Αν μπορούσα θα βούλωνα τα αυτιά μου. Μια χαρά είχα βολευτεί ανάμεσα στους άλλους νεκρούς και είχα ήδη ξεχάσει τι πίσω μου είχα αφήσει. Το μόνο που πλέον ζητούσα ήταν να παραμείνω στην ακινησία για πάντα, εκεί, στην υγρή και κρύα γη, στο σκοτάδι και την ατέλειωτη μοναξιά. Μα τότε ήταν που άκουσα τη φωνή σου. Σαν διαταγή που δεν άφηνε περιθώρια. Σαν κάτι που δεν γινόταν πια ούτε στιγμή να αψηφήσω. Κι από όπου τόσο χρόνο κειτόμουν, με τη μία εγέρθηκα. Με την καρδιά να χτυπά σαν τρελή βρέθηκα να περπατώ το δρόμο που οδηγούσε στον άλλο κόσμο, τον πάνω· το δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν σε εσένα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]