frear

Νεοκυπριακός εθνικισμός και κυπριακή διάλεκτος – του Παναγιώτη Νικολαΐδη

Ένα σημαντικό ζήτημα που τέθηκε πρόσφατα στα ΜΜΕ, αλλά και γενικότερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποτελεί η ιδεολογική εργαλειοποίηση της κυπριακής διαλέκτου από μια μικρή, αλλά όχι αμελητέα, ομάδα νεοκυπρίων, οι οποίοι επιχειρούν συστηματικά εδώ και χρόνια να επιβάλουν μιαν ανύπαρκτη κυπριακή εθνική ταυτότητα. Πρόκειται για μια κατά βάση σοβινιστική ιδεολογία η οποία στοχεύει στην αντικατάσταση της ελληνικής εθνικής συνείδησης των Ελλήνων της Κύπρου με μια πλαστή κυπριακή συνείδηση που θα δεσπόζει σε ένα νέο υβριδικό έθνος Κυπρίων. Λες και η πραγματική συναδέλφωση και η ειρηνική συμβίωση ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους μπορεί να επιτευχθεί με την αλλοίωση ή τη διαγραφή του εθνικού τους χαρακτήρα ή με την εγκαθίδρυση μιας επίπλαστης και επινοημένης κυπριακής ταυτότητας! Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι η νέα αυτή εθνική ταυτότητα, που συστοιχεί άμεσα με ένα ανύπαρκτο κυπριακό έθνος, υπερτονίζει ως κυρίαρχο στοιχείο τη γεωγραφική, πολιτισμική και γλωσσική κυπριακή ιδιαιτερότητα, με απώτερο και συστηματικό στόχο την αποκοπή της Κύπρου από τον ευρύτερο νεοελληνικό χώρο και πολιτισμό.

Για να αποκρύψει, ωστόσο, το αντιδραστικό και ανθελληνικό του πρόσωπο, ο νεοκυπριακός εθνικισμός καμουφλάρεται ως ‘προοδευτική’ και ‘ρεαλιστική’ θεωρία που αντιμάχεται τον συντηρητισμό, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Το πλέον οξύμωρο, βέβαια, είναι πως, ενώ οι περισσότεροι νεοκύπριοι υψώνουν τη μια γροθιά στον αέρα βροντοφωνάζοντας για ένα αυτόφωτο κυπριακό έθνος και για μια ξεχωριστή γλώσσα (κυπριακή διάλεκτος) και εθνική ταυτότητα, με το άλλο χέρι εκδίδουν τα βιβλία τους στην κοινή ελληνική (μάλιστα, σε γνωστούς ελληνικούς εκδοτικούς οίκους) ή παρουσιάζουν εικαστικά και άλλα έργα στην Ελλάδα, αναζητώντας εναγωνίως αναγνώριση και βραβεία από εκεί που δεν αισθάνονται ότι ανήκουν.

Η νεοκυπριακή ιδεολογία, ωστόσο, δεν εμφανίστηκε σήμερα. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες, για να αντιμετωπίσουν το σταθερό αίτημα των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση-ένωση, εφάρμοσαν πολύ νωρίς ένα πρόγραμμα εξαγγλισμού της εκπαίδευσης και εθνικής αλλοίωσης των Ελλήνων του νησιού. Έτσι, ενώ κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας τόσο οι Οθωμανοί όσο και οι ξένοι δεν διέκριναν τους Έλληνες Κύπριους από τον υπόλοιπο ελληνισμό, οι Άγγλοι επιχείρησαν να κατασκευάσουν μιαν ξεχωριστή από την Ελλάδα κυπριακή εθνική συνείδηση. Κι αυτό το επιχείρησαν συστηματικά, αφενός υποστηρίζοντας και διαδίδοντας ότι οι Κύπριοι δεν ήταν Έλληνες (ήταν ασσυριακής ή φοινικικής καταγωγής), και αφετέρου υπερτονίζοντας εμφατικά τα τοπικά διαφοροποιητικά στοιχεία των Ελληνοκυπρίων [1].

Από την πρώιμη αποικιοκρατία, λοιπόν, ο κυπριωτισμός αποτέλεσε τον δούρειο ίππο με τον οποίο οι Βρετανοί αποικιοκράτες επιχείρησαν να διαβρώσουν την εθνική ταυτότητα και την αγωνιστική αντίσταση των Ελλήνων της Κύπρου, αλλά και να διασπάσουν εσωτερικά το νησί, επιχειρώντας να εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Πρώτιστος στόχος τους, επομένως, ήταν ο αφελληνισμός του νησιού, κυρίως μέσα από την καλλιέργεια μιας ξεχωριστής κυπριακής ταυτότητας, η οποία θα λειτουργούσε ως αντίποδας στην ελληνική συνείδηση των Κυπρίων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η σουηδική αρχαιολογική αποστολή, η οποία έδρασε στην Κύπρο από το 1927 μέχρι το 1931 και οι εργασίες της οποίας εξαρτώνταν άμεσα από το αποικιοκρατικό καθεστώς, κατασκεύασε υπό τις ευλογίες των Βρετανών (αποκρύπτοντας, βεβαίως, αρχαιολογικά και άλλα ιστορικά τεκμήρια) τη μορφή του περιβόητου Ετεοκυπρίου, του ποθητού, δηλαδή, προγόνου των Κυπρίων, ο οποίος ‘αποδείκνυε’ τη φυλετική τους διαφορά από τους Έλληνες [2].

Εν συνεχεία, μετά την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931 και τη συνεπακόλουθη σκλήρυνση της βρετανικής αποικιακής διοίκησης, οι αποικιακές αρχές επιχείρησαν να αποσπάσουν τον έλεγχο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από τους Έλληνες Κύπριους, σε μια πιο έντονη προσπάθεια αφελληνισμού του νησιού [3]. Πιο συγκεκριμένα, απαγορεύτηκε με διατάγματα «η ανάρτηση και εμφάνιση της ελληνικής σημαίας, η χρήση των ελληνικών εθνικών συμβόλων και του Εθνικού Ύμνου […] η ανάρτηση εικόνων των εθνικών ηρώων σε σχολεία και σωματεία και περιορίστηκε σε αυστηρά ανώδυνα πλαίσια η διδασκαλία της Ιστορίας […]» [4].

Η ανθελληνική πολιτική των Βρετανών εντάθηκε ακόμη περισσότερο, όπως εξάλλου ήταν φυσικό, τη δεκαετία του 1950, και ιδιαίτερα μετά το ενωτικό δημοψήφισμα, στο οποίο το σύνολο σχεδόν του κυπριακού ελληνισμού με ποσοστό 95,7% ψήφισε υπέρ της Ένωσης [5]. Η σημαντική κυπριακή συλλογή του Γ. Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄ κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1955 [6], λίγους μήνες, δηλαδή, μετά την έναρξη του ενωτικού, απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959. Ωστόσο, προηγείται χρονικά του καθ’ αυτού ιστορικού βιώματος του ένοπλου αγώνα, καθώς η συγγραφή της εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο των ανεπιτυχών πολιτικών και διπλωματικών προσπαθειών των Ελληνοκυπρίων για αποτίναξη του αγγλικού αποικιοκρατικού ζυγού και επίτευξη της ένωσης-αυτοδιάθεσης. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως το εμβληματικότερο, ίσως, ποίημα της συλλογής «Σαλαμίνα της Κύπρος» (με χρονική ένδειξη «Νοέμβρης ’53») δημοσιεύεται στο περιοδικό Νέα Εστία τον Σεπτέμβριο του 1954, προεξαγγέλλοντας ποιητικά την κυπριακή επανάσταση [7].

Ο Γ. Σεφέρης είχε, εξάλλου, επισκεφθεί το νησί τρεις φορές (1953, 1954, 1955), γι’ αυτό αντιλήφθηκε πολύ σύντομα τη συστηματική προσπάθεια αφελληνισμού των Ελληνοκυπρίων από τους Βρετανούς, αλλά και τη σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων της Κύπρου. Η «κυπριακή εμπειρία» του Σεφέρη [8], επομένως, αποτυπώνει προφητικά έναν πολύ ουσιαστικό και πολύσημο πολιτικό-ποιητικό λόγο, που μέσα του περικλείεται αφενός το δίκαιο του ένοπλου αγώνα των Ελληνοκυπρίων για αυτοδιάθεση-ένωση και αφετέρου το διαχρονικό, πανανθρώπινο μήνυμα της παγκόσμιας δικαιοσύνης, δημοκρατίας και ελευθερίας, το οποίο υπερβαίνει την πρόσκαιρη εξουσία των κραταιών. Αξιοποιώντας, επομένως, τις προσωπικές του εμπειρίες, στη συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄, ο Γιώργος Σεφέρης ως ποιητής και διπλωμάτης προοικονομεί τον ένοπλο αγώνα του 1955-1959 [«Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ/ δε χρειάζεται μακρύ καιρό/ για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι»] [9], αλλά και παράλληλα συνοψίζει την εμπειρία του δόλου και της άπατης των αποικιοκρατών Βρετανών, της ύβρης των «φίλων του άλλου πολέμου» που επιχειρούν συστηματικά τον αφελληνισμό του νησιού και τον εθνικό στραγγαλισμό 400 χιλιάδων ψυχών «από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου» [10].

Ξεκάθαρη απάντηση στην ιμπεριαλιστική αγγλική προπαγάνδα και στο αποικιοκρατικό ιδεολόγημα των «σπαρτών» Κυπρίων προσφέρει, επίσης, το εξαιρετικό άρθρο του Κυριάκου Χατζηιωάννου «Η ελληνικότης της Κύπρου βάσει γλωσσικών κριτηρίων», το οποίο δημοσιεύθηκε στο τελευταίο, πανηγυρικό τεύχος των Κυπριακών Γραμμάτων (πριν ανασταλεί οριστικά η έκδοση του περιοδικού λόγω και των διώξεων που υπέστη από τους αποικιοκρατικές δυνάμεις ο διευθυντής του, Νίκος Κρανιδιώτης), τεύχος-αφιέρωμα στην ελληνικότητα της Κύπρου [11]. Στο συγκεκριμένο άρθρο, ο σπουδαίος αυτός Κύπριος μελετητής και λόγιος αντικρούει επιστημονικά το βασικό επιχείρημα της βρετανικής προπαγάνδας που αφορά στη φυλετική καταγωγή των Κυπρίων από τους Φοίνικες, φωτίζοντας παράλληλα την καταγωγική συγγένεια της κυπριακής διαλέκτου με την ελληνική γλώσσα. Με άλλα λόγια, η κυπριακή διάλεκτος αποτελεί επιστημονικά το πιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο συγγένειας της Κύπρου με τον ελληνισμό ή καλύτερα της ίδιας της ελληνικής της ταυτότητας [12].

Μετά το προδοτικό πραξικόπημα, την τουρκική εισβολή και την κατοχή του μισού νησιού, τα πράγματα αλλάζουν. Εκμεταλλευόμενοι τα έντονα συναισθήματα αγανάκτησης, φόβου και ανασφάλειας που προκάλεσαν η προδοσία της ανθελληνικής Χούντας, η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, μέλη της αστικής τάξης του νησιού, αλλά, παραδόξως, και μέλη της οργανωμένης Αριστεράς, παρασυρόμενα ή υποκινούμενα (ενίοτε και χρηματοδοτούμενα) από ξένα, κυρίως αμερικάνικα και αγγλικά κέντρα εξουσίας, προωθούν συστηματικά τη νεοκυπριακή ιδεολογία [13]. Επιχειρώντας, λοιπόν, να ξεριζώσουν την εθνική ταυτότητα των Ελληνοκυπρίων και να δημιουργήσουν ένα ανύπαρκτο έθνος, οι θιασώτες του κυπριακού εθνικισμού υποστηρίζουν ότι η θεωρία τους αποτελεί τη μόνη ‘ρεαλιστική’ οδό σωτηρίας, η οποία και λειτουργεί ως ιδεολογικό αντιστάθμισμα, αφενός απέναντι στη συντηρητική εθνικιστική συνείδηση που προκάλεσε τόσο κακό στο νησί (πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου) και, αφετέρου στην ακραία εθνικιστική παράταξη που τα τελευταία χρόνια αυξάνει επικίνδυνα τα ποσοστά της στη Βουλή. Πώς είναι δυνατόν, ωστόσο, η ‘ρεαλιστική’ και ‘προοδευτική’ οδός που προτείνουν, αντί να στηρίζεται στις αξίες της ισότιμης αποδοχής της διαφορετικότητας και του αλληλοσεβασμού της εθνικής, θρησκευτικής και γλωσσικής ιδιαιτερότητας (του σεβασμού, με άλλα λόγια, των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων), να προϋποθέτει στην πραγματικότητα τη σοβινιστική απαλλοτρίωση της εθνικής ταυτότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων;

Όπως αναφέρουν οι Λάκης Πίγγουρας, Βάσος Φτωχόπουλος και Σάββας Παύλου, «η αδιάλειπτη προσπάθεια υπονόμευσης της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας του κυπριακού λαού στηρίζεται στην παραχάραξη και τη διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας και στην προβολή μιας ανύπαρκτης εθνικής Κυπριακής συνείδησης που θα λειτουργήσει σωτήρια έναντι της ‘σωβινιστικής’ ελληνικής ταυτότητας που μας κατέστρεψε. Η σημερινή κατάσταση της κατοχής παρουσιάζεται αποκλειστικά ως αποτέλεσμα του ‘σωβινισμού’ και του ‘εθνικισμού’ των Ελλήνων της Κύπρου και όχι βέβαια ως αποτέλεσμα του μακροχρόνιου ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού της Τουρκίας. Επομένως, έχουμε φτάσει στο σημείο να εξισώνουμε το θύμα με τον θύτη εστιάζοντας στον ‘σωβινισμό και των δύο πλευρών’ (κάτι που δεν ισχύει απολύτως)» [14].

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι εμφανές ότι η εργαλειοποίηση της κυπριακής διαλέκτου, αποτελεί βασική πτυχή του νεοκυπριακού εθνικισμού, η οποία στοχεύει στην προβολή μιας ξεχωριστής κυπριακής εθνικής ταυτότητας που θα ‘λάμψει’ στο πλαίσιο μιας ξεχωριστής κρατικής οντότητας και λογοτεχνίας-γλώσσας, αποκομμένης και αποξενωμένης πολιτισμικά από το μητροπολιτικό κέντρο. Μέσα σ’ αυτό το παραμορφωτικό πλαίσιο, έχει εκδοθεί και Το κοινό λεξικό της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής διαλέκτου [15]. Για την εν λόγω έκδοση και για τη στήριξη που έλαβε από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου ας ακούσουμε τον Κωνσταντίνο Γιαγκουλλή, το έργο του οποίου αποτελεί πολύτιμη συμβολή στη λεξικογραφία της κυπριακής διαλέκτου, στο έργο των ποιητάρηδων και των λαϊκών ποιητών (μεσαιωνική και μοντέρνα ποίηση) και στον λαϊκό πολιτισμό της Κύπρου:

«Δεν ερωτώ, λοιπόν, γιατί έχει επιλεγεί ΕΠΟΙΚΟΣ για το σκοπό αυτό [ένας εκ των συγγραφέων είναι Τούρκος έποικος σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή]. Αυτό που ερωτώ εδώ και πολύ καιρό, από το 2018, ίσως, είναι να μας εξηγήσετε απλώς σε τι αποσκοπούσε η πανηγυρική παρουσίαση του βιβλίου αυτού στο ισόγειο των Πολιτιστικών Υπηρεσιών από τον ίδιο τον Υπουργό Παιδείας, ο οποίος δεν παρέλειψε να εξάρει τη σπουδαιότητά του και να πλέξει το εγκώμιο των δύο συγγραφέων του, ο ένας από τους οποίους είναι, όπως είπα, ΕΠΟΙΚΟΣ!!! Ποιος αξιολόγησε το τελικό προϊόν και αποφάνθηκε για την αξία του; Γιατί το Υπουργείο Παιδείας δεν ξεκαθάρισε άπαξ διαπαντός τη θέση του, όταν ενημερώθηκε κατ’ ιδίαν και όταν οι δημοσιευθείσες κριτικές έδειξαν ότι το έργο αυτό, εκτός από τη σωρεία των απαράδεκτων λαθών του και των πολλών αντιγραφών του, παραποιεί εσκεμμένα την αλήθεια σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση, το εύρος και το πλάτος της κυπριακής διαλέκτου; Η κυπριακή διάλεκτος δεν υπήρξε ποτέ υποχείρια της τουρκοκυπριακής διαλέκτου ως προς το λεξιλόγιο. Αντίστροφα είναι που λειτούργησαν τα πράγματα. Η γλώσσα (διάλεκτος) της συντριπτικής πλειοψηφίας (82%) του κυπριακού λαού δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να επηρεασθεί από τη γλώσσα (διάλεκτο) των ολίγων (18%), οι οποίοι μάλιστα δεν τους επηρέαζαν ούτε οικονομικά ούτε πολιτιστικά. Η βιβλιογραφία επί του θέματος αυτού ομιλεί από μόνη της. Θα ήταν πολύ τρελό από μέρους μου να δεχθώ ποτέ ότι μια πλειάδα λέξεων που απαντώνται στις Ασσίζες της Κύπρου (14ος αι.) είναι, αν είναι ποτέ δυνατόν, τουρκοκυπριακής προέλευσης, ως διατείνονται οι δύο συγγραφείς του «Κοινού λεξικού», προφανώς για να αναβαθμίσουν την τουρκοκυπριακή διάλεκτο για αλλότριους σκοπούς, ευκόλως όμως εννοούμενους» [16].

Τι συμβαίνει, όμως, όταν εργαλειοποιείται ιδεολογικά η κυπριακή διάλεκτος κατά τη σύνταξη ενός επιστημονικού ή θεωρητικού κειμένου είτε με την προσθήκη στο σώμα της κοινής νέας ελληνικής διαλεκτικών πυροτεχνημάτων (π.χ. λίγα «τζαι», «όι», έν, και τελικά «ν») είτε με τη χρήση αποκλειστικά της κυπριακής διαλέκτου; Το γλωσσικό αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές αγγίζει τα όρια του επιτηδευμένου, του κωμικού και του γραφικού, καθώς ακυρώνει την όποια υφολογική αντικειμενικότητα του επιστημονικού/θεωρητικού λόγου και δημιουργεί εν τέλει ένα κακόκουστο γλωσσικό ανακάτωμα. Η παρατραβηγμένη αυτή προσπάθεια, πάντως, να αναχθεί η κυπριακή διάλεκτος, η οποία συνδέεται άμεσα με μια προνεοτερική-αγροτική κοινωνία και τις ανάγκες της, σε επιστημονική γλώσσα που χρησιμοποιεί σύνθετες θεωρητικές ή φιλοσοφικές έννοιες και όρους, επιφέρει στην πραγματικότητα μιαν επιτηδευμένη διαλεκτοποίηση της κοινής. Κι αυτό γιατί, η χρήση της διαλέκτου δεν εκκινεί ως φυσική συγγραφική επιλογή, αλλά επιβάλλεται ιδεοληπτικά και στρατευμένα, προκαλώντας τόσο στον φυσικό, διαλεκτικό ομιλητή-αναγνώστη όσο και στον υποψιασμένο εξωδιαλεκτικό αναγνώστη ερμηνευτική αμηχανία και μιαν έντονη αίσθηση γλωσσικής κακοποίησης.

Η εργαλειοποίηση, επομένως, της διαλέκτου σε αυτές τις περιπτώσεις καταδεικνύει πρωτίστως την ιδεολογική αγκύλωση των συγγραφέων της, οι οποίοι επιχειρούν σκοπίμως να υπονομεύσουν την ελληνική της ουσία. Και ακριβώς επειδή ο στόχος τους είναι αυτός, η ‘προοδευτική’ τους προπαγάνδα στρέφεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, της δήθεν προστασίας και ανάδειξης της ντοπιολαλιάς. Γι’ αυτό οι νεοκύπριοι βλέπουν παντού εχθρούς της κυπριακής διαλέκτου, εχθρούς που την υποτιμούν και τη διώκουν, επιχειρώντας να επιβάλουν την εξουσιαστική κοινή νέα ελληνική.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πέρα από λιγοστές εξαιρέσεις πια ελιτιστών της αστικής τάξης και ψευτομορφωμένων, που προτιμούν την αγγλική, σήμερα είναι κοινώς αποδεκτό ότι η κοινή νέα ελληνική μαζί με την τουρκική αποτελούν τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας και της εκπαίδευσης, ενώ η διάλεκτος αποτελεί ζωντανό βίωμα που αποτυπώνεται κυρίως στον προφορικό, αλλά και στον λογοτεχνικό λόγο, φυσικά και συμπληρωματικά με την κοινή ελληνική. Αξίζει, ωστόσο, να αναφερθεί ότι πολλά διαλεκτικά λογοτεχνικά κείμενα είναι ενταγμένα στο αναλυτικό πρόγραμμα της Μέσης Εκπαίδευσης και διδάσκονται στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.

Η κυπριακή διάλεκτος, με άλλα λόγια, όπως έχει διαμορφωθεί αργά μέσα στους αιώνες, αποτελεί το καθημερινό ψωμί κι αλάτι της προφορικής επικοινωνίας των Κυπρίων, φωλιάζει απ’ την αρχή της ζωής μας στο νανούρισμα της μάνας, στο χάδι του πατέρα, στο πρώτο φιλί και συνεχίζει να ευωδιάζει ακόμη μέσα σε ένα ποτήρι κρασί με αγαπημένους φίλους, στον αέρα του βουνού και της θάλασσας, στην πίκρα, στην αγάπη και στον θάνατο. Είναι σωματοποιημένη βαθιά μέσα στα κύτταρά μας, κυλά μέσα στο αίμα και στην ελληνική κουλτούρα μας, ως η δική μας, ιδιαίτερη ντοπιολαλιά, στην οποία, μάλιστα, έχουν παραχθεί, κι ακόμη συνεχίζουν να παράγονται, σπουδαία λογοτεχνικά έργα, τα οποία αποτελούν γραμματολογικούς σταθμούς της ευρύτερης νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ρίμες αγάπης, Λ. Μαχαιράς, Β. Μιχαηλίδης, Δ. Λιπέρτης, Κ. Μόντης, Κ. Χαραλαμπίδης, Μ. Πασιαρδής, Κ. Βασιλείου κ.ά.). Πώς υποτιμάται, λοιπόν, η κυπριακή διάλεκτος, όταν παραμένει ζωντανή και δραστική στη γλώσσα της ζωής, αλλά και στη γλώσσα της λογοτεχνίας;

Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι πολύ διαφορετικά, όταν η επιλογή της κυπριακής διαλέκτου στη λογοτεχνία υπακούει στο νεοκυπριακό εθνικιστικό κέλευσμα και δεν αποτελεί αδήριτη, φυσική και οργανική ανάγκη του δημιουργού. Κι αυτό γιατί η ιδεολογική εργαλειοποίηση της κυπριακής διαλέκτου ως εθνικής γλώσσας εφαρμόζεται εξ ανάγκης σε ένα βαθύ γραμματολογικό ρήγμα και, επομένως, οδηγεί τις περισσότερες φορές σε μιαν επιτηδευμένη, φολκλόρ γλωσσική μορφή, η οποία προσομοιάζει στην εκφυλισμένη και μεικτή γλώσσα των τηλεοπτικών σίριαλ∙ μια γλώσσα που ξεγελά, δυστυχώς, πολλές φορές Ελλαδίτες λογοτέχνες και κριτικούς. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Αντίθετα, η συνειδητή, μα και συνάμα αβίαστη συγγραφική επιλογή της κυπριακής διαλέκτου από έναν σύγχρονο συγγραφέα, ο οποίος πατά στέρεα στα βήματα της γραμματολογικής και γλωσσικής του παράδοσης (χρησιμοποιείται και η κοινή νέα ελληνική και η κυπριακή διάλεκτος), δεν καταδεικνύει μόνο ότι η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να αγγίζει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα, αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνει αφενός τον δημιουργικό διάλογο του συγγραφέα με μείζονες ποιητές του νησιού και αφετέρου τον βαθύ σεβασμό του προς την ελληνική λογοτεχνική παράδοση εν γένει (αρχαία, βυζαντινή και νεοελληνική), καθώς προκύπτει φυσικά και αυθόρμητα ως ένα βαθύτερο αίτημα ποιητικής και εθνικής αυτογνωσίας.

Η λογοτεχνία που παράγεται στο νησί, επομένως, δεν είναι η λογοτεχνία ενός ξεχωριστού κυπριακού έθνους που έχει μια ξεχωριστή γλώσσα, αλλά «αποτελεί ανθισμένο κλαδί της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, με τις ιδιαιτερότητες και τις ιδιομορφίες της ανθρωπογεωγραφίας, του τόπου και της διαλέκτου, να λειτουργούν μόνον εμπλουτιστικά και επιβεβαιωτικά. Η θεματολογία και η τεχνοτροπία, εξάλλου, της [ελληνικής λογοτεχνίας της Κύπρου], παρά τις όποιες μορφολογικές και υφολογικές διαφοροποιήσεις που αναπόφευκτα υπάρχουν από γενιά σε γενιά, υπήρξε πάντα προσανατολισμένη στις πολιτιστικές και ιστορικές εξελίξεις του ευρύτερου ελληνισμού. Εκτείνεται δε, συχνά, και πέραν αυτών, αγγίζοντας οικουμενικά και πανανθρώπινα ζητήματα, τα οποία αναδεικνύει άλλοτε με λυρισμό και στοχασμό κι άλλοτε με απαλή ή καυστική ειρωνεία» [17].

Σε αυτά τα ζητήματα, ωστόσο, έχουν απαντήσει με το λογοτεχνικό τους έργο, αλλά και με θεωρητικά κείμενα, οι κορυφαίοι ποιητές του τόπου, οι οποίοι έχουν αισθανθεί βαθιά, όπως έχει αναφέρει υποδειγματικά ο ποιητής Κώστας Μόντης, «πως είναι μερικά πράγματα που περιέργως δεν μπορείς να τα δώσεις σ’ άλλη γλώσσα απ’ τη γλώσσα που πρωτομίλησες, πράγματα που αξίζουν τον κόπο να λεχθούν και που θα χαθούν αν δεν τους δώσουμε το γλωσσικό ένδυμα που ανεξήγητα απαιτούν από μόνα τους» [18]. Η απέραντη, με άλλα λόγια, αγάπη σπουδαίων Ελληνοκύπριων ποιητών για την κυπριακή λαλιά, τους ανθρώπους και τον τόπο εκφράζεται γενετικά και εμπράγματα μέσω της ποιητικής χρήσης της διαλέκτου, η οποία, πέρα από τη μοναδική μουσικότητα και εκφραστικότητά της, επικυρώνει μιαν ιδιαίτερη όψη του ευρύτερου ελληνικού πολιτισμού.

Αυτή την ξεχωριστή προσωπικότητα της Κύπρου σφυρηλάτησαν στο έργο τους σπουδαίοι Κύπριοι ποιητές, έχοντας πάντα υπόψη τους, βέβαια, ότι αποτελούν αναπόσπαστες λογοτεχνικές ψηφίδες του ευρύτερου, πανελλήνιου πολιτισμικού μωσαϊκού. Είναι για τούτο που ο σπουδαίος ποιητής Κώστας Μόντης στο πολύ γνωστό ποίημά του «Ελληνες ποιητές», παρά το γεγονός ότι εκφράζει εκ μέρους όλων των Ελλήνων (όχι μόνο των Κυπρίων) ποιητών το παράπονο ότι «ελάχιστοι μας διαβάζουν/ ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας/ μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι/ σ΄ αυτή τη μακρινή γωνιά», σφραγίζει καταληκτικά το εμβληματικό ποίημά του με το φωτεινό αντιστάθμισμα ότι γράφει ελληνικά: «όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά».

Συνοψίζοντας, οι δύο σημαντικότεροι στόχοι του νεοκυπριακού εθνικισμού είναι αφενός η εκ των έσω διάβρωση της εθνικής συνείδησης του τόπου και αφετέρου η πρόκληση καταστροφικών εσωτερικών συγκρούσεων και ενός επιβλαβούς διχασμού. Ας έχουμε, λοιπόν, πάντα υπόψη ότι σ’ αυτή την προσπάθεια αλλοίωσης της ταυτότητας των Ελλήνων της Κύπρου, στην οποία, μάλιστα, έχουν στρατευθεί και ακαδημαϊκοί, οι οποίοι έχουν γαλουχηθεί στα πανεπιστήμια της Αμερικής και της Αγγλίας, απάντησαν διεθνείς εμβέλειας ιστορικοί και επιστήμονες, όπως ο Γάλλος ιστορικός Francois Crouzet. Κλείνω το κείμενό μου με τη δική του λεκτική πνοή:

«Είναι αλήθεια ότι συχνά έχει αμφισβητηθεί η ελληνικότητα των ελληνόφωνων Κυπρίων. Έχει υποστηριχτεί ότι “φυλετικά” δεν είναι Έλληνες, αλλά “λεβαντίνικης ή ανατολίτικης καταγωγής”, ότι η Κύπρος ουδέποτε άνηκε στην Ελλάδα ή σε ελληνικό κράτος, ότι η Λευκωσία απέχει 800 χιλιόμετρα από την Αθήνα κ.ο.κ. Όλα αυτά όμως δεν είναι σοβαρά – εκτός αν υιοθετήσει κανείς μια χονδροειδώς ρατσιστική αντίληψη περί εθνικότητας, που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υποστηριχτεί, ειδικά στην περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου. Είτε υιοθετήσει κανείς τη «γαλλική» αντίληψη περί έθνους ως κοινότητας εθελούσιου συγκερασμού είτε τη «γερμανική» περί του Volk (λαού) ως αντικειμενικού δεδομένου, είναι αναγκασμένος να δεχτεί ότι οι Έλληνες της Κύπρου είναι Έλληνεςˑ διότι τα αντικειμενικά δεδομένα της γλώσσας, που είναι η ελληνική, της θρησκείας, που είναι η ορθοδοξία, της λαϊκής παράδοσης και των ηθών, που είναι παραπλήσια με της κυρίως Ελλάδας, συγκλίνουν με τα υποκειμενικά δεδομένα, δηλαδή τη συνείδηση και τη θέληση να ανήκουν στο ελληνικό έθνος. Σε τελευταία ανάλυση, το καθοριστικό γεγονός είναι αυτή η θέληση των Κυπρίων να είναι Έλληνες» [19].

___________________

Σημειώσεις

1. Βλ. Αλέξης Αδ. Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, Αθήνα 1955, σσ. 367-368. Τις απόψεις αυτές πρόβαλλαν και προβάλλουν ακόμη οι τουρκικές υπηρεσίες. Βλ. Turkish Views on Cyprus, εκδ. Turkish Information Office, Νέα Υόρκη, 1955, όπου υποστηρίζεται ότι οι Κύπριοι δεν έχουν οποιονδήποτε ιστορικό, γεωγραφικό ή φυλετικό δεσμό με την Ελλάδα γιατί “they belong to a race which historians describe as Mediterranean, or Mediterranean “Levantines” (σσ. 8-9).

2. Βλ. ειδικότερα Michael Given, “Inventing the Eteocypriots: Imperialist Archaeology and the Manipulation of Ethnic identity”, Journal of Mediterranean Archaeology, volume 11 (1998), 3-29. Βλ. επίσης «Η Σουηδική Αποστολή στην Κύπρο 1927-1931», Χρονικό, ένθετο της εφημ. Πολίτης (29 Νοεμ., 2009) τχ. 92.

3. Για το θέμα του εξαγγλισμού της κυπριακής (Δημοτικής και Μέσης) εκπαίδευσης και τις συστηματικές, όχι όμως αποφασιστικές, προσπάθειες της αγγλικής διοίκησης να θέσει υπό έλεγχο την κυπριακή εκπαίδευση βλ. ενδεικτικά Μιχαλάκης Ι. Μαραθεύτης, «Παιδεία και εκπαίδευση στην Κύπρο επί αγγλοκρατίας. Αγώνες για διατήρηση του εθνικού φρονήματος», Μνήμες και δάφνες από τον αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959, Λευκωσία 2013, σσ. 11-32· Francois Crouzet, Η κυπριακή διένεξη 1946-1959, Τόμος Α΄, μετάφ. Αριστοτέλης Φρυδάς, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2011, σσ. 94-102· Ρόμπερτ Χόλλαντ, Η Βρετανία και ο Κυπριακός αγώνας 1954-1959, μετάφ. Βίλλυ Φωτοπούλου, Ποταμός, Αθήνα 1999, σ. 31.

4. Γ. Γεωργής, Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο. Από τον αλυτρωτισμό στον αντιαποικιακό αγώνα, Αθήνα 1999, σσ. 164-165.

5. Βλ. Francois Crouzet, Η κυπριακή διένεξη 1946-1959, Τόμος Α΄, ό.π., σσ. 250-254· Ρόμπερτ Χόλλαντ, Η Βρετανία και ο Κυπριακός αγώνας 1954-1959, ό.π., σ. 46· Χάιντς Α. Ρίχτερ, Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Β΄ 1950-1959, μετάφ. Χαράλαμπος Παπαχρήστου, Εστία, Αθήνα 2011, ό.π., σσ. 38-39: «Η ψηφοφορία έγινε στις εκκλησίες· δικαίωμα ψήφου είχαν άνδρες και γυναίκες άνω των 18 ετών. Σε σύνολο 224.747 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων πολιτών, το αίτημα για Ένωση υπογράφτηκε από 215.108ˑ δηλαδή ένα ποσοστό 95.7% εκφράστηκε υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Υπέρ της Ένωσης ψήφισαν και πολλοί Αρμένιοι. Η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων φυσικά απείχε από την ψηφοφορία, αλλά στο Στρόβολο, το Δάλι και την Ποταμιά αναφέρθηκαν μερικές περιπτώσεις Τουρκοκυπρίων που ψήφισαν υπέρ της Ένωσης».

6. Η συλλογή, σύμφωνα με τον επιμελητή της συγκεντρωτικής έκδοσης ποιημάτων του Σεφέρη Γ. Π. Σαββίδη, κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 1955 από τις εκδόσεις Ίκαρος στην Αθήνα με τον τίτλο Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν. Βλ. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1972, σ. 309.

7. Το ποίημα δημοσιεύεται στο περιοδικό Νέα Εστία, Έτος ΚΗ΄, Τόμος 56, τχ. 652, Αθήνα (1η Σεπτεμβρίου 1954) 1257-1258.

8. Βλ. ενδεικτικά Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄, 20 Απρίλη 1951 – 4 Αυγούστου 1956, Ίκαρος, Αθήνα 1986, σ. 98: «Πρώτη εντύπωση: απ’ εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικάˑ είναι ελληνικός. Που δεν εξαρτάται από την Ελληνική Κυβέρνηση, και το τελευταίο τούτο συντελεί στο αίσθημα αυτής της ευρυχωρίας. Ερώτημα: είμαστε άξιοι να διοικήσουμε την Κύπρο χωρίς να βλάψουμε αυτό τον κόσμο, κάνοντάς τον καλύτερο, χωρίς να τον κάνουμε ελλαδική επαρχία, σαν την Κέρκυρα, σαν τη Θεσσαλονίκη;»· Γιώργος Γεωργής, Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, Σμίλη, Αθήνα 1991, σσ. 13-111· Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, (διδακτορική διατριβή) Λευκωσία 2005, σσ. 141-165= Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, εκδ. Κουκκίδα και Πανεπιστήμιο Κύπρου, Νεοελληνικό Σπουδαστήριο Πετρώνδα, Αθήνα 2023· Μαρία Στασινοπούλου, Χρονολόγιο, εργοβιογραφία Γιώργου Σεφέρη [1900-1971], Μεταίχμιο, Αθήνα 2000.

9. Για την εμπλοκή του διπλωμάτη Σεφέρη στο Κυπριακό βλ. ενδεικτικά Α. Ξύδης, «Ο πολιτικός Σεφέρης», Κύκλος Σεφέρη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1980· Ν. Ορφανίδης, Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη, Αστήρ, Αθήνα 1985· Μιχάλης Πιερής, «Συμβολή στο θέμα της κυπριακής εμπειρίας του Σεφέρη», Εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, επιμ. Δ. Δασκαλόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, σσ. 371-400· Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, εκδ. Κουκκίδα και Πανεπιστήμιο Κύπρου, Νεοελληνικό Σπουδαστήριο Πετρώνδα, ό.π., σ. 253: «ο Σεφέρης ασχολείται επαγγελματικά με το κυπριακό κατά την περίοδο 1956-1957, στη Β’ Πολιτική Διεύθυνση, που ήταν αρμόδια για το θέμα αυτό και κατά την περίοδο 1957-1962 ως Πρέσβης στο Λονδίνο, στη σημαντικότερη ξένη πρωτεύουσα όσον αφορά στο κυπριακό και στις εξελίξεις του».

10. Βλ. την ημερομηνία εγγραφής «24 Δεκέμβρη 1954», Αλληλογραφία Γ. Θεοτοκά και Γιώργου Σεφέρη (1930-1966), επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Ερμής, Αθήνα 1981: «Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι- Έλληνες που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα “κουλτούρας” με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη) και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων “πολιτική προπαγάνδα”».

11. Περ. Κυπριακά Γράμματα, Έτος ΚΑ΄, τχ. 247-249 (Ιαν.- Ιούλ. 1956) σσ. 35-52.

12. Βλ. Ν. Π. Ανδριώτης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 98: «Σήμερα είναι πια γενική πεποίθηση ότι η νέα μας γλώσσα είναι μια εξελικτική φάση της Κοινής των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών Χρόνων (…) Όλες οι νεοελληνικές διάλεκτοι και όλες οι τοπικές παραλλαγές της Νεοελληνικής Κοινής συνθέτουν τη σημερινή Νεοελληνική Γλώσσα». Βλ. επίσης του ιδίου «Σημασιολογικά των γλωσσικών ιδιωμάτων της Κύπρου», Πρακτικά του Α΄ Διεθνούς Κυπρολογικού Συνεδρίου, Λευκωσία 14-19 Απριλίου 1969 [1974], τόμ. ΓΒ΄.

13. Είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η βάση του ΑΚΕΛ δεν είναι ανθελληνική. Αναφέρω ενδεικτικά ότι το κόμμα παραμένει ενωτικό, ακόμη και μετά τις Συμφωνίες Ζυρίχης Λονδίνου, καθώς και ότι τα σημαντικότερα έργα που μνημειώνουν ποιητικά τον ενωτικό απελευθερωτικό αγώνα του κυπριακού ελληνισμού ανήκουν σε αριστερούς ποιητές (Θεοδόσης Πιερίδης Κυπριακή Συμφωνία (1956), Γιάννης Ρίτσος Αποχαιρετισμός (1957), Τεύκρος Ανθίας Ημερολόγιο του CDP (1957) και σε άλλα ελληνολατρικά ποιήματα). Παρόλα αυτά, μια μερίδα νεοκυπρίων (μεμονωμένων αναρχικών, αντιδραστικών ή ακόμη και υψηλών στελεχών) φαίνεται να επηρεάζουν την επίσημη γραμμή του κόμματος. Το τραγικό αποτέλεσμα είναι ότι οι επίσημες θέσεις που ενίοτε προβάλλει το κόμμα ταυτίζονται απόλυτα με το αποικιοκρατικό (βρετανικό) και κατοχικό αφήγημα, εξυπηρετώντας στην πραγματικότητα τον ιμπεριαλιστικό εξουσιαστικό λόγο.

14. Σάββας Παύλου, Λάκης Πίγγουρας, Βάσος Φτωχόπουλος, Για την Εθνική Ολοκλήρωση, την Αυτοδιάθεση-Ένωση, Αιγαίον, Λευκωσία 1983, σ. 21.

15. Ιάκωβος Χατζηπιερής, Ορχάν Καπατάς, Το κοινό λεξικό της Ελληνοκυπριακής και Τουρκοκυπριακής διαλέκτου, 2015.

16. Απόσπασμα από επανειλημμένο σχόλιο του Κ. Γιαγκουλλή στη σελίδα του στο Facebook. Ο Κ. Γιαγκουλλής είναι ο συγγραφέας του σημαντικότερου λεξικού της κυπριακής διαλέκτου: Θησαυρός Κυπριακής Διαλέκτου. Ερμηνευτικό, Φρασεολογικό και Ονοματολογικό Λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου, Λευκωσία, 2009.

17. Βλ. από την «Εισαγωγή» στην Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1960-2018, ανθολόγηση, επιμέλεια, εισαγωγή Γ. Χριστοδουλίδης, Π. Νικολαΐδης, εκδ. Κύμα, Αθήνα 2018, σ. 8.

18. Κώστας Μόντης, «Γιατί οι Κύπριοι Ποιητές πρέπει να γράφουν και στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα», στον τόμο Συμπόσιο Ποίησης και Κριτικής, εκδ. Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Λευκωσία 1980, σ. 51.

19. Βλ. Francois Crouzet, Η κυπριακή διένεξη 1946-1959, Τόμος Α΄, ό.π., σσ. 84-85.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στο εξώφυλλο: αρχαία κυπριακή τέχνη από έκθεση στο Μουσείο Κυκλαδθκής Τέχνης. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη