Το δεινό που περιγράψαμε οφείλεται εντέλει στο γεγονός ότι ο ανταγωνισμός και η αντιπαλότητα —το να μας καθοδηγεί η πίστη ότι ο άπληστος πλουτισμός των ολίγων είναι η βασιλική οδός για την ευημερία όλων— αντικατέστησαν την ανθρώπινη, πάρα πολύ ανθρώπινη λαχτάρα για μια συμβίωση που βασίζεται στη φιλική συνεργασία, την αμοιβαιότητα, την κοινοκτημοσύνη, την αμοιβαία εμπιστοσύνη, αναγνώριση και εκτίμηση.
Όμως η απληστία δεν ωφελεί. Δεν ωφελεί κανέναν. Αυτό θα έπρεπε να το ξέρουμε, να το κατανοούμε και να το αποδεχόμαστε οι περισσότεροι από μας, καθώς πασχίζουμε να πραγματώσουμε την τέχνη του βίου στον απορρυθμισμένο, εξατομικευμένο κόσμο μας ο οποίος έχει εμμονή με την ανάπτυξη, την κατανάλωση, τον ανταγωνισμό και το δόγμα «ο καθένας για τον ευατό του». Κι αυτό το ξέρουν —το ξέρουν πολλοί. Ρωτήστε τους ανθρώπους για τις αξίες που εκτιμούν, και πολλοί, πιθανόν οι περισσότεροι, θα κατονομάσουν ως κορυφαίες την ισότητα, την αμοιβαία εκτίμηση, την αλληλεγγύη και τη φιλία. Δείτε όμως από κοντά την καθημερινή συμπεριφορά τους, τη στρατηγική του βίου που εφαρμόζουν στην πράξη, και βάζω στοίχημα πως, απ’ όσα είδατε, θα καταλήξετε σε έναν εντελώς διαφορετικό πίνακα αξιών… Θα εκπλαγείτε όταν διαπιστώσετε πόσο μεγάλο είναι το χάσμα στα ιδεώδη και την πραγματικότητα, στις λέξεις και στις πράξεις…
Οι περισσότεροι από μας, ωστόσο, δεν είμαστε υποκριτές —σίγουρα όχι κατ’ επιλογήν. Δεν είμαστε, αν μπορούμε να το αποφύγουμε. Ελάχιστοι άνθρωποι θα επέλεγαν να ζήσουν μια ζωή μες στο ψέμα. Η ειλικρίνεια είναι επίσης μια αξία που εν γένει εκτιμά η ανθρώπινη καρδιά, και οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου η ανάγκη, για να μην πω η απαίτηση, να λέμε ψέματα δεν παρουσιάζεται συχνά• στην καλύτερη περίπτωση, δεν παρουσιάζεται ποτέ. Σε τι οφείλεται λοιπόν το χάσμα ανάμεσα σε λέξεις και πράξεις; Είναι άραγε σωστό να συμπεράνουμε πως οι λέξεις δεν έχουν και πολλές ελπίδες όταν έρχονται αντιμέτωπες με την πραγματικότητα; Ας είμαστε πιο συγκεκριμένοι: μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε λέξεις και πράξεις; Κι αν ναι, πώς μπορεί να χτιστεί μια τέτοια γέφυρα; Με τι υλικό; Λαχταράμε μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, διότι αν οι αξίες μας και συνεπώς οι λέξεις που χρησιμοποιούμε για να κοινωνούμε τις αξίες μας δεν ταιριάζουν με τη δύναμη αυτού που ονομάζουμε «πραγματικότητα» και συνεπώς δεν μας κάνουν, γιατί να κουραζόμαστε;
[…] Για την πραγμάτωση αυτής της επιθυμίας θα πρέπει να προσπαθούμε να γίνουμε «ρεαλιστές», όσο μικρές κι αν είναι οι πιθανότητες επιτυχίας. «Σε έναν κόσμο τον οποίον εύκολα θα ορίζαμε ως τον πιο τυφλωμένο, η παρουσία ανθρώπων που επιμένουν στη δυνατότητα της αλλαγής του αποκτά υπέρτατη σημασία» (Ελίας Κανέτι).
Ας προσθέσω πως η απόδοση ευθύνης σε κάποιον για τον κόσμο είναι μια κατάφωρα ανορθολογική πράξη. Η απόφαση να την αναλάβουμε, ωστόσο, μαζί με την ευθύνη γι’ αυτή την απόφαση και τις συνέπειές της, είναι η τελευταία ευκαιρία που υφίσταται εξαιτίας των φονικών και αυτοκτονικών συνεπειών της.
[…] Ο κόσμος φαίνεται να είναι καλά προστατευμένος, όχι όμως από καταστροφές, αλλά από τους προφήτες τους —ενώ οι κάτοικοι αυτού του καλά προστατευμένου κόσμου, στον βαθμό που δεν τους αρνείται κάποιος βάναυσα το δικαίωμα της κατοίκησης, είναι καθ’ εαυτοί καλά προστατευμένοι από το να προστεθούν στους (ελάχιστους και χλωμούς) αριθμούς των προφητών που όντας διασκορπισμένοι, ωρύονται μες στην ερημιά τους. Όπως ο Άρθουρ Καίσλερ μάς θύμιζε διαρκώς (μάταια τρόπον τινά, μάταια), η τεχνητή τύφλωση είναι κληρονομική… Την παραμονή μιας άλλης καταστροφής, «το 1933 και τα επόμενα δύο τρία χρόνια, οι μόνοι άνθρωποι που είχαν καταλάβει καλά τι συνέβαινε στο νεοσύστατο Τρίτο Ράιχ ήταν μερικές χιλιάδες μετανάστες», μια διάκριση που τους καταδίκαζε στον «ανέκαθεν αντιδημοφιλή ρόλο της Κασσάνδρας με τη διάτορη φωνή». Και όπως σημειώνει ο ίδιος συγγραφέας ύστερα από λίγα χρόνια, τον Οκτώβριο του 1938, «ο Αμώς, ο Ωσηέ, ο Ιερεμίας, ήταν αρκετά καλοί προπαγανδιστές, κι όμως δεν κατόρθωσαν να ταρακουνήσουν τον λαό τους και να τον προειδοποιήσουν. Λέγεται πως η φωνή της Κασσάνδρας διαπέρασε τα τείχη, κι όμως ο Τρωικός Πόλεμος έγινε».
Φαίνεται πως χρειαζόμαστε καταστροφές για να αναγνωρίσουμε και να παραδεχτούμε (εκ των υστέρων, αλίμονο, μόνο εκ των υστέρων…) τον ερχομό τους. Μια ανατριχιαστική σκέψη, αν την κάνει κανείς. Μπορούμε να τη διαψεύσουμε; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, εκτός αν προσπαθήσουμε: ξανά και ξανά, όλο και πιο σκληρά.
[Ζ. Μπάουμαν, Πλούτος και ανισότητα, εκδ. οκτώ, Αθήνα 2014, (σσ. 105-111). Μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος. Τα αποσπάσματα επέλεξε ο Γιώργος Μπάρλας. ]