frear

Για το όνομα του υιού – της Δήμητρας Φιλιπποπούλου

«Παιδιά, να πούμε χρόνια πολλά στη Διονυσία που γιορτάζει αύριο! Πάρτε το κέρασμα και περάστε για διάλειμμα», ακούγεται η φωνή της κυρίας Κατερίνας. Φέτος, η γιορτή του Αγίου πέφτει Σάββατο. Οι μικροί μαθητές της Β΄ τάξης, ένας ένας, παίρνουν το σοκοφρετάκι που τους προσφέρει η συμμαθήτριά τους, και με την τσάντα του φαγητού τους βγαίνουν σιγά σιγά από την αίθουσα. Το «χρόνια πολλά, Διονυσία» δεν έχει σβήσει ακόμα. Ο Διονύσης με θάρρος πλησιάζει την έδρα, όπου η δασκάλα τακτοποιεί τα πράγματά της.

Είναι ωραίος τύπος ο Διονύσης. Χαμογελαστός, ευγενικός, υπάκουος –καμιά φορά γίνεται και βοηθός. Βέβαια είναι λίγο μεγαλύτερος, ψηλό παιδί και δυνατό. Έχει χάσει δυο χρονιές από απουσίες. Μόνο, όταν θυμώνει, γίνεται αγνώριστος. Όπως εχθές, που ένα παιδί της ΣΤ΄ του έβρισε τη μάνα, και κείνος έσπασε ένα δέντρο στο προαύλιο «για να μην του σπάσω τα μούτρα, κύριε, και δε θα τον γνωρίζει ούτε η μάνα που τον γέννησε. Τη δικιά μου τη μάνα να μην την πιάνει στο στόμα του!», έτσι είπε στο διευθυντή, ουρλιάζοντας και κλαίγοντας από θυμό. Πάντα, όταν θυμώνει γίνεται εκτός εαυτού, και τότε, οι συμμαθητές του ζαρώνουν από το φόβο τους.

«Κυρία, το ξέρετε ότι είμαι βαφτισμένος;»
«Ναι, Διονύση μου, μας το έχεις πει. Χρόνια πολλά και σε σένα».
«Ο φούρναρης ο Νιόνιος με έχει βαφτίσει, ο γέρος. Έχει πολλά παιδιά αυτός κυρία, και εγγόνια. Και με βάφτισε κι εμένα. Αλλά εγώ δε γιορτάζω».
«Τι εννοείς; Γιορτάζεις άλλη μέρα;»
«Δεν ξέρω. Μπα. Δε γιορτάζω εγώ κυρία».
«Ε, δεν μπορεί, ρώτα σε παρακαλώ τους δικούς σου, ίσως να γιορτάζεις».
«Και δηλαδή αύριο γιορτάζω, που με λένε Διονύση;»
«Αυτό δεν μπορώ εγώ να σου το πω. Πάντως αύριο είναι του Αγίου Διονυσίου. Ξέρεις, που βρίσκεται απέναντι, στη Ζάκυνθο».
«Τότε θα πάρω τη μάνα μου να την πάω σ’ αυτόν», λέει ο μικρός, και χωρίς άλλη εξήγηση, βγαίνει χαρούμενος για διάλειμμα.

Η Μπέλλα γεννήθηκε πολύ όμορφη για να ξυπνάει τόσο πρωί. Πώς θα πάρει τώρα το πρώτο καράβι, σαββατιάτικα, για να προλάβει να γυρίσει πίσω όταν νυχτώσει; Πρέπει να κοιμηθεί νωρίς. Θα πάρει το αφεντικό να του πει πως δεν θα έρθει το βράδυ στο μαγαζί. Είναι άρρωστο το παιδί, έτσι θα του πει. Θα χάσει και τα αποψινά λεφτά. Καλά, σ’ αυτό έχει κάνει τα κουμάντα της. Έχει μαζέψει και κάτι τυχερά από μεσημέρια. Τουλάχιστον αύριο να έχει επιστρέψει, που είναι περισσότερη η δουλειά. Δε γίνεται πια να πει όχι στον κανακάρη της, του το έταξε την ώρα που πήγε να τον πάρει απ’ το ολοήμερο. Δεν πάει και πολύ συχνά απ’ το σχολείο, ευτυχώς είναι ο ξάδερφος ο Αχιλλέας και το πηγαινοφέρνει το παιδί με το αμάξι. Σήμερα όμως έτυχε. Μα κι αυτό, πώς της το ζήτησε έτσι απότομα, μπροστά στις άλλες μανάδες! «Θα πάμε αύριο στη Ζάκυνθο, που γιορτάζει ο Άγιος;» Ήταν πολύ χαρούμενος. Μεγαλώνει, θέλει να του κάνουν και το δικό του πού και πού. Του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε «Ό,τι θες εσύ αντράκο μου, δε σου χαλάω εγώ χατίρι». Να ακούσουν κι εκείνες, που την κοιτάζουνε λοξά κάθε φορά που τη βλέπουν.

Ο θαλασσινός αέρας είναι πάντως άλλο πράγμα. Νιώθεις λιγάκι ότι πετάς, σαν είσαι στο κατάστρωμα του πλοίου. Μόνο ο καπνός από ετούτο το τσιγάρο φανερώνει ότι κάπου υπάρχει μια φωτιά. Μες στο αγιάζι της αυγής στο πέλαγο, ο αέρας δεν τις συγχωράει τις αμαρτίες. Ξημερώνει πια, η Μπέλλα μπαίνει στο σαλόνι. Ο Διονύσης έχει αποκοιμηθεί.

Ο κόσμος έγινε πολύς. Είναι και κάποια πούλμαν με προσκυνητές. Όλοι έχουν καθίσει κάπως πιο απόμερα από το μελαχρινό αγόρι που φοράει κοντομάνικο, Δεκέμβρη μήνα. «Τι μάνα θα ʼχει», σκέφτονται δυο-τρεις γυναίκες από απέναντι, «που δε νοιάζεται;», όμως δεν ξέρουν ότι ο Διονύσης ζεσταίνεται με το φούτερ και το έχει βάλει προσκεφάλι. Μόλις βλέπουνε τη μάνα του, σκέφτονται «Ετούτη είναι;» και κουνάνε το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Όμως δεν ξέρουν ότι η Μπέλλα είπε ψέματα στο αφεντικό της και έχασε λεφτά χτες βράδυ, για να κάνει το χατίρι του παιδιού της.

Φτάνουνε. Βγαίνοντας από το καράβι ένας δρόμος υπάρχει, αυτός προς τον Άγιο. Λαοπλημμύρα από τη θάλασσα προς την εκκλησία. Οι φωταψίες είναι μεγαλοπρεπείς, όπως και τα πάντα μέσα ναό. Καλέ, τι βελούδο είν’ αυτό; Τι χρυσό, ανάγλυφο τέμπλο! Πόσο φοβερές εικόνες; Ακόμα και οι καρέκλες για τους ανθρώπους είναι για άρχοντες! Και οι ψάλτες; Πώς τραγουδάνε έτσι; Η Μπέλλα και ο Διονύσης δεν έχουν ποτέ τους ξανακούσει τέτοια μουσική, δεν έχουν ποτέ τους δει τέτοια πράγματα. Μα, καλά, πού έχουν έρθει; Μήπως έκαναν λάθος; Πού είναι ο Άγιος; Κοίτα πόσοι παπάδες! Και πόσος κόσμος! Kάτι περιμένουν εκεί, μήπως να πάνε κι αυτοί;

Να, προχωράει το μπουλούκι. Όρθιο τον έχουν, λέει μια κυρία. Εκεί μπροστά, τον βγάλανε χτες από την Ωραία Πύλη. Όλοι πηγαίνουνε να πάρουν την ευχή του. Μπορεί να του ζητήσουν την υγεία τους, ή μια καλή τύχη, ή να πάνε καλά οι δουλειές. Κάνει πολλά θαύματα. Μετά θα τον λιτανέψουν, να ευλογήσει και έξω, τους ανθρώπους και το νησί. Φέτος είναι 400 χρόνια αφότου πέθανε, αλλά ο Άγιος ζει. Η κυρία λέει ότι, κι αν δεν πιστεύεις στο Θεό, στον Άγιο πιστεύεις. Προσέξτε στα σκαλοπάτια!

Ο Διονύσης, εδώ και ώρα, βλέπει τι κάνουν οι μπροστινοί. Τώρα που έρχεται η σειρά του, σκέφτεται ότι ακόμα δεν έχει βρει τι να ζητήσει. Κάνει σοβαρός το σταυρό του, φιλάει τον Άγιο, κοντοστέκεται. Θέλει απλά να του πει «ευχαριστώ» που φέτος γιορτάζει, τίποτε άλλο. Βλέπει την Μπέλλα, κάνει κι αυτή το σταυρό της και προσκυνάει, σοβαρή, αλλά σκεφτική και συννεφιασμένη. Προχωρούν, βγαίνουν σιγά σιγά έξω. Της λέει: «Ευχαριστώ που ήρθες κι εσύ στη γιορτή μου», και τα λόγια του σάμπως να κατέβηκαν από τον ουρανό. Η Μπέλλα έχει δακρύσει, ο Διονύσης δεν την έχει δει πολλές φορές έτσι. «Ευχαριστώ που με έφερες κι εμένα να γιορτάσω», συνεχίζει, μα η Μπέλλα δεν μπορεί να απαντήσει από τα δάκρυα. «Μήπως δεν είσαι χαρούμενη που γιορτάζω;», τη ρωτάει. «Είμαι, αντράκο μου! Πολύ χαρούμενη είμαι! Από δω και πέρα θα γιορτάζεις κάθε χρόνο!», του απαντάει επιτέλους, ξεσπώντας σε λυγμούς. Ύστερα, ανακουφισμένη, τον αγκαλιάζει σφιχτά, σκουπίζει τα δάκρυά της και του δίνει ένα φιλί στο μέτωπο.

Η μέρα είναι γλυκιά, με ωραία χειμωνιάτικη λιακάδα. Ο Άγιος σίγουρα θα χαίρεται που βλέπει τόσο κόσμο στη γιορτή του, σκέφτεται ο Διονύσης, καθώς μασουλάει μια φυτούρα με ζάχαρη και κανέλα. Η Μπέλλα σκέφτεται ότι, κι αν γυρίσει σπίτι αργά το βράδυ, κι αν είναι κουρασμένη και δεν πάει στο μαγαζί, κι αν ακόμα τη διώξει το αφεντικό, και τι πειράζει; Το πολύ πολύ να πάει στα πορτοκάλια. Θα ζήσει, και θα μεγαλώσει το γιο της μια χαρά. Το λιβανιστήρι στη λιτανεία ακούγεται ρυθμικά, καθώς ο Άγιος περνάει από μπροστά τους. Σίγουρα θα χαίρεται που τους βλέπει στη γιορτή του. Η ζωή είναι όμορφη σήμερα.

«Παιδιά, να πούμε χρόνια πολλά στο Διονύση που γιόρταζε το Σάββατο! Πάρτε το κέρασμα και περάστε για διάλειμμα», ακούγεται η φωνή της κυρίας Κατερίνας. Ετούτη η Δευτέρα στο σχολείο είναι γλυκιά και ζεστή, η τελευταία πριν τα Χριστούγεννα. Οι μικροί μαθητές της Β΄ τάξης, ένας ένας, παίρνουν το σοκολατάκι με το γυαλιστερό κόκκινο περιτύλιγμα που τους προσφέρει ο συμμαθητής τους, και με την τσάντα του φαγητού τους βγαίνουν σιγά σιγά από την αίθουσα. Το «χρόνια πολλά, Διονύση» δεν έχει σβήσει ακόμα. Η κυρία Κατερίνα τακτοποιεί τα πράγματά της και τρώει το σοκολατάκι της αφηρημένα. Μα, αυτό έχει μέσα λικέρ κεράσι!

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Aleksey Myakishev. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη