Όταν συλλογίζομαι τους νεκρούς και μάλιστα εκείνους που απεδήμησαν με ένα σοφό φόβο στην ψυχή, τότε δυναμώνει μέσα μου η πεποίθηση ότι δεν πρέπει να φοβάμαι το χρόνο.
Έτσι μια μέρα αντίκρισα κατάματα –μετά από μια κηδεία– το γέρο χρόνο και του είπα με θάρρος παράτολμο: «Χρόνε δε σε φοβάμαι!».
Εκείνος τότε ήρθε αυτοπροσώπως και διακριτικά – πλην όμως απειλητικά – χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς άλλος, μου έσφιξε την καρδιά, υπόκωφα βροντώντας σαν κατάρα τη φωνή του στα μηνίγγια μου και έλεγε «Μειράκιο, με περιπαίζεις; Κάνεις πως δε γνωρίζεις τη δύναμή μου; Κανείς δε θα γλιτώσει το φονικό μου έργο; Γελάω πάντα τελευταίος! Μάλλον δε γελάω, καγχάζω!».
«Οι νεκροί προπορεύονται προς προϋπάντηση του Κυρίου», του είπα. «Χρόνε κουφέ, δεν το άκουσες; Ξέρω τι μου έχεις ετοιμάσει και εγώ σαν αυτούς θα γίνω, νεκρός αλλά όχι δικός σου. Δεν σου ανήκω Χρόνε. Κανείς από τους νεκρούς δε σου ανήκει. Δες, τυφλέ, πόσο ανάλαφρα σε αντέχουν όλοι τώρα! Επιπλέουν σαν τα σαρίδια στον αφρό των κυμάτων σου, ξένα σώματα, που θα τα ξεβράσεις – θέλοντας και μη! – στην ακτή της Αιωνιότητας, στην ένδοξη ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας, όπου επιστατεί το φως του Προσώπου του Κυρίου και εσύ σαν απόμακρος αχός –τότε– θα αποτραβηχτείς, θα στραφείς εις τα οπίσω και θα χαθείς στην άβυσσο!».
«Για ιδέστε το μωρό», αλαζονικά και θεατρινίστικα αντιφώνησε ο Χρόνος –σαν να βρισκόταν μπροστά σε ένα πολυπληθές ακροατήριο, ενώ ήμασταν μόνοι μας– «για ιδέστε το μωρό», επανέλαβε, «γλώσσα που βγάζει. Να τον δούμε τον ψευτοπαλληκαρά, αν τα πιστεύει αυτά που λέει. Εγώ πάντως δεν τον πιστεύω». Τότε μου έσφιξε πιότερο την καρδιά και με εκείνη την υπόκωφη βροντερή φωνή του αντήχησε και πάλι στα μηνίγγια μου απειλητικά, λέγοντας «Νάτος, καμαρώστε τον, τρέμει σαν το φύλλο. Τόσο μικρός και αδύναμος, τόσο τιποτένιος, επιμένει να μιλάει».
Αυτά είπε ο Χρόνος ο άπιστος και έφυγε καγχάζοντας.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Antoine Daniel.]