Ένα ποίημα έτρεξε σαν παιδί στην οδό Θεσσαλονίκης. Θα χαθεί κοντά στο πρατήριο βενζίνης, θα χαθεί έτσι ξαφνικά, όπως φάνηκε. Στην οδό Θεσσαλονίκης. Απ΄εκείνο το δρόμο δεν θα περάσω ξανά. Εκεί έζησε κάποτε το ποίημα θα πουν, εκεί είναι μια απ΄τις πατρίδες του κόσμου. Με τις αμίλητες γλώσσες, με τους ήχους των συρμάτων, τις βρισιές. Τα νεκρά γυαλικά.
Εκεί πνίγηκε το παιδί ή πέταξε απρόσμενα, ολοζώντανο, υδραργυρικό παιδί. Ένα τέτοιος εκπληκτικό γεγονός ίσως να το ΄σωσε. Ή ένα ρυθμικό, νέγρικο τραγούδι. Παρόμοια θαύματα συμβαίνουν πάντοτε.
Ανάμεσα στους ανθρώπους του σταθμού να γυρέψεις. Πρώτα το ποίημα, ύστερα το παιδί και τον καημό. Όταν νυχτώνει τα ποίηματα ντύνονται τραγούδια, αλλιώς λέγονται και νιώθονται. Όπως εκείνος ο αέρας, όσα συμβαίνουν πάνω απ΄τις στέγες μας, τ΄άδεια δωμάτια. Οράματα μιας θλιμμένης σοφίας, μοναχική, διαυγής ταυτότητα.
Για τούτο τον κόσμο πιστεύω μονάχα όσα γράψαν οι ποιητές, όσα δεν τέλειωσαν οι ζωγράφοι. Τα υπόλοιπα είναι μυθιστορήματα, οι χαρακτήρες που χάνονται και βρίσκονται στις σελίδες, οι ήρωες των ξαφνικών τελετών, όσα έλαβαν χώρα στις ανώνυμες πόλεις. Εδώ έχει καθαρό ουρανό. Εδώ έχει τη συνηθισμένη βροχή, μέρες μ΄άνεμο, δύσκολα μεσημέρια. Υπάρχει μια κάποια ώρα όμως. Κάπου διάβασα για εκείνη. Επειδή τ΄απογεύματα ήθελε τόσο να την αγαπούν, όλοι στην αίθουσα χειροκροτούσαν κλαίγοντας. Ήταν η λέξη, ό, τι πρόσμεναν ν΄ακούσουν, ο ρυθμός που θα τους θεράπευε. Ένα σήμα αχνό.
Αυτά ήταν το ποίημα. Κάτι τ΄ανθρώπινο, μια αξία φωτογραφική.
Η Μέριλυν, ο Τζέιμς Ντιν, ένας αρχαίος, σπασμένος λαιμός.
Περισσότερο φοβάμαι για τότε που θα τελειώσουν τα ποίηματα, μου είπε. Τότε που όλα θα ερμηνευθούν.
Τα ποίηματα είναι ηφαιστειακοί καιροί. Μη φοβάσαι. Επαναλαμβάνονται στο βάθος του χρόνου, όταν σχεδόν έχουν ξεχαστεί.
Και όμως εκείνος που ζωγράφισε ένα σώμα γεμάτο συρτάρια, εκείνος μόνο γνωρίζει πόσα μυστικά ανακάλυψε, πόσα πράγματα χαμένα από καιρό. Εκεί κρύβονται τα ποίηματα. Εκεί επωάζονται σαν σε φωλιές σοφών θηλαστικών. Εκεί οι στίχοι των ξένων τραγουδιών, τα ονόματα των κοριτσιών, το πρόσωπο, τα χείλη της, οι θερμοκρασίες του Αυγούστου. Υπάρχουν νησιά που δεν θ΄αντικρίσουμε ποτέ. Μονάχα τ΄απόφωνα.
Το παιδί, είπαν χύθηκε στα νερά. Σαν ήπειρος. Το παιδί ανήκει σίγουρα στα ποίηματα. Από τερακότα ή από υλικό αλεξικέραυνου. Για τέτοια παιδιά μίλησαν παραπλανημένα οι Νίκος Αλέξης, ο Γιώργος του Περάματος, ο Αργύρης, ο Άλκης. Τέτοιους καθρέφτες έφτιαξε ο μολυβένιος ζωγράφος της οδού Πανός. Αυτά τα ποίηματα πονούν απ΄το φεγγάρι, γίνονται εφιάλτες, έρωτες σκληροί.Αυτά τα ποιήματα είναι προδομένες καρδιές. Λέξεις στα δέντρα, προσευχή φυλακισμένου.
[Πρώτη δημοσίευση. Ο πίνακας είναι της Alyssa Monks.]