια, μόχθο και πόνο και σκάψιμο βαθύ μέσα μας για να ομορφύνουμε και να στολίσουμε αυτόν τον τόσο άγνωστο τόπο μας. Να τον βοτανίσουμε για να μοσχοβολήσει κάθε κρυφή κι ανήλιαγη γωνιά του εαυτού μας. Φυτεύουμε συνεχώς τους κατάλληλους σπόρους την κατάλληλη εποχή. Σκάβουμε κι ανακατεύουμε το χώμα της γνώσης και της μάθησης προσθέτοντας το λίπασμα εκείνο που θα ευδοκιμήσουν τα φυτά και τα δέντρα για να δώσουν τον καρπό που επιθυμούμε. Αυτόν που χαρίζει γεύση σοφίας και άρωμα αρετής στην εποχή της ωριμότητας. Διότι μόνο αν δείξουμε ζήλο κι έρωτα για καλλιέργεια και φροντίδα θα μπορέσουμε να δούμε ν’ ανθίζουν και να καρπίζουν μέσα μας όλα εκείνα τα πολύχρωμα και μυρωδάτα φυτά και δέντρα που θα ευωδιάσουν τη ζωή μας, θα την αγαλλιάσουν, θα την γαληνέψουν. Να μας χαρίσουν αυτό το άγιο λουλούδι της όμορφης ζωής,[5] που δίνεται σ’ εκείνους τους τρυγητές του φωτός και τους ηνιόχους του απείρου. Μόνο αν ριζώσουν βαθιά μέσα μας οι φωτεινοί σπόροι, και βλαστήσουν, και φουντώσουν, και απλωθούν παντού γύρω μας, θα χαρίσουν τους πολύτιμους καρπούς τους όχι μόνο σ’ εμάς – αυτό δεν είναι δημιουργία, αλλά ασέβεια και ύβρη – αλλά σε όλους όσους μας περιστοιχίζουν και μας περιβάλλουν, ακόμη και σ’ αυτούς που τυχαίνει να περνούν δίπλα μας και κοντά μας. Να θυμόμαστε ότι τους πρώτους καρπούς τους προσφέρουμε και τους δωρίζουμε στον φωτοδότη θεό μας[6], και τους υπόλοιπους στους ανθρώπους. Αυτή πρέπει να είναι η φυσική διαδικασία κατά το φυσικό πρότυπο. Κανείς δεν γίνεται δημιουργός εάν δεν δημιουργήσει πρώτα τον ίδιο του τον εαυτό.

Κάθε δημιουργός φροντίζει ήρεμα και σιωπηλά να μην αγγίζει ποτέ την τελειότητα. Προσεύχεται γι αυτό μέρα και νύχτα. Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι να μην προκαλέσει τον φθόνο και την μήνη των θεών, να μην το εκλάβουν δηλαδή ως ύβρη και οίηση με επακόλουθο την τιμωρία και την έξοδό του από τους υπερουράνιους, νεφελοστόλιστους και πολύχρωμους κήπους του θείου κάλλους. Ο δεύτερος είναι να μην προκαλέσει την φθορά και την φυγή του έρωτα, εφόσον κάνει το λάθος να πιστέψει ότι άγγιξε το απόλυτο, το θείο, το μέγα. Ο έρωτας υπάρχει, αναπνέει και ζει στον τόπο της ένδειας, της στέρησης και της απουσίας. Κάθε υποψία άφιξης, έλευσης και ολοκλήρωσης του ποθούμενου τον τραυματίζει, τον πληγώνει και τον αφοπλίζει. Ο έρωτας δυναμώνει και ισχυροποιείται στις γειτονιές του ανέφικτου και της ουτοπίας. Εκεί ανατρέφει και διαπαιδαγωγεί την καλή του κόρη, νεράιδα και μούσα κάθε μεγάλου καλλιτέχνη: την φαντασία. Καθώς την θωρούμε να κατηφορίζει ανέμελη και αεράτη στις δαφνόφυτες και θυμαρόσπαρτες πλαγιές της χώρας του θεού πατέρα της, λαμπερή, πλουμιστή και κοντυλογραμμένη, με τις ροδοπόρφυρες παρειές και τα γλαυκά της μάτια, μας μαγεύει και μένουμε ασάλευτοι:

-Δεν πίστευα ότι μπορεί να είναι τόσο όμορφη! σκεφτόμαστε, και δώς του να τρέχουμε ξοπίσω της κυνηγώντας την να την φτάσουμε, να την ματαδούμε, να χορτάσουμε ομορφιά, χάρη, κάλλος, αρμονία, θεό. Οι θεοί όμως δεν φτιάχτηκαν να κατοικούν με τους ανθρώπους, ούτε να σμίγουν μαζί τους. Κι αν τύχει και συμβεί τότε ο άνθρωπος δεν αντέχει την θωριά του θείου κάλλους στα χωματένια του μάτια, όπως η Αριάδνη, η Σεμέλη, ο Τειρεσίας κ.α. Αυτήν την βαθιά, ακλόνητη, ενστικτώδη και πηγαία πίστη του στο απόλυτο, υπερβατικό όν στο οποίο νιώθει να πηγάζει αλλά και να επιστρέφει σαν παλίρροια και άμπωτη στ’ αστρογιάλια του σύμπαντος κόσμου κάθε ιδέα και έννοια καλού, αγαθού, όμορφου, σοφού, αυτό ακριβώς το συναίσθημα προσπαθεί να εκφράσει, να προσδώσει, να μορφοποιήσει σε κάθε του έργο και δημιουργία. Νόηση, συναίσθημα και φαντασία, πιασμένες χέρι-χέρι, βυθίζονται θαρρείς στο απύθμενο φρέαρ της κοσμικής ύπαρξης προσδοκώντας ν’ αφουγκραστούν κάποιον αντίλαλο θεού, κάποιο νεύμα του ή σημάδι. Σ’ αυτό το απέραντα άπειρο κοσμικό πηγάδι της ανθρώπινης ύπαρξης, που όποιο δρόμο και να πάρεις τέλος δεν θα βρεις, τα ηνία της κατεύθυνσης και της καθοδήγησης αναλαμβάνει η φαντασία. Εάν επιθυμούμε να έχει κι αυτή απεριόριστες δυνατότητες, τότε θα πρέπει να φροντίσουμε να μην την περιορίζουμε. Η φαντασία είναι μια κατ’ εξοχήν νοητική λειτουργία, πηγάζει απ’ τον νου και άρα ορίζεται από αυτόν. Αυτό που την ερεθίζει, την εκκινεί για να διαγράψει κάθε μικρή ή μεγάλη πορεία της, κάθε έμπνευση που πνέει στα ολόλευκα πανιά της και την κάνει να πλέει στις γκριζογάλανες απόκοσμες νοητικές μας θάλασσες, δεν λαμβάνεται μόνο από τον εξωτερικό κόσμο, αλλά κατ’ εξοχήν από τον εσωτερικό. Μπορεί κάποιο τυχαίο γεγονός που ζήσαμε, κάποια τραγική ιστορία που ακούσαμε, κάποιο ωραίο μέρος που επισκεφθήκαμε, να μας ώθησαν να γράψουμε ένα ωραίο ποίημα, να ζωγραφίσουμε έναν ωραίο πίνακα, να συνθέσουμε ένα ωραίο τραγούδι. Το περιστατικό ή το γεγονός υπάρχει και συμβαίνει ανεξάρτητα από την δική μας παρουσία. Εμείς και ο δικός μας τρόπος αντίληψης και σύνθεσης της πραγματικότητας και του γεγονότος είναι που δημιουργεί και πλάθει μέσα μας νέες παραστάσεις. Οι παραλληλισμοί που κάνουμε, οι αναδρομές, οι επανασυνθέσεις και οι επαναδομήσεις πλουτίζουν και επαναδιαμορφώνουν τον στοχασμό μας, την νόησή μας, την εσωτερική μας σύνθεση και δόμηση. Ο νους μας και οι δυνατότητές του απλώνονται τόσο όσο ο κόσμος γύρω μας. Στο χέρι μας είναι να μην τον περιορίζουμε και να μην τον οριοθετούμε σε στενά, στερεότυπα, κοινά και δεδομένα ή διαδεδομένα πλαίσια που λανθασμένα μας παρουσίασαν ή μας έπεισαν ότι υπάρχουν ή υφίστανται. Έτσι όμως δεν υπάρχει πρόοδος ή εξέλιξη. Το να ολοκληρώνεις και να ολοκληρώνεσαι είναι σαν προσυπογράφεις το τέλος σου, το έργο σου, την διαδρομή σου, μα προπαντός τούτο: τον έρωτά σου για ότι κάνεις, αγαπάς, δημιουργείς. Ο έρωτας πεθαίνει όταν ολοκληρώνεται, όταν βρίσκει πέρασμα και πόρο να περάσει και να διαβεί. Όπως επίσης όταν βρίσκει τροφή και κορεσμό, όταν χορταίνει και γεμίζει πλησμονή. Γι αυτό άλλωστε θεωρείται παιδί του Πόρου και της Πενίας.[7] Μεγάλος και γνήσιος θεωρείται μόνο ο ανολοκλήρωτος έρωτας. Μόνον σε αυτόν μέλει να ζήσει αιώνια και να γραφτεί ανεξίτηλα σε κάθε μνήμη που τον έζησε και τον ένιωσε, καθώς δεν γνώρισε τον κορεσμό, τον περιορισμό, την ολοκλήρωση. Τα όριά του εκτείνονται σε βάθη και ορίζοντες άπειρους και απεριόριστους. Η πενία και η ένδειά του καταστερώθηκαν στον ουρανό της μοναξιάς και της ερημίας του σαν το ουράνιο τόξο σε υστερόβροχο σκοτεινό ουρανό. Καρτερεί και χρωματίζει την προσμονή του σαν να καλεί το ταίρι του στα πέρατα τ’ ουρανού και της γης. Η δύναμη και η αγωνία της ένδειας και της στέρησης οπλίζουν κι ενδυναμώνουν την φαντασία σε βαθμό που διαπερνά και φυλλομετρεί όλη την κλίμακα της υπαρξιακής έντασης και ουσίας αποτυπώνοντάς την αναλλοίωτη κι ανέπαφη στο δημιούργημά του. Μέσα στον πυρετό και τον οργασμό της αναζήτησης που οδηγεί η στέρηση θ’ ανοίξει και θ’ απλώσει στον βωμό της ερωτικής του έντασης κάθε στοιχείο, όπλο και βίωμα που έχει αποθηκευμένο στην απύθμενη και ασύνειδη υπαρκτική του φαρέτρα, σαν το παγώνι που ανοίγει τα πολύχρωμα φτερά του. Συνειδητά ή ασυνείδητα εκείνες τις κορυφαίες υπαρκτικά στιγμές δημιουργεί ομορφιά για να την προκαλέσει. Φλερτάρει κι ερωτοτροπεί στην δημιουργία του καταθέτοντας ότι πολύτιμο και θαλερό διαθέτει μέσα του για να συνθέσει έργο αντάξιο εκείνου που φαντάζεται, που πιστεύει, που προσμονά, που πονά. Ο παφλασμός και η ορμή των ερωτικών του κυμάτων φουσκώνουν και ξεχύνονται ορμητικά παρασύροντας κάθε ικμάδα και ζωή που διαθέτει για να προσκρούσουν εκκωφαντικά και διεκδικητικά στα μυστικά και παρθενικά ακρογιάλια της απόκρυφης και απόκοσμης ερωτικής του μούσας. Το μέτρο και ο ρυθμός ανεβοκατεβαίνουν συνθέτοντας ένα ανήμερο κοσμικό τέμπο, ικανό ν’ αντηχήσει και να φτάσει στ’ αυτιά κάθε ξεχασμένου και θαμμένου στα βάθη των αιώνων μεγάλου δημιουργού. Σαν δαιμονικός χορός θα ξυπνήσει και θα προκαλέσει όλους τους παλαιούς χοροθέτες της κοσμικής και συμπαντικής δημιουργίας σ’ έναν ουράνιο ύμνο, σε μια θεϊκή ραψωδία, σε μια απέραντα άπειρη και διαιώνια μουσική αντιστοίχιση θεών, δαιμόνων και ανθρώπων. Μόνον εάν η σύνθεσή του διαθέτει την απεραντοσύνη του κόσμου και το κάλεσμα ή την επίκληση της θεϊκής στέρησης και ομορφιάς θα πετύχει την διεκδίκηση του αιώνιου κάλλους. Διότι έρωτας όπως και κάθε τι άλλο στην ζωή δεν υπάρχει χωρίς διεκδίκηση. Διεκδίκηση σημαίνει προκαλώ, παρεμβαίνω, αντιπαρατίθεμαι μπροστά σε κάτι που ενδιαφέρομαι, μ’ έλκει, ώστε να φανώ αντάξιος να το αποκτήσω, να το καρπωθώ, να ωφεληθώ απ’ αυτό. Ένας μεγάλος δημιουργός θα πρέπει να θεωρείτε ως ο κατ’ εξοχήν διεκδικητής, ο κατ’ εξοχήν θηρευτής της ομορφιάς και του Έρωτα. Η ερωτική έξαψη και μανία του δημιουργού κορυφώνεται τόσο, όσο κλιμακώνεται ο οραματισμός του στην ιδεατή θέαση του απόλυτου κάλλους. Εδώ η φαντασία κυριολεκτικά καλπάζει…


[1] « . . . λέγων ότι φυσικώς και αδιδάκτως το ζώον φεύγει με την αλγηδόνα, διώκει δε την ηδονήν »
Βλ. H. Diels – W. Kranz: Οι Προσωκρατικοί, Εμπεδοκλής, 31.Β.118α.
[2] Δ. Λιαντίνη, Γκέμμα, σελ. 222.
[3] « Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός » γράφει ο Σεφέρης, τόσο στις Δοκιμές του ( Β΄, σελ. 246 ) όσο και στα ποιήματά του ( Τρία κρυφά ποιήματα, σελ. 280, εκδ. Ίκαρος ). Αλλά για φως μιλά και ο Νίτσε ( Ζαρατούστρα, 2ο μέρος, Το νυχτερινό τραγούδι ).
[4] « Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο » μαρτυρεί ο Σολωμός μας, ( Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Β΄, 41)
[5] « ιερόν άωτον ευζοϊας », όπως το ονομάζει ο Πίνδαρος. Βλ. 4ο Πυθιόν., στιχ. 131.
[6] Όπως ο Ηράκλειτος στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. (Διογένης ο Λαέρτιος, ΙΧ,6.)
[7] Πλάτων, Συμπόσιον, 203b1 κ.ε.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη