Ο φασισμός των αντιφασιστών
Το σύνθημα το έχετε σίγουρα δει επανειλημμένα γραμμένο σε τοίχους: «Θάνατος στους φασίστες!» Όποτε το αντικρίζω αυθόρμητα μου έρχεται στο μυαλό ένα κείμενο του Πιερ Πάολο Παζολίνι με τίτλο «Ο φασισμός των αντιφασιστών». Ανάμεσα σ’ άλλες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, ο Ιταλός σκηνοθέτης και συγγραφέας γράφει ότι ο νεοφασίστας και ο αντιφασίστας «είναι πολιτισμικά, ψυχολογικά και, το πιο εντυπωσιακό, σωματικά, εναλλάξιμοι ο ένας με τον άλλον. Στην καθημερινή συμπεριφορά, στις χειρονομίες, στις κινήσεις του σώματος, δεν υπάρχει τίποτε που να τους ξεχωρίζει –επαναλαμβάνω, πέρα από μια πολιτική διαφοροποίηση ή δράση– έναν φασίστα από έναν αντιφασίστα (μέσης ή νεαρής ηλικίας, οι μεγαλύτεροι υπ’ αυτή την έννοια μπορούν ακόμα να ξεχωρίσουν μεταξύ τους). Όσον αφορά τους ακραίους, η ομοιομορφία είναι ακόμα πιο ριζική» [1]. Γιατί όμως τα γράφω αυτά;
Στις 10 Μαρτίου 2025 ένας βουλευτής εισήλθε στην Εθνική Πινακοθήκη και βανδάλισε έργα του ζωγράφου Χριστόφορου Κατσαδιώτη, με το επιχείρημα αφενός ότι προσβάλλουν τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού και, αφετέρου, ότι δεν θα έπρεπε να εκτίθενται σε μια «Εθνική» Πινακοθήκη. Ουσιαστικά με αυτόν τον κραυγαλέο τρόπο ο βουλευτής θέλησε ούτε λίγο ούτε πολύ να επιβάλει τη δική του αντίληψη για το «εθνικό» σε όλους μας – και ήμασταν πολλοί που στηλιτεύσαμε την κίνησή του υπερασπιζόμενοι την ελευθερία της τέχνης και του λόγου.
Ακριβώς δύο μήνες μετά, στις 10 Μαΐου 2025, ματαιώθηκε από διαδηλωτές στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης εκδήλωση με θέμα «Μεταβαλλόμενα τοπία της εβραϊκής λογοτεχνίας» και ομιλητή τον κριτικό λογοτεχνίας Οντέντ Βολκστάιν. Η δήλωση του υπεύθυνου για τη ΔΕΒΘ φορέα (ΕΛΙΒΙΠ) ότι «καταδικάζει κάθε μορφή λογοκρισίας και δεν αποκλείει συγγραφείς, βιβλία, συζητήσεις, εκδότες και φορείς που διοργανώνουν εκδηλώσεις με περιεχόμενο εστιασμένο στη λογοτεχνία, στη γλώσσα και στον πολιτισμό», θεωρώντας ότι «οι διεθνείς εκθέσεις βιβλίου αποτελούν πλατφόρμες ελευθερίας, ανταλλαγής ιδεών και διαλόγου, καθώς και πολιτιστικές γέφυρες για τη δημοκρατία και την πολυφωνία», με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Θα ήταν κατ’ αρχήν αντιφατικό να καταδικάζουμε μία λογοκριτική εκδήλωση βίας και να επικροτούμε μία άλλη. Το να επιχαίρουμε επιπλέον για τη «ματαίωση» ενός βιβλιοφιλικού γεγονότος, μας πηγαίνει πίσω στο σκοτεινό 1933 και στις τελετουργικές, δημόσιες καύσεις «απαγορευμένων» βιβλίων. Σε μία ελεύθερη, δημοκρατική χώρα δεν μπορεί να φιμώνονται φωνές, δικαιώματα à la carte δεν μπορεί να υπάρχουν.
Θεωρώντας πως έχουν συζητηθεί ήδη αρκετά, θα αντιπαρέλθουμε βιαστικά τις αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν κι από τις δύο, κουραστικά και άγονα πλέον αντιτιθέμενες στον δημόσιο χώρο, πλευρές. Σε μια πόλη που δεν έχει ακόμα συμφιλιωθεί με το αντισημιτικό της παρελθόν – το οποίο δεν περιλαμβάνει μόνο την κατάπτυστη συμπεριφορά κατοίκων της κατά τη διάρκεια της Κατοχής αλλά και προγενέστερα γεγονότα, όπως λ.χ. τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ (1931) που περιγράφει έξοχα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο μυθιστόρημά του Ήλιος με ξιφολόγχες, αλλά και απάνθρωπες συμπεριφορές κατά την επιστροφή των ελάχιστων επιζώντων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης– είναι εύλογο κάθε ανάλογη εκδήλωση τραμπουκισμού να ξυπνά δυσάρεστες μνήμες. Ήταν αντισημιτική; Νομίζω πως όχι, ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να ήταν αυτή η συνειδητή πρόθεση των διαμαρτυρομένων. Δεν γνωρίζω αν σε αυτή την περίπτωση ακούστηκε το γνωστό ρατσιστικό κάλεσμα σε εθνοκάθαρση «from the river to the sea» [2], είναι γεγονός πάντως ότι η αντίδραση προκλήθηκε από την παντελώς άστοχη κίνηση να αναλάβει τη διοργάνωση της συγκεκριμένης εκδήλωσης η ισραηλινή πρεσβεία. Προφανώς το όλον Ισραήλ δεν ταυτίζεται με την πολιτική γενοκτονίας του Νετανιάχου, όμως οι θεσμικοί φορείς εκπροσωπούν πάντα το κράτος τους και τα συμφέροντά του, ακόμα κι αν το προσωπικό τους διαφωνεί ιδιωτικά με την κυβέρνησή του.
Ο χώρος του βιβλίου, ωστόσο, δεν είναι και χώρος διαπάλης ιδεών; Μπορεί να μένει ασηπτικά αποξενωμένος από την ιστορική μας συνθήκη; Του απαγορεύεται να εκφράζει, αν το επιθυμεί, και μια υπαρξιακή δέσμευση στην πλευρά των εκάστοτε καταπιεσμένων; Φυσικά και όχι. Κατά τη γνώμη μου η ορθή αντίδραση θα ήταν να πραγματοποιηθεί κανονικά η εκδήλωση, περικυκλωμένη από πλακάτ και πανό που εκφράζουν αντίθεση, αλλά χωρίς καθόλου φωνές και φασαρία. Η σιωπηρή αποδοκιμασία έχει αποδειχτεί πως έχει συνήθως πολύ πιο ισχυρό αντίκτυπο από κάθε άλλη ενέργεια φασιστικής επιβολής. Ψιλά γράμματα, θα μου πείτε, σε μια χώρα χωρίς κουλτούρα δημοσίου διαλόγου και ευπρεπούς διαμαρτυρίας.
Όμως το θέμα του κειμένου μου δεν είναι αυτό.
Το τέλος κάθε ηθικού πλεονεκτήματος
Στις 7 Οκτωβρίου 2023 δεν χρειαζόταν να είναι κανείς φιλοϊσραηλινός για να εκφράσει την ηθική αγανάκτησή του για τη θηριωδία της Χαμάς και να επιλέξει πλευρά. Εκείνη τη χρονική στιγμή το δίκαιο ήταν να συμπαρασταθεί κανείς στον πληγέντα, στα θύματα. Σήμερα τα αποτροπιαστικά γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου τα επικαλούνται ως αντεπιχείρημα μόνο όσοι μονόπλευρα θέλουν να υποστηρίξουν το Ισραήλ, το δίκαιο όμως δεν είναι πλέον με το μέρος του. Το ηθικό πλεονέκτημα που είχε εξασφαλίσει μετά το Άουσβιτς (η διαρκής ανάμνηση του οποίου έγινε για όλους μας πηγή νοήματος για την πολιτειακή θρησκεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συγχρόνως πηγή νομιμοποίησης για τον εθνικό μεσσιανισμό που δημιούργησε το κράτος του Ισραήλ), αλλά και πρόσφατα τον Οκτώβριο του 2023 έχει χαθεί εξαιτίας της επί χρόνια ασεβούς εργαλειακής αξιοποίησης της Σοά και τώρα της γενοκτονίας στη Γάζα.
Από τη στιγμή που ο μυθικός Αχασβήρος έπαψε να περιπλανιέται και απέκτησε μόνιμη εστία (και ασφαλώς είχε κάθε δικαίωμα να την αποκτήσει), ο εβραϊσμός έχασε σταδιακά τον μετέωρο κοσμοπολιτισμό του (που ήταν και το υπόστρωμα του διεθνισμού του) και την αντικομφορμιστική-χειραφετητική αίσθηση της ξενότητας, τον αιρετικό του χαρακτήρα και κυρίως την ιδιότυπη πνευματικότητά του [3]: τα πολλαπλά τραύματα που του είχε επιφέρει η ιστορία τού είχαν καλλιεργήσει την απέχθεια σε κάθε εθνικισμό, από τον οποίο τώρα έχει μολυνθεί λόγω της περιοριστικής εγκατάστασης σε κυρίαρχο κράτος. Το σιωνιστικό όραμα αποδυνάμωσε τον εβραϊσμό και οδήγησε, όπως από νωρίς είχε παρατηρήσει η Χάνα Άρεντ στις Πηγές του ολοκληρωτισμού, στη δημιουργία ενός νέου έθνους-παρία, των Παλαιστινίων. Το ίδιο υποστήριξε πιο πρόσφατα και (ο επίσης εβραίος) Τόνι Τζαντ.
Αν ο εβραίος επιζών των στρατοπέδων συγκέντρωσης έγινε ο «προνομιακός μάρτυρας του αιώνα του», η συνεχιζόμενη –και λόγω συλλογικής ενοχής– μνημόνευση του Ολοκαυτώματος και του ηθικού καθήκοντος μνήμης που απορρέει από αυτό έχει καταστεί πλέον άγονη: ταυτίζοντας βολικά τον αντισημιτισμό με τον αντισιωνισμό (όπως συνέβη και με τις διαμαρτυρίες για την ακύρωση της εκδήλωσης στη ΔΕΒΘ) δημιουργεί μια προνομιακή κατάσταση ηθικής εξαίρεσης για το κράτος του Ισραήλ και την τωρινή εγκληματική του συμπεριφορά και μας καθηλώνει σ’ ένα ταριχευμένο παρελθόν.
Μετά το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων, δεν υπάρχουν προνομιακοί συνομιλητές με την Ιστορία. Είμαστε μόνοι. Ζούμε σε μια εποχή που καθένας έχει την πίστη του, αλλά κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαθέτει κάποιου είδους ηθικό προβάδισμα. Όπως πρωτύτερα είχε χαθεί για την θεσμική Εκκλησία λόγω της αποικιοκρατίας κ.λπ. ή όπως χάθηκε για τον υπαρκτό σοσιαλισμό λόγω ολοκληρωτισμού και γκουλάγκ, το ίδιο και συνέβη και με τον εβραϊκό εξαιρετισμό. Αλλά αν το σκεφτούμε ψύχραιμα, χωρίς προστατευτικές ασπίδες και μάταιες εκστρατείες στον δημόσιο χώρο, ίσως οδηγηθούμε εντέλει σε κάποια ωριμότητα.
Σημειώσεις
1. Pier Paolo Pasolini, Il fascismo degli antifascisti, Garzanti, 2018, σ. 24-25. Η απόδοση είναι του Θ.Ε. Παντούλα, ο οποίος έχει μεταφράσει και σχολιάσει εκτενή αποσπάσματα του βιβλίου. Βλ. Θεόδωρος Ε. Παντούλας, Ο φασισμός των αντιφασιστών του Pier Paolo Pasolini, Manifesto, Αθήνα 2021, σ. 24.
2. Το πολιτικό αυτό σύνθημα έχει χρησιμοποιηθεί τόσο από τους Ισραηλινούς όσο και από τους Παλαιστίνιους εθνικιστές και δυστυχώς τελευταία το ακούμε συχνά σε φιλοπαλαιστινιακές εκδηλώσεις.
3. Για όλα αυτά βλ. αναλυτικά στο Enzo Traverso, Το τέλος της εβραϊκής νεωτερικότητας. Ιστορία μιας συντηρητικής στροφής, μετάφραση: Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2020, σημαντική πηγή πληροφοριών και για τη δική μας τοποθέτηση σε αυτή την παράγραφο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]