frear

Ώχρα υπόκοσμη – κριτική της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

Άννυ Κουτροκόη
Ώχρα υπόκοσμη
Εκδόσεις Μελάνι, 2013

Μπορεί στα Ελεγεία της Οξώπετρας, κάπου στη μέση του βιβλίου, να διασταυρωνόμαστε με την «Παρασκευή που πάντα βρέχει» και λίγο παρακάτω ή μάλλον στο τέλος του να συναντούμε «Το Ύστερο των Σαββάτων», ωστόσο στην Ώχρα υπόκοσμη της Άννυς Κουτροκόη με το άνοιγμα της συλλογής πέφτουμε πάνω στην Domenica, ελληνιστί στην Κυριακή, μια Κυριακή που σύμφωνα με την ίδια μονίμως επανέρχεται. «Πάντα η Κυριακή θα επανέρχεται». Πρόκειται για έναν στίχο εναρκτήριο και καταληκτικό συνάμα, μια εξαγγελία δήλωση, κάτι σαν αξίωμα που η οριστική του μέλλοντα δεν είναι παρά αυτό ακριβώς. Μία οριστική, αυτή τη φορά όμως του μέλλοντος. Μια διαβεβαίωση οριστική και αμετάκλητη σε έναν κόσμο εντούτοις οριστικά αβέβαιο και τείνοντα διά βίου στο πλέον αμετάκλητο. Ούτως ειπείν, στην αφασία του θανάτου. Είναι άραγε υπόσχεση, είναι απειλή, είναι απλώς προειδοποίηση, μια ούτως ή άλλως επανάληψη που είτε παρουσία είτε ερήμην μας θα συντελείται, κάτι ωστόσο που, αντί να μας καθησυχάζει, καταδεικνύει εντέλει πως το έργο θα παίζεται έτσι κι αλλιώς, πάμε δεν πάμε εμείς στην προβολή.
Ό,τι ακολουθεί της δήλωσης αυτής δεν είναι παρά μια κινηματογραφικής απόδοσης περιγραφή συμβάντων γνώριμων και κλασικών, που αποπνέουν ραστώνη, πίστη αλλά κυρίως εγκαρτέρηση. Την Κυριακή ο έρωτας πάει εκδρομή στο άλσος, οι πλατείες σύγκορμες σέρνουνε τον χορό, «στο στήθος των γερόντων μια καμπάνα» χτυπά θαρρείς την επανάληψη διεκδικώντας δικαίωμα στη σωτηρία της ψυχής, μα -μεταξύ μας- διεκδικώντας κατά βάθος δικαίωμα στο θαύμα. Γυναίκες ετοιμόγεννες αναμετριούνται με τον χρόνο, κάποιος ανάβει το κερί του πεθαμένου, ενώ οι προσευχές απελπισμένων κι έγκλειστων δεν αναπέμπουν παρά έκκληση στην ελπίδα. Τα πρόσωπα άλλωστε που κυκλοφορούν μες στο βιβλίο αναμφισβήτητα γυρεύουν κάποιον υποτυπώδη φεγγίτη, μια χαραμάδα δυνατότητας, ένα ύστατο ενδεχόμενο ανατροπής και ανάνηψης. Άλλοτε μέσα από την ίδια την αφήγηση των παθημάτων τους, άλλοτε μέσα από τη σκιαγράφηση της φθοράς -έτσι όπως αυτή έχει εγκαταβιώσει μέσα στα κύτταρά τους και απεργάζεται την αποδόμησή τους- άλλοτε μέσα από την ανάμνηση και πιο συχνά μέσα από τον θαυμασμό στη φύση, δεν κάνουν ουσιαστικά τίποτε άλλο από το να δείχνουν τις πληγές τους, να αποκαλύπτουν με περηφάνια τα τραύματά τους. Μπορεί λοιπόν η Ώχρα υπόκοσμη να έχει ως πρόθεσή της την περιγραφή μιας κατάστασης παρακμιακής και στην πρώτη ανάγνωσή της να παραπέμπει σε ό,τι σταλάζει το Φθινόπωρο πάνω σε άψυχα αλλά και έμψυχα, μια σκιαγράφηση δηλαδή της σταδιακής επέλασης της φθοράς στην ανήμπορη φύση μας, ωστόσο πιστεύω ότι εκφεύγοντας των στενών ορίων της υλικότητας υπαινίσσεται μιαν ευρύτερη και πλέον διαδεδομένη κατάσταση παραίτησης, σήψης και αποχαύνωσης. Αυτά αναφορικά βέβαια με το ουσιαστικό «ώχρα», τη φυσική δηλαδή γαιώδη χρωστική ουσία, που κινείται από το βαθύ κίτρινο έως το κοκκινωπό. Στην προϊστορική εποχή κίτρινες και κόκκινες ώχρες χρωμάτιζαν τις αναπαραστάσεις ζώων που διακοσμούσαν τα τοιχώματα και τους θόλους ορισμένων σπηλαίων, οι οποίες μάλιστα μπορεί να προορίζονταν για τελετές μαγείας και εξευμενισμού. Η κόκκινη ώχρα βρήκε κατόπιν μια ιδιότυπη εφαρμογή στις νεκρικές τελετές της ανώτερης παλαιολιθικής εποχής στην Ευρώπη: πριν θάψουν τους νεκρούς, τους άλειφαν με ώχρα και συχνά περιέχυναν γύρω απ’ το σώμα τους άλλη κόκκινη ώχρα, η οποία συμβόλιζε το αίμα και τη ζωική δύναμη. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο το επίθετο που ακολουθεί, ένα επίθετο «ουσιαστικό» κατά τ’ άλλα, το οποίο προαναγγέλλει την ανήλιαγη και περιθωριακή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει ή στην πραγματικότητα μάς έχουν περιέλθει, όπως αυτοσαρκαζόμενοι θα λέγαμε. Το underworld που θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί και ως underground συνιστά τον κόσμο – υπόκοσμο που ζει υπό του κόσμου, κάτω δηλαδή απ’ ό,τι υπό άλλες συνθήκες θα λειτουργούσε ως κόσμημα που αναδεικνύει το στολίδι της ύπαρξης. Αντ’ αυτής της ειδυλλιακής εκδοχής κάτι φαντάσματα περιφέρονται πίσω απ’ το φως, ξεθυμασμένα σώματα – μακέτες του άλλοτε εαυτού τους. Τα επίθετα που έχουν επιστρατευτεί για την εικονογράφηση του υπόκοσμου που μας φιλοξενεί και που περιέχονται στο ομώνυμο ποίημα είναι: θαμπά, σακατεμένος, βραχνός, στερεμένες, άδειο, ζαρωμένα, στέρφα, θλιβερά.

Otto-Dix-Group-Portrait-Günther-Franke

Η θεματογραφία της ποιητικής συλλογής μοιάζει να νοσταλγεί τη θεματογραφία της διηγηματογράφου Άννυς Κουτροκόη δίνοντάς μας ‒εν είδει μπονζάι διηγήματα‒ ποιήματα που κερδίζουν το στοίχημα της πύκνωσης και της λιτότητας, κατορθώνοντας σε στίχους λιγοστούς να αφηγηθούν μιαν ιστορία, με όλες τις απαιτούμενες αφαιρετικές μεθόδους φυσικά να ισχύουν και να λειτουργούν προωθητικά στο ποίημα.

Ο θείος μου ο καλός

Μπορεί φτωχοί να είμασταν
μα οι τοίχοι στο σπιτάκι μας έσκαγαν απ’ τα γέλια
περήφανος μας έλεγε ο θείος μου ο καλός.

Μπορεί ψωμάκι το ψωμί
μα όλο και κάτι θάχαμε για τα ορφανά της Στέλλας
ψιθυριστά μονόλεγε ο θείος μου ο καλός.

Μπορεί αβάσταχτ’ η δουλειά
μα η νύχτα μες στα χάδια ξημέρωνε αργία
χαμογελούσε τρυφερά ο θείος μου ο καλός.

Τι; Σαν και σας;
λαδώνετε τις μηχανές και τρέχετ’ όλη μέρα
διέκοπτε τον ειρμό του ο θείος μου ο καλός.

Βαρύς χειμώνας έφερε λύπη πολλή στο σπίτι.
Σ’ ολόφρεσκο ξημέρωμα
τον είδα κάτω απ’ την μουριά να κλαίει για το μαντάτο,
σε μαραμένο δειλινό
βλέπω λειψό να ορθώνεται το λυγερό κορμί του.
Κοιτάξτε, φώναζε, μωρέ το νέο μου ποδάρι
περήφανα μοστράροντας την έρμη πατερίτσα
σε ξένο σώμα ξένος ο καημός.

Οι νέοι μας πεθάνανε
κι αυτός τους γέρους έπειθε πως είχανε ελπίδα
ο θείος μου ο καλός
μέσα του πάντα που έλαμπε η επομένη μέρα
κι όλοι καταλαβαίναμε πως η αγάπη μες στο φως
βρήκε τον μάστορά της.

Τα πρόσωπα της οικογένειας στην ποίηση της Κουτροκόη κάνουν σταθερά περάσματα από τους στίχους της σηματοδοτώντας μιαν απουσία παρουσία που επιμένει να οριοθετεί τον χρόνο και να καθορίζει το πλαίσιο όπου κινείται το ποιητικό εγώ. Η μαμά, ο μπαμπάς, η γιαγιά, ο ξάδελφος, η αδελφή του, αλλιώς η Μαρία, ο Βασίλης, ο Σταύρος κι η Αναστασία θαρρείς και είναι τα πρόσωπα που επιλέγει να ανεβάσει πρώτα στην κιβωτό του ποιήματος, προκειμένου να τα σώσει.

Της λύπης το μαλακό κρεβάτι

Η μαμά ξανάγινε παιδί
με τα βάσανα παίζει και κλαίει
εμένα μη με πιάνεις στα χέρια σου
θα καείς της φωνάζει ο μπαμπάς
η γιαγιά από τότε που πέθανε
μάτι δεν έκλεισε ξανά
ράβε ξήλωνε το αφράτο σύννεφο
ο εξάδελφός μου πέφτει ασταμάτητα
μες στην καρδιά μου χτυπά
η αδελφή του κεντά το απίστευτο
δυο τρεις συγγενείς λάμνουν στο άπειρο
έι! όπ! έι! όπ! έι! όπ!
τι φωνή δυνατή η φωνή των πεθαμένων
δε σταματά εδώ η τρυφηλή ζωή
μεθούν με λαμπηδόνες για να μας ξεχάσουν
τα δάκρυα, μητέρα, δεν τ’ αντέχουν
εμείς κι αυτοί στο ίδιο γέρνουμε
της λύπης το μαλακό κρεβάτι.

Κι όταν έρχεται η σειρά του πατέρα που «σαν ιερό σκαρί τραβάει για τον παράδεισο», θίγεται το προσφιλές θέμα της ποίησης που δεν είναι άλλο από το κενό, αλλιώς το άδειο, το τίποτα. Το ακατοίκητο που την έννοια αυτή συνοδεύει, η ερημία τού μετά που κάποτε θέτει σε αμφισβήτηση και αυτό το ίδιο το πριν, επανέρχεται εξουθενωτικά ως συνθήκη απαράβατη και ανεξιχνίαστη σε όλο το ποιητικό στερέωμα. «Είδα τον Ποιητή ολομόναχο/ και γύρω του να λάμπει το κενό» θα πει ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Αλέξης Τραϊανός στις «Μικρές μέρες, 1973» επαναλαμβάνει τέσσερις φορές τη φράση «Και μένει το κενό», ενώ διαβάζοντας το ποίημα της Κουτροκόη (Σαν ιερό σκαρί) όπου και γίνεται αναφορά στο θάνατο του πατέρα ο στίχος της «πώς λάμπει όμως το τίποτα που απόμεινε απ’ αυτόν…» μου έφερε στον νου τον στίχο του Ορέστη Αλεξάκη (από Το Άλμπουμ των αποκομμάτων, 2009): «Όθε η Σιωπή σαν μουσική αναβλύζει / και σαν διαμάντι λάμπει/ το Μηδέν»
Αυτό ακριβώς το κενό και την αδηφάγα τάση του να απορροφά πρόσωπα μαζί με σημασίες έρχεται να αντιμετωπίσει η ποιήτρια, την ώρα που φθέγγεται τον λόγο τον παρακλητικό. Preghiera είναι η προσευχή και με αυτήν ως τίτλο του ποιήματος επιχειρεί να δώσει εντολή να αλλάξει μοίρα ο κόσμος.

1921-TheMatchSeller

Ποιητική αδεία ή μάλλον ποιητική αφελεία τα πάντα συγχωρούνται, όπως το να διατάζει το ποιητικό υποκείμενο τον ήλιο, τα δέντρα, τον αέρα, τα φυτά και τα θηρία μέσα απ’ τη δέησή του να πράξουν όλα αυτά για τα οποία ετάχθησαν, μια προσευχή να επικρατήσει η τάξη του ορθού, ή όπως αλλιώς θα λέγαμε να ακουστεί για μια φορά κι εδώ στη γη ό,τι ακούστηκε παλιά στους ουρανούς: το «Στώμεν καλώς». Μίλησα προηγουμένως για ποιητική αφέλεια με έξι στίχους προστακτικούς να ’ρθεί στα ίσα του ο κόσμος. Μόνο που στο παρά πέντε θαρρείς και συνέρχεται απ’ τη φόρα του και ταπεινά γυρνά στα συγκαλά του. Με έναν αποφθεγματικό στίχο μάς συμβουλεύει να είναι ταπεινή η προσευχή, και η ψυχή έτοιμη να κάνει τη θυσία. Υποθέτω βέβαια ότι η μόνη θυσία είναι να παραμεριστεί το «εγώ», που ξέρει μόνο να απαιτεί, και να υποταχθεί η έπαρση τού «θέλω» στο «Γενηθήτω το θέλημά Σου».
Γι’ αυτό και καταλήγει:

«πού πας κοριτσάκι με τέτοιο καιρό / θυσία είν’ η προσευχή / να σκύψεις το κεφάλι στ’ απρόοπτο / που σ’ έβαλε σημάδι, μη φοβηθείς / η αόριστή σου ύπαρξη θα το καταποντίσει.»

Σκηνές του καθ’ ημέραν βίου διαδέχονται συμβάντα βίας, μέθης και έρωτα, ενός έρωτα που χαράζει την απόγνωση στα πρόσωπα των συμβιβασμένων και όσων απ’ τις διεκδικήσεις τους παραιτήθηκαν. Και παραιτήθηκαν, γιατί απλώς εκεί που δεν το περιμένανε, ένα πρωί γεράσανε. Μπερδεύεται γλυκά λοιπόν μέσα στα θέματά της ο έρωτας και εμφανίζεται συχνά φορώντας προσωπεία: πότε στη δύση του, στην παρακμή του δηλαδή, τον βλέπουμε σαν ταύρο παραδομένο και ήσυχο, γονατιστό στα πόδια του πρώην αντιπάλου του, πότε όμοιο με ωραίο νεαρό, εύθικτο και με πέτρινη καρδιά, αφού για μία λέξη όπως λέει απρεπή είναι ικανός να τους γυρίσει την πλάτη κι άλλοτε σαν ηδονιστής αμετανόητος να ξανανιώνει χήρες κηλιδωμένες και όμορφες, αποδεικνύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στο ποίημα (La farfala nera) ότι «δεν είναι πάντ’ αβάσταχτο το πένθος». Ενώ στο ποίημα (Amore) και πάλι ο έρωτας παραπέμποντάς μας στους μικρούς ερωτιδείς στοχεύει με το βέλος του και γράμματα μαθαίνει στους ανθρώπους, οι οποίοι προδομένοι μερικές σελίδες παρακάτω εκλιπαρούν ένα φιλί, κι ας είναι έστω αυτό της προδοσίας. Άλλοι στο μεθύσι τους επάνω τρεκλίζοντας γυρεύουν να κλέψουν το φιλί, ενώ μια άλλη μεταμφίεση του έρωτα τον θέλει να μετρά με ματωμένα δάχτυλα τους κάκτους των φιλιών στο στόμα. Η φύση επίσης μοιάζει να είναι οικεία συνισταμένη στην ποίηση της Άννυς που ορίζει με τη διακριτική και άλλοτε κυριαρχική της θέση τη σχέση του ατόμου με την Αθωότητα, τότε που η παρθενική όραση του κόσμου επέτρεπε ανοίγματα στη μέσα ελπίδα να ανασάνει Φως.

«Τότε κοιμόμασταν τον ύπνο των πουλιών,/ τώρα εσύ τρυγάς τον αστερώνα / βαρειές ουγγιές να πέσει ο χρυσός πάνω στα βλέφαρά σου…»

Αρκείται λοιπόν να θαυμάζει σπαράγματα ομορφιάς σε γη και θάλασσα, αποδεχόμενη την αναγκαστική μεταβολή, πως δηλαδή η αγρύπνια τού άλλοτε έγινε τώρα αϋπνία. Κι αυτό γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση η ζωή, καθώς η ύπαρξη είναι ένα δάνειο που πάντοτε θα το εξοφλούμε με αίμα. Γράφει:

«Κι αν είμαστε οι κάθετες πληγές πάνω στο σώμα της ζωής / οι άρρηκτοι πυρήνες στο κομποσκοίνι της οδύνης / οι σχάσεις οι ηδονικές στο μελωμένο τον καρπό / […] Κι αν είμαστε του Άδη τα επίλεκτα παιδιά / τα τυχερά του παραδείσου όντα / Με γράμματα ψιλά γράφεται τ’ όνομά μας στης ύπαρξης το ιερό βιβλίο».

Ωστόσο, το βιβλίο δεν κλείνει με απόγνωση. Και εξηγούμαι. Μπορεί ο Μιχάλης Κατσαρός να προέβλεπε όλα αυτά που ήρθανε και να προειδοποιούσε «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον μας θα έχει ξηρασία», μπορεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης να αναρωτιόταν: «Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες», η Άννυ Κουτροκόη ωστόσο προτείνει να αναλάβει τη λύση του προβλήματος ο πιο θλιμμένος άνθρωπος του κόσμου.

«Όταν το σώμα ολόκληρο με οφθαλμούς ενέδυσε / ποτάμι παραπόταμος πηγούλα και ρυάκι / με δάκρυ ατελεύτητο / ο πιο θλιμμένος άνθρωπος πότισ’ αυτόν τον κόσμο.»

Ας ευχηθούμε όλοι μαζί να λειτουργήσει το σύστημα κι όλα τα δάκρυα των λυπημένων που τόσα χρόνια χύνονται να αναλάβουν την υδροδότηση του αφυδατωμένου κόσμου μας.


[Οι πίνακες είναι του Otto Dix.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη