Τρεις μέρες πριν, την 9η Αυγούστου, συμπληρώθηκαν 63 χρόνια από τη θανή του Ερμάννου Έσσε (Hermann Hesse, 1877-1962). Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν υποφέρει όσο ο Έσσε από τις οδυνηρές μεταθανάτιες τύχες τους. Συχνά το έργο του συμψηφίζεται με την αποδοχή που βρήκε στα διάφορα κινήματα πολιτιστικής ανανέωσης κατά τον πρώιμο 20ό αι., τόσο στους ανώριμους «χίππηδες» όσο και στο μεγαλειώδες και παρεξηγημένο κίνημα της Γερμανικής νεολαίας «Αποδημητικά πτηνά» (Wandervogel). Το έργο του Έσσε αντιστέκεται σε όλους αυτούς τους ετεροπροσδιορισμούς, οι οποίοι συχνά δεν λαμβάνουν υπόψη την πρώιμη περίοδο πριν τον Ντέμιαν (1919) αλλά ούτε το τελευταίο του μυθιστόρημα Το παιχνίδι με τις χάντρες (1943).
Το ήπιο και καταδεκτικό ύφος ελάχιστα κρύβει την αδιάκοπη αντιπαράθεση με την νεωτερικότητα. Το επίτευγμα του Έσσε είναι ότι δεν επιτρέπει στον εαυτό του να καταληφθεί από μια απλοϊκή νοσταλγία για το παρελθόν, συνδέοντας την κριτική του στη νεωτερικότητα με την εμπειρία στο θεμελιωδέστερο επίπεδο («Ξέρουν ακριβώς πόσα γραμμάρια μπαρούτι χρειάζονται για να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, αλλά δεν ξέρουν πώς να προσευχηθούν, ούτε καν πώς να διασκεδάσουν για μισή ώρα.» Ερμαν Έσσε, Ντέμιαν, μτφρ. Μένης Κουμανταρέας, Ηριδανός, Αθήνα, χ.χ., σσ. 143). Την ίδια ακριβώς αποσύνθεση του κατ’ εμπειρίαν βίου αλλά και της πνευματικής ζωής έχει κατά νου στο Παιχνίδι με τις χάντρες όταν αναφέρεται στην εποχή της Επιφυλλίδας την οποία διανύουμε ακόμη και σήμερα: «Ένας καταιωνισμός βιαστικά γραμμένων άρθρων κατακάλυπτε κάθε εφήμερο συμβάν κι όλο αυτό το υλικό από άποψη ποιότητας, ποικιλίας και φρασεολογίας έφερε τα σημάδια του αγαθού μαζικής κατανάλωσης που παράγεται ανεύθυνα και γρήγορα. […] Οι άνθρωποι αυτοί που διάβαζαν τόσα πολλά άρθρα και παρακολουθούσαν τόσες πολλές διαλέξεις, δεν αφιέρωναν χρόνο κι ούτε έκαναν τον κόπο να θωρακίσουν τον εαυτό τους ενάντια στο φόβο, να καταπολεμήσουν τον τρόμο του θανάτου μέσα στον ίδιο τον εαυτό τους. Διάβαιναν σπασμωδικά μεσ’ από τη ζωή και δεν πίστευαν στο αύριο» (Έρμαν Έσσε, Το παιχνίδι με τις χάντρες, μτφρ. Φώντας Κονδύλης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα χ.χ., σελ. 23). Η δήθεν κουλτούρα, κάθε άλλο παρά μια αληθινή κουλτούρα αφού δεν ριζώνει στον τόπο και τον χρόνο του τόπου, δεν είναι παρά μια οντολογική λήθη, μια πρόφαση αποχής από τον εαυτό και την ανάπτυξή του. Παρά το υφολογικό και θεματικό χάσμα που χωρίζει τον Έσσε από τον Τόμας Μαν, το έργο τους αναλαμβάνει την αποστολή μιας βαθύτερης κατανόησης του ευρωπαϊκού μηδενισμού και μάλιστα του νεο-ανθρωπισμού του 19ου αι. ως μηδενισμού.
Στον μονόλογό του, ο Max Demian, δευτεραγωνιστής ή ίσως πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Ντέμιαν (1919) στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου λέγει τα ακόλουθα:
Η κοινότητα[…] είναι κάτι ωραίο. Αλλά αυτές οι κοινότητες που βλέπουμε να φυτρώνουν παντού γύρω μας δεν είναι αληθινές κοινότητες. Μία καινούργια κοινότητα θα γεννηθεί μόνο όταν συγκεντρωθούν ορισμένα άτομα και φτιάξουν τον κόσμο απαρχής. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε κοινότητα δεν είναι παρά μία αγέλη. Οι άνθρωποι καταφεύγουν ο ένας κοντά στον άλλον γιατί φοβούνται μόνοι τους. Καθένας σκέπτεται το άτομο του, τ’ αφεντικά, οι εργάτες, οι επιστήμονες, όλοι το ίδιο. Και γιατί φοβούνται; γιατί δεν έχουν καταλάβει την εσωτερική ενότητα που τους δένει, Γιατί δεν έφθασαν ακόμη στο σημείο να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Στρυμώχνονται ο ένας με τον άλλον γιατί τρομάζουν με το άγνωστο που υπάρχει μέσα τους. Καταλαβαίνω ότι οι ευχές που σου έχουν παλιώσει ότι ζουν σύμφωνα με παλαιωμένες νομοθεσίες… Αλλά το πνεύμα και τα έργα μας θα μείνουν. Γύρω απ’ ό,τι επιζήσει από τον σημερινό κόσμο ή γύρω από όσους γλιτώσουν θα συγκεντρωθεί η θέληση ανθρωπότητας…
[Ερμαν Έσσε, Ντέμιαν, ό.π., σσ. 142-3.]
Η σύγχρονη παιδαγωγική και η ψυχολογία σε κάθε έκφανσή τους αρνούνται την αξία της μοναχικότητας, την οποία θεωρούν μονοσήμαντα ως μοναξιά [1]. Η αγέρωχη εφηβική μοναχικότητα παθολογικοποιήθηκε ως εφηβική μοναξιά. Όλες αυτές οι εξελίξεις στην κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής βρίσκονται στον αντίποδα του Ρομαντικού –με την ιστορική σημασία του όρου– ανθρωπότυπου ο οποίος αποτελεί το κριτήριο και την αληθινή κινητήριο δύναμη του έργου του Έσσε. Καταιγιζόμαστε από πανηγυρικούς φαλκίδευσης και επικλήσεις στην δίχως ουσιαστικά κριτήρια κοινωνικότητα και την αυταπόδεικτη αξία της.
Η όποια ουσιαστική παρέμβαση στον κόσμο δεν θα μπορούσε παρά να προέρχεται από μια απόπειρα κοινωνικής βελτίωσης (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) αλλά από εκείνους τους ανθρώπους που «υποφέρουν πολύ αλλά υποφέρουν με τη θέλησή τους. Είναι διατεθειμένοι να αρρωστήσουν φτάνει να εξασφαλίσουν το προνόμιο να γνωρίσουν τον δικό τους θάνατο» (Έρμαν Έσσε, Ο τελευταίος Ευρωπαίος, μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, Κάκτος, Αθήνα 1983, σελ. 117). Και κάπου εδώ ολοκληρώνεται μια τριανδρία στοχαστών καθώς με την ανάκρουση του οιονεί μουσικού θέματος του θανάτου αναφαίνονται οι εκλεκτικές συγγένειες, ενδεχομένως ανεπίγνωστες, με την χαϊντεγγεριανή σκέψη.
Υστερόγραφο: Μου φαίνεται ότι ο Ερμάννος Έσσε δεν χαίρει αποδοχής μεταξύ των πανεπιστημιακών φιλολόγων του Αγγλοσαξωνικού κόσμου, αλλά και σε κύκλους της ίδιας του της πατρίδας, για τρεις λόγους. Πρώτον διότι τα γραπτά του δεν προσφέρονται –ή, μάλλον, δεν μοιάζουν να προσφέρονται– για αποδομιστικές και μεταδομιστικές αναλύσεις. Δεύτερον, επειδή ο ενοειδής και –με αυτή την έννοια– απλούς λυρισμός του είναι αντι-νεωτερικός ακόμη και όταν πραγματεύεται τη νεωτερικότητα ή μοιάζει να αφομοιώνει στοιχεία της. Ο Έσσε αρνείται να ενσωματώσει την αφηγηματολογική ρητορική του 20ού αι. ακόμη και όταν στην ύστερη περίοδό του μοιάζει να πειραματίζεται με αυτήν. Ασύγκριτα σημαντικότερος είναι στο έργο του ο ετασμός των ετασμών του προσώπου. Τρίτον, διότι ο Έσσε στην ώριμη περίοδό του, δηλαδή μετά το Ροσχάλντε, δεν έχει τις ρίζες του στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα του 19ου αι. που αυτο-αναφλέγεται με τον μοντερνισμό αλλά μάλλον στον γερμανικό ρομαντισμό, τον όψιμο μεσαιωνικό μυστικισμό και σε ορισμένα στοιχεία του γερμανικού πιετισμού.
Σημείωση
1. Για τον πανικό περί μοναξιάς, εντελώς ενδεικτικά βλ. εδώ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]