Για τα εικονίσματα στο Πωγώνι, αυτές τις μικρογραφίες εκκλησιών που μέσα έχουν μια-δυο εικόνες, λίγο λάδι, φιτίλια κι ένα καντήλι, ο Τάσος Πορφύρης είχε γράψει ένα βιβλιαράκι.
Λέει κάπου μέσα:
«Δέντρα, θάμνοι, αψηλά χόρτα και ριζωμένες μεγάλες πέτρες· αυτές που τις λέμε σκέμπια. Ολόγυρα μοναξιά και σιωπή ‒κομμένες σε μεγάλα χορταστικά κομμάτια απ’ τη φωνή του κότσυφα‒, συνωθούνται γύρω από τα εικονίσματα και βαραίνουν… Τοπία γνώριμα για τις ψυχές που αναπαύονται ξεντυμένες το κορμί τους που τόσο τις παίδεψε και που τόσο πολύ αγάπησαν»
Και
«…ο καιρός τραβάει την κουρτίνα του. Μονάχα το αεράκι που περνάει ανάμεσα από τα φύλλα της βελανιδιάς ακούγεται σαν διακριτικό παραπονεμένο κλάμα ‒η συμμετοχή του τοπίου στην οδύνη των ανθρώπων‒ ίδιο κι απαράλλαχτο ‒φαντάζομαι‒ όπως και τότε».
***
Κι από το ποίημα «Παλιά μουσική» για το κοιμητήριο του χωριού του, τον Άγιο Κοσμά ή Κακσιούς Πωγωνίου:
Με βοήθησε να σε βρω ο τάφος του Σωτήρη γύρω
Γύρω του μασίφ κάγκελα με καραβολάκια
Φρεσκοβαμμένα μαύρα με τ’ όνομα στο σταυρό
Και το καντήλι αναμμένο εξήντα χρόνια πέρασαν
Κι οι γονείς του ζουν όπως κι οι αδερφές του
Δεν τον ξέχασαν τα καλοκαίρια που έρχονται από
Τότε που ο Πατέρας του κράδαινε τη μάχαιρα
Στο χοροστάσι απειλώντας τον Βαγγέλη της
Κούτως ‒το φίλο του Σωτήρη‒ νομίζοντας πως
Εκείνος ήταν ο φταίχτης για τη συμφορά ενώ ο
Υπαίτιος ήταν μια ολοκαίνουργια Mils του κουτιού
Κατακόκκινη πούσκασε στα χέρια του καθώς την
Πασπάτευε ο Βαγγέλης χάθηκε κι αυτός μερικά
Χρόνια αργότερα από αρρώστια όμως καθώς ήταν
Φτωχός χωρίς ανθρώπους πίσω του ο Πατέρας είχε
Πεθάνει η Μάνα εκτελέστηκε στον εμφύλιο
Κανένα σημάδι
Δεν μαρτυράει πού αναπαύεται ο Βαγγέλης ο τόπος
Γιομάτος ασφάκες κουτσουπιές αγριολούλουδα και
Κυκλάμινα μετά τις πρώτες χινοπωριάτικες βροχές
‒Ο χρόνος 1942 ηττημένος πεινασμένος ζητιάνος‒
Τα δικά σου όμως υπάρχουν γιατί σε θάψαμε δεξιά
Του Σωτήρη και νάμαι εδώ μπροστά σου ύστερα από
Σαράντα χρόνια χαμένος σε ξένες χώρες μ’ έναν
Κασμά και φτυάρι και το γιο μου που φέρνει
Τ’ όνομά σου Κωνσταντίνος κίτρινον σιαφράνι πλάι
μου θυμόμουν τη μέρα που σε χάσαμε ψιλόβρεχε
Κι ο Κουλός την ώρα που σε κατεβάζαμε ενώ ο παπάς
Ψέλλιζε τους τελευταίους ψαλμούς έβγαλε το κλαρίνο
Από την πατατούκα κι έπιακε ένα μοιρολόι οι ψιχάλες
Ανακατεύονταν με τα δάκρυα και τα λόγια που
Γυρίζαν πίσω γιατί τα ακύρωνε ο πόνος και η μουσική
Διότι τι φελάνε τα λόγια δεν φελάνε τα λόγια δεν
Έχουν τελειωμό τα πράγματα μες την καρδιά μας
Καλέ μου ποιητή γερο-Πάουντ ποιος να τόλεγε
Ανάμεσα στις περιηγήσεις σου σε μεγάλες πρωτεύουσες
Και σε ομηρικά τοπία πως θάβρισκες καιρό να επισκεφτείς
Ένα μικρό χωριό στην επαρχία Πωγωνίου για λίγο
Όσο κρατάει η εκφορά του νεκρού και των στίχων του
Κι ύστερα αντάρα και τα βουνά χαμηλωμένα γερμένα
Στο πλάι για παρηγόρια έτοιμος ο εγγονός σου να λιποθυμίσει
Γεννημένος σ’ άλλη χώρα και δεν σε γνώριζε μονάχα από
Διηγήσεις μου και τρέμαν τα πόδια του σωριάστηκε στα χόρτα
Κι όταν άκουσα τον ήχο που κάνει το σίδερο πάνω στο σίδερο
Ξαφνιάστηκε άφησα τον κασμά κι έπιακα το φτυάρι
Φάνηκε ο σκελετός σου και παράλληλα μ’ αυτόν η κάννη
Το κινητόν ουραίον η σκανδάλη με παχύ στρώμα σκουριάς
Πάνω της, ό,τι απόμεινε από το μάουζερ που είχα παραχώσει
Κοντά σου όταν θέλησα να το ξεφορτωθώ γιατί δεν το
Είχα παραδώσει όταν έπρεπε έτσι λοιπόν μονάχα που
Προσπαθώντας να σε αναπαραστήσω με βάση τη διάταξη
Των οστών και των μερών του όπλου κάτι δεν μου πήγαινε
Καλά φαινόταν νάχεις αγκαλιάσει το ντουφέκι και νάσαι
Ξαπλωμένος στο πλάι ενώ ήσουνα σίγουρα ανάσκελα και το
Ντουφέκι ήταν παραχωμένο πλάι αλλά σε απόσταση
Από σένα ύστερα πλύναμε τα κόκκαλά σου με ξύδι τα
Τοποθετήσαμε στο μεταλλικό κουτί και στη μια πλευρά του
Γράψαμε το ονοματεπώνυμό σου με τις χρονολογίες γέννησης
Και θανάτου και τ’ ακουμπήσαμε σ’ ένα ράφι του οστεοφυλακίου
Δίπλα-δίπλα με εκείνους που κυνηγούσατε πέρδικες λαγούς κι
Αγριογούρουνα στις πλαγιές της Νεμέρτσκας κι όταν
Χτυπούσατε και κανένα ζαρκάδι το μοιραζόμαστε στον τόπο
Του εγκλήματος τώρα χορταστική σιωπή ανάμεσά σας ο
Χρόνος σάς σημάδεψε κι αυτός ποτέ του δεν λαθεύει ενώ
Απ’ έξω οργιάζει η Άνοιξη κι οι καινούργιοι παίχτες
Χωρίζονται σε ομάδες να παίξουν στο παιχνίδι απ’ την αρχή
Δοκιμάζοντας τις αντοχές τους αντιμετωπίζοντας το μέλλον
Που ετοιμάζει με περίσκεψη τις στρατιές του να τους
Συντρίψει και θα το πράξει μονάχα που απ’ τις σχισμές
Των ερειπίων πάντα ένα λουλούδι θα δοκιμάζεται ‒λιγνό
Κορμί και πέταλα‒ στη βροχή και την ορμή τ’ ανέμου.
***
Ας τον κατευοδώσουμε στα αψηλά χόρτα και τις ριζωμένες μεγάλες πέτρες, στις ασφάκες, τις κουτσουπιές, τα αγριολούλουδα.
⸙⸙⸙
[Η κηδεία του ποιητή Τάσου Πορφύρη (1931-2025) γίνεται σήμερα στις 11.30 το πρωί, από το Νεκροταφείο του Βύρωνα. Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]







