frear

Γεια σου Καρναβά – του Γιώργου Παπαθανασόπουλου

«Για σένανε δροσούλα μου με βάλανε στο κάστρο». Έπαιρνε το τραγούδι στα χαμηλά και λίγο παράφωνα ο Αντώνης και μέσα στη σούρα του έκανε μια μικρή παύση και με σιγανή φωνή έλεγε: «γεια σου Τάκη Καρναβά», ότι τάχα δεν ήταν αυτός ο ίδιος που τραγούδαγε, αλλά ο φημισμένος τότε στα πανηγύρια της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Τάκης Καρναβάς. Και μετά, κακήν κακώς, συνέχιζε για να τελειώσει το τραγούδι.

Από το πρωί ως το βράδυ ολομόναχος, κοντά στα πρόβατα, με μόνη συντροφιά τη γκλίτσα του έξω στην ύπαιθρο, στον ήλιο, στη βροχή, στον αέρα, στο κρύο, στη ζέστη. Όταν έρχονταν το βράδυ κι έκλεινε το κοπάδι στο μαντρί, έπαιρνε σβάρνα τα λιγοστά μαγαζιά του χωριού κι έπινε το ένα πιοτό μετά τ’ άλλο, τα πιο πολλά κεράσματα, γιατί ήταν και πολύ αγαπητός σε όλους. Πόσα ήπιες Αντώνη απόψε, τον ρώταγαν κάποιοι έτσι γιατί δεν είχαν τι άλλο να τον ρωτήσουν. «Ένα», απαντούσε εκείνος πάντα κι ας είχε πιεί εκατόν ένα.

Με το τραγούδι δεν τα πήγαινε και τόσο καλά, αλλά στο χορό ήταν άφταστος. Όταν στο πανηγύρι χόρευε ο Αντώνης το τσάμικο, όλοι κάθονταν και θαύμαζαν την τέχνη του. Τον ήξεραν και οι οργανοπαίχτες κι έπαιζαν στα πατήματά του. Πηγαίοι, παραδοσιακοί χορευτές σαν κι αυτόν δεν υπάρχουν πια.

Όλο τον καιρό, κοντά στο κοπάδι, δεν τον ένοιαζε τι θα ντύνονταν, αλλά είχε φυλαγμένα στη ντουλάπα τα ρούχα τα καλά, που μόνο στο χορό τα φορούσε. Το σακάκι το επίσημο, το πουκάμισο το καλό, το παντελόνι με την τσάκιση και το παπούτσι το μαύρο, το σκαρπίνι, το καλοραμμένο. «Για να χορέψεις τσάμικο πρέπει να ντυθείς κατάλληλα», συμβούλευε ο Αντώνης, «το τσάμικο δεν το χορεύεις με τα κοντοβράκια και τις ελβιέλες».

Πέρασαν όμως τα χρόνια, αρρώστησαν τα πνευμόνια του. Για να πάρει ανάσες έβαζε στη μύτη δύο σωληνάκια σαν ηλεκτρόδια, συνδεδεμένα μ’ ένα μηχάνημα που γουργούριζε ακουμπισμένο δίπλα στο κρεβάτι.

Έτσι τον βρήκε ο φίλος του ο Γιώργης που παλιά τα πίνανε μαζί, όταν πήγε να τον δει ένα μεσημέρι. Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο Γιώργης, ο Αντώνης σηκώθηκε κι έκατσε στο κρεβάτι. «Πιάσε μέσα στο ντουλάπι το μπουκάλι με το ούζο και δύο ποτήρια», του είπε και πέταξε τα σωληνάκια από τη μύτη του. «Κάνει;», τον ρωτά ο Γιώργης, «κάνει δεν κάνει, θα πιούμε ένα», του λέει αυτός.

Βάλανε από ένα κι όπως ήπιε μετά από καιρό, ένιωσε να ζαλίζεται, ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. «Πες το λιγάκι, γιατί εγώ δεν μπορώ», λέει του φίλου του. «Για σένανε δροσούλα μου με βάλανε στο κάστρο, για δυο λογάκια που ‘παμε και τα ‘πες τ’ αδερφού σου», τραγούδησε σιγά σιγά ο Γιώργος. Μέσα από το λήθαργο ακούστηκε η σιγανή φωνή του Αντώνη: «Γειά σου Καρναβά, Τάκη».

Τα πνευμόνια του δεν άντεξαν για πολύ ακόμα, στην κηδεία τού φόρεσαν τα ρούχα τού χορού τα καλά, το σακάκι το μαύρο, το πουκάμισο το άσπρο, το σιδερωμένο στην κόλλα, το παντελόνι με την τσάκιση και τα παπούτσια τα σκαρπίνια τα μαύρα τα δετά.

Γιατί, κατά τον Αντώνη, ο θάνατος και το τσάμικο έχουν έναν άτυπο μεν, αλλά παρόμοιο ενδυματολογικό κώδικα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Yamamoto Μasao. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη