του Γιώργου Μπάρλα
(Εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στη 1/6/14 στην Αθήνα, σε εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου της Δήμητρας Βαλλιανάτου, Φερνή, εκδ. Ιωλκός)
«Θα έπρεπε να ομολογήσουμε κάποτε ότι η θεολογία, από όλες τις μορφές γραφής, είναι εκείνη που προκαλεί μάλλον τη μεγαλύτερη απόλαυση. Μάλιστα όχι την απόλαυση του κειμένου, αλλά την απόλαυση -εκτός αν πούμε ήδη τη χαρά- που αισθάνεται κανείς όταν το υπερβαίνει: πηγαίνοντας από τα verba στο Verbum»
Ζακ Λυκ Μαριόν
*
Καταρχήν να πούμε ότι το να μιλάμε σήμερα για ποίηση σε σχέση και με τη θεολογία είναι από μόνο του ένα γεγονός αξιοπρόσεκτο – παρότι αφορά μια μικρή ομάδα ανθρώπων. Σε μια εποχή που έχει χαθεί η αίσθηση όχι μόνο του επείγοντος αλλά και του στοιχειωδώς αναγκαίου για καθετί μεταφυσικό, όπου τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων πρέπει να τοποθετούνται μέσα στα όρια του χειροπιαστού και μόνο, η αναφορά μας εδώ σε αυτό το μεταφυσικό νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να υπογραμμιστεί. Αφού μάλιστα η ποίηση έχει από τη φύση της κάτι μυστηριώδες και εκ φύσεως χαρισματικό, ας εντάξουμε σ’ αυτήν, διαβάζοντάς την, την ανάγκη να εξερευνήσουμε τα μυστήρια της ζωής και του κόσμου μας. Εξάλλου η ποίηση όπως και η τέχνη γενικότερα ασχολούνται με την ομορφιά που έχει άμεση σχέση με το καλό, που μας παραπέμπει απευθείας στον Θεό. Ας δούμε και την τέχνη σαν μια μάχη της ομορφιάς, του καλού ενάντια στο κακό και την ασχήμια του. Και ας θυμηθούμε τη ρήση του Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο».
Δεν θα χρειαστεί να εφεύρω, λοιπόν, θεολογικές αναφορές ή σημαινόμενα, ενδέχεται πάντως κάποια από αυτά που μου ήρθαν στο νου διαβάζοντας το βιβλίο, να μην τα αποδέχονται κατ’ ανάγκην όλοι, εξάλλου κατεξοχήν η ποίηση είναι ανοιχτή σε ερμηνείες. Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι η ποίηση της ΔΒ είναι θεολογία με την έννοια που δίνει στη θεολογία ο Γρηγόριος στον 32ο λόγο του αλλά και αλλού. Μας δίνει όμως η ποίησή της απλόχερα τις αφορμές να σκεφτούμε εμείς με τρόπο θεολογικό –χωρίς να ξεχνάμε ότι η τέχνη και η κουλτούρα υπήρξε ιστορικά συγχωνευμένη με τη θρησκεία (Ντάνιελ Μπελ). Όταν λέω θεολογικό δεν εννοώ κατ’ ανάγκην θρησκευτικό – μια θρησκευτική ορολογία δηλαδή που παραπέμπει σε συγκεκριμένη καθηκοντολογική ηθική ή, ακόμη χειρότερα, σε δήθεν ομολογία πίστης. Άλλωστε όσοι κατόρθωσαν να γράψουν φανερά θρησκευτική ποίηση χωρίς να γελοιοποιηθούν δεν είναι παρά δυο-τρεις ίσως Έλληνες ποιητές, από όσο ξέρω. Η ΔΒ δεν γράφει σίγουρα φανερά θρησκευτική ποίηση, δεν είναι καν σκοπός της κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και δεν διατρέχει παρόμοιους κινδύνους.
Θα σταθώ μόνο σε μερικά ποιήματα, χάριν συντομίας. Στη «Χορογραφή» η ποιήτρια αναφέρεται στον άνθρωπο που παρασύρεται από τις επιθυμίες του και αδυνατεί να βρει τρόπο να ξεφύγει από τη μοναξιά και τον εγωισμό. Παρότι το τάγκο απαιτεί συγχρονισμό κινήσεων, το κορμί, «ψυχοδηγούμενο» παίρνει αίφνης στάσεις ανοίκειες και ακατάλληλες, «αυτοσχεδιάζει», «εναλλάσσει κινήσεις και διαθέσεις», του λείπει ο συγχρονισμός και καταντά σε «σόλο εκτέλεση». Ο συγκεκριμένος χορός όμως απαιτεί συγχρονισμό των υπάρξεων, ευαισθησία που θα κάνει και το σώμα να βρει τις ακριβείς κινήσεις. Όταν αυτό δεν κατορθώνεται, μένει το κορμί «άμισχο και αιωρούμενο». Η «ελευθερία», χάρισμα του Θεού στον άνθρωπο, γίνεται αφορμή εγκλεισμού στον εαυτό και αυτοκαταργείται. Εδώ θυμόμαστε το δυτικό ιδεώδες, τον αυτόνομο άνθρωπο, τον αυτοκαθοριζόμενο, αυτόν που –κατεξοχήν- δεν αναφέρεται σε τίποτα υπερφυσικό και που κάπως έτσι θα πετύχαινε επιτέλους την ελευθερία.
Στο «Σονέτο της σταγόνας» διακρίνεται μια θεολογική υπαρξιακή αλήθεια ότι «διά της γνώσης επέρχεται ζωή/ γεννόμενη μόνο καθαρώ νοΐ…». Η γνώση δεν είναι πληροφορία, δεν είναι κάτι που απλώς διαβάζεις ή ακούς, δεν χρειάζεται τηλεσκόπιο. Είναι πάνω απ’ όλα μια αποκάλυψη «γι’ αυτούς που βλέπουν χωρίς διόπτρες». Η γνώση είναι μια αποκάλυψη-μαρτυρία και για να αντιληφθείς τη μαρτυρία απαιτείται καθαρός νους – όχι μόνο το μυαλό, αλλά ο εσώτερος εαυτός που σχετίζεται τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχή, αυτός που έχει μέσα του τις ρίζες του σώματος και της ψυχής. Αυτή η μαρτυρία είναι η αληθινή γνώση, αλλά ο καθαρός νους είναι μια δύσκολη υπόθεση –γι’ αυτό και κανείς δεν μαρτυράει για τον μάρτυρα, όπως λέει ο Τσέλαν. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια λοιπόν, εκείνο που απαιτείται είναι ο καθαρός νους, ως αναγκαία αιτία για την ενατένιση της αληθινής γνώσης, της θέας της δόξης του Ιησού θα συμπλήρωνα όχι αυθαίρετα.
Στο «Κοπιράιτ» εκ νέου ο εσώτερος εαυτός —η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, γίνεται θύμα του εγωισμού και κατασπαταλιέται. Εκφράζεται η αυτοκαταστροφή του επηρμένου ανθρώπου που φθάνει στα όρια της ύβρεως. «Το πρόσωπό σου αποκαλύφθηκε σταδιακά,/ φριχτά παραμορφωμένο». Εδώ το πρόσωπο, θαρρώ, εξακολουθεί να υπάρχει παρότι αποκαλύπτεται παραμορφωμένο φριχτά. Ο άνθρωπος δεν έχασε ολωσδιόλου την εικόνα του Θεού από μέσα του, αν και αυτή έχει επικαλυφθεί από σωρό παθών. «Επί χρόνια λαμβάνεις φανφαρεΐνη, αλαζονεξόλη και ψευδοφάρμακα». Ωστόσο, «Η Δημιουργία λαθροβιώνει […] Εσύ/ απλά/ κομπάρσος/ βραδείας/ αποδέσμευσης». Η δωρεά υποτιμάται, η «φιλοκαλία της πλάσης» υφίσταται αλλά δεν εξυμνείται. Η τέχνη είναι αντανάκλαση του θεϊκού, που ως αόρατο μπορεί να αγνοείται, όχι όμως χωρίς συνέπειες. Ο ποιητής δεν δημιουργεί τις μορφές από το μηδέν, εδώ ανάγεται σε αυτές βοηθούμενος από μία λατρευτική ενατένιση με τη φύση ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Και η ενατένιση αυτή δεν γίνεται μόνο με τις αισθήσεις, αλλά με μια ζωντανότερη ενέργεια του νου, του εσωτερικού ανθρώπου, με τη χάρη και το ταλέντο που δίνει σε κάθε άνθρωπο και μάλιστα στον καλλιτέχνη ο Θεός.
Στην «Ύστατη πνοή» η ΔΒ αγγίζει τη μνήμη θανάτου. Το μέγα και ύπατο ερώτημα του θανάτου, δεν απασχολεί τον άνθρωπο σήμερα. Ο θάνατος είναι ο μέγας εξισωτής, ως γνωστόν. Κατά τον Γρηγόριο τον Παλαμά αυτή τη φορά, όλοι οι άνθρωποι απέχουν το ίδιο από τ’ αστέρια. Αν και προφανές, αυτό δεν συνειδητοποιείται εν ζωή. Χρειάζεται να έρθει ο θάνατος: «Η έσχατη πνοή εξισώνει/ προφέσορες, ανεκπαίδευτους, την κιβδηλεία των κοσμικών./ Η τελευτή καταλύει/ τα αργύρια, τα εμπορεύματα, τα γραμμάτια». Ωστόσο, «Η τελευταία κλίνη/ το ξάγναντο της ζωής», προσφέρει -ανέλπιστα ίσως- θέα. Θέα προς τα πού; Στη ζωή που έζησες; Ωστόσο, τώρα δεν διορθώνεται τίποτα. Ο εσώτερος εαυτός, όμως, θα σε ακολουθήσει αφού «η συνδιάλεξη μεταξύ ζωής και θανάτου» φαίνεται να προεκτείνεται σε μια νέα μορφή του «Ε ί ν α ι». Νέα με την έννοια της καινής ύπαρξης που θα εγκαινιαστεί στα έσχατα. Καινή ύπαρξη το «αριστείον του βίου, η αειζωΐα».
Στο ποίημα «Ζωή αποκτώμενη διά ζωής» η ηθική δύναμη μπαίνει σε δοκιμασία από τη συμφορά. Ο πόνος αποτελεί πρωταρχικό ψυχικό πεδίο πάνω στο οποίο δοκιμάζεται η ηθική δύναμη. Ο πόνος γίνεται διδάσκαλος που αποκαλύπτει «μύες αγνώστους της ψυχής». Η ανάσταση της ψυχής προϋποθέτει τον πόνο, η υποδοχή του οποίου ως ευλογία αποτελεί άνοιγμα στο νόημα της ζωής. «Πάθος και πόνος/ συλλαμβάνουν το απόλυτο» διαβάζουμε στο ποίημα «Γυναίκα». Και στα «Καταπετάσματα», «Αίφνης με προσέγγισε ο Λόγος./ Τον αναγνώρισα απ’ τον πόνο στην καρδιά,/ τον κλαυθμό των σπλάχνων μου».
Το ποίημα «Ερευνάτε τας αισθήσεις» μου θύμισε την ανάγκη να δει ο άνθρωπος την πίστη και την ανάσταση όχι σαν μια ιδέα, μια πληροφορία που είπαμε και λίγο πρωτύτερα. Στην ανάσταση και σ’ αυτό που ονομάζουμε πνευματική ζωή (όχι μόνο διανοητική) πρέπει να συμμετέχουν και οι αισθήσεις. «Δεν μπορούμε να απολαύσουμε το Ον παρά μόνο απολαμβάνοντας με όλες μας τις αισθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενστικτώδους γνώσης της ίδιας μας της παρουσίας στον κόσμο ως “σημείου ζωής”, ενός σημείου που ενέχει όλες τις δυνατότητες και τις δυνητικότητες που φέρουμε μέσα μας» (Φρανσουά Τσενγκ). Δύσκολη ομολογουμένως υπόθεση, αλλά μόνο έτσι «χαμένες πατρίδες απεγκλωβίζονται».
Στις «Ηχητικές δονήσεις», η αναζήτηση μάταιων πραγμάτων οδηγεί στην απελπισία, οι εγκόσμιες προσπάθειες αλώνονται εκ φύσεως, ματαιώνονται και αυτή η ματαίωση μπορεί να γίνει «αφορμή απιστίας» αλλά και «προϊόν πίστης». Η απελπισία από τη ματαιότητα των πεπραγμένων μας αλλά και η εξαιτίας της ματαιότητας καταφυγή σ’ Αυτόν που μπορεί να κάνει αυτά τα πεπραγμένα να σιγοψάλλουν μια «αύρα αθανασίας».
Κοντολογίς, δεν υπάρχει ποίημα στη Φερνή που να μη δίνει αφορμές για θεολογικό στοχασμό. Θα τελειώσω με δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι το ποιητικό αυτό έργο της Δήμητρας Βαλλιανάτου διακινδυνεύει ένα λόγο που θα μπορούσε μαζί με άλλες προϋποθέσεις να μεταμορφώσει τον άνθρωπο. Γράφει ποίηση έχοντας επίγνωση της υπαρξιακής αδυναμίας του ανθρώπου, των παθών και ελλείψεών του, του ηθικού του κενού. Η αισθητική της δεν είναι άδειο κέλυφος, δεν είναι ναρκισσιστικός λόγος, αλλά προσεγγίζει την ουσία της και μέσω της ηθικής. Η αισθητική εμπειρία δεν φαίνεται να μπορεί να δικαιώσει από μόνη της τη ζωή, χρειάζεται την αναφορά σε κάποιον Άλλον, έτσι ώστε να μην ανασταλεί η ηθικότητα και να μπει ένας φραγμός στην εγωκεντρική επιθυμία του ανθρώπου – πράγματα που η αισθητική από μόνη της αδυνατεί να κατορθώσει.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι όσον αφορά την αναζήτηση κάθε έργου τέχνης, την ομορφιά δηλαδή, στη «Φερνή» αυτή μπορεί να βρίσκεται παντού, έστω κι αν δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα την αναγκαιότητά της. Τη βλέπουμε να κονταροχτυπιέται με την ασχήμια του κακού -γιατί το κακό είναι το αντίθετο της ομορφιάς-, με τον κυνισμό του ανθρώπου, τον εγωισμό, τις «ατέλειωτες παραλυσίες». Στον πόλεμο αυτό η ομορφιά φαίνεται συχνά να ηττάται, ωστόσο είναι παρούσα, επίμονη και διεισδυτική, όχι μόνο στο παρελθόν και στο τώρα αλλά και στο μέλλον. Η ΔΒ έλκεται θεματολογικά από την ίδια τη ζωή και το θάνατο, δεν γράφει ποίηση σε τόπους εξωιστορικούς ή υπερφυσικούς και παράξενους – τοπίο ιδιαίτερα προσφιλές στη νεωτερική τέχνη. Το υπερφυσικό το συναντά στη ζωή αυτή και την ιστορία. Δεν ξεμπλέκει από τη ζωή και το βάρος της, καταφεύγοντας στην εύκολη λύση του υπερβατικού. Ωστόσο, η εδώ ζωή κατά κάποιο τρόπο συμπεριλαμβάνει και το μέλλον που έρχεται αλλά δεν είναι ακόμη εδώ.
Η ομορφιά, όντως, έρχεται από το μέλλον, όπως ο πιστός προσδοκά τον ερχομό της Βασιλείας, ζώντας ήδη ένα μέρος της στο τώρα. Ζει στο τώρα για το προσδοκώμενο και αυτό θα έρθει με την ανθρώπινη προσπάθεια στο νυν. Το μέλλον, τα έσχατα, είναι αυτό που νοηματοδοτεί και ομορφαίνει το δύστροπο παρόν. Η ΔΒ χρησιμοποιεί μια γλώσσα που μπορεί να μας συνδέσει με υπερβατικές συλλήψεις στο τώρα, με μια φιλοσοφία των τελικών πραγμάτων, των εσχάτων. Σταχυολογώ: «Στο τώρα/ θέλω ήλιο,/ αφού τώρα ατενίζω πάνω απ’ τα καμπαναριά του κόσμου». «Οσφραίνομαι τα επίγεια υπερκόσμια/ και τα επουράνια εγκόσμια/ μέσα μου/ κι απέξω». «Αυτά δεν είχα τρόπο να τα γράψω./ ίσως να έφταιγε αυτή η ενστικτώδης υποψία του “ανείπωτου”». «Προορισμός έξω απ’ το χάρτη/ με συνάντησε/ εκεί που ο δρόμος τέλειωνε […] Το Πριν έγινε συνοπτικό,/ το Μετά τελικό αίτιο». «Ακροάζομαι σπλαχνικούς ήχους/ στα πιο μακρινά μέρη του σύμπαντος». «Το Πέρα,/ απ΄ το σημείο άφιξης θωρώντας το/ ήταν Δώθε». «Ο αντίλαλος της αγάπης σου/ παρέσυρε την πορεία μου/ στον άφραστο κόσμο της αθανασίας». «Ένα ωραίο πρωινό/ θα πεθάνεις αξιοπρεπώς/ σε μια εποχή παρωχημένη.// όταν θα ξανανοίξεις τα μάτια/ ο κόσμος δε θα είναι αυτός./ Θα είναι ένας άλλος,/ καλύτερος.» Αυτός ο κόσμος είναι η προίκα που μας φέρνει η Δήμητρα Βαλλιανάτου στη Φερνή.