Μετάφραση-Σημείωση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
[Σημείωση: Το κείμενο αυτό είναι μια σύντομη αφήγηση των περιπετειών της ανθρώπινης γνώσης μέσα από την ανάγνωση της ποίησης του Μοντάλε. Μπορεί να άνθρωπος να υπερβεί τον γνωστικιστικό δυϊσμό που τον κατατρύχει από την αρχή του βίου του;
Φαίνεται ότι ο ποιητής για τον οποίο μιλά ο φιλόσοφος αλλά και ο ίδιος ο φιλόσοφος που διαβάζει τον ποιητή καταλήγουν μέσα από τις σκολιές οδούς του μυαλού και της ανθρώπινης εμπειρίας στην αλήθεια (όχι για να θεμελιώσουν κάποιες θεολογικές ή μελλοντικές προσδοκίες): στην αλήθεια ως πολιτική στάση με βαθιά οντολογικό –και αμετάθετο για το μέλλον– περιεχόμενο.
Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να τραγουδήσουμε σε όλα και με όλα, το φως: και με τη νύχτα δηλαδή, και με τη λάσπη και με τους πόνους και τις ελλείψεις μας, και με τον θάνατό μας (που δεν είναι ηθικό κακό) να τραγουδήσουμε ότι τα πάντα είναι φως και όχι να λατρέψουμε το σκοτάδι μας σαν φως ή να παρουσιάσουμε το σκοτάδι μας σαν λιγότερο σκοτάδι.]
Όλοι θυμούνται το ανέκδοτο, που αφηγείται ο Σωκράτης στον Θεαίτητο, για την «εύστροφη και χαριτωμένη», θρακιώτισσα υπηρέτρια, που γελάει παρατηρώντας τον Θαλή καθώς, με το βλέμμα καρφωμένο στον ουρανό και τα άστρα, δεν αντιλαμβάνεται τι έχει μπροστά στα πόδια του και πέφτει σε ένα πηγάδι. Σε μια σημείωση στο Γενοβέζικο τετράδιο, ο Μοντάλε διεκδικεί, κατά κάποιον τρόπο, και εγκωμιάζει την πράξη του φιλοσόφου, γράφοντας: «Όποιος σέρνει τα πόδια του στη λάσπη και τα μάτια του στα άστρα· αυτός είναι ο μόνος ήρωας, αυτός είναι ο μόνος ζωντανός». Το γεγονός ότι ο εικοσάχρονος ποιητής συνοψίζει και προαναγγέλλει σε αυτή τη σημείωση την ουσία της μελλοντικής του ποιητικής, δεν διέφυγε από τους κριτικούς· όμως, εξίσου σημαντικό είναι ότι αυτή η ποιητική, όπως κάθε αληθινή ποιητική, εμπεριέχει τρόπον τινά μια θεολογία, έστω και αρνητική, την οποία ένας προσεκτικός μελετητής έχει ανακεφαλαιώσει δραστικά με τον όρο «θεολογία του ψίχουλου» («Μόνο το θείο είναι ακέραιο στη γουλιά και στο ψίχουλο» – διαβάζουμε στη Ρεβέκκα, «Μόνο ο θάνατος το νικάει, αν ζητά ολόκληρη τη μερίδα»).
Η θεολογία που μας απασχολεί εδώ, όπως είναι προφανές ήδη από τον δυϊσμό «λάσπη/άστρα» της νεανικής σημείωσης και τις «σκοτεινές δυνάμεις του Αριμάν», που ανακαλεί σε μια παρέμβασή του το 1944, είναι αναμφίβολα γνωστική. Όπως σε κάθε γνωστικιστική σκέψη, οι αρχές – ή οι θεοί – είναι δύο, ένας αγαθός και ένας κακός-μοχθηρός, ένας απολύτως ξένος προς τον κόσμο και ένας δημιουργός που, αντίθετα, τον έχει πλάσει και τον κυβερνά. Στα πιο ριζοσπαστικά γνωστικά ρεύματα, ο αγαθός θεός είναι τόσο ξένος προς τον κόσμο, που δεν μπορούμε καν να πούμε ότι υπάρχει: σύμφωνα με τους Βαλεντινιανούς, δεν είναι υπάρχων, αλλά προ-ϋπάρχων (προ-ών), δεν είναι αρχή, αλλά προ-αρχή (προαρχή), όχι πατέρας, αλλά προ-πατέρας (προπάτωρ). Και όπως είναι ξένος προς τον κόσμο, έτσι είναι ξένος και προς τη γλώσσα, παρομοιαζόμενος με μια άβυσσο (βυθός) στενά συνδεδεμένη με τη σιγή (σιγή): «Η σιγή, μητέρα κάθε πράγματος που εκπορεύεται από την άβυσσο, καθώς δεν μπορούσε να πει τίποτα για τον άρρητο, σώπασε· στον βαθμό που τον κατανοούσε, τον ονόμασε ακατανόητο». Η αρνητική ή αποφατική θεολογία, τόσο αγαπητή στον Μοντάλε, ήδη από την συλλογή Σουπιοκόκκαλα («Αυτό μονάχα μπορούμε σήμερα να σου πούμε / αυτό που δεν είμαστε, αυτό που δεν θέλουμε»), δεν είναι, υπό αυτή την έννοια, παρά η άλλη όψη του γνωστικισμού. Ο προϋπάρχων θεός ονομάζει, στην πραγματικότητα, το στάδιο που προηγείται της αποκάλυψης και του γλωσσικού συμβάντος που ορίζει την ανθρώπινη συνθήκη (την ανθρωπογένεση). Ο χριστιανισμός επιχειρεί να επιλύσει τον γνωστικό δυϊσμό ταυτίζοντας τον αγαθό θεό, τον Πατέρα, με τον δημιουργό, αλλά, για να αντιμετωπίσει το κακό στοιχείο που έχει απωθήσει, πρέπει να υποθέσει την ενσάρκωση σε έναν Υιό, που, ως Χριστός, δηλαδή ως Μεσσίας, έχει την αποστολή να σώσει και να απολυτρώσει τον κόσμο.
Το μεγάλο θέμα του γνωστικισμού, στον βαθμό που εξακολουθεί να μας αφορά, δείχνει ότι στον άνθρωπο συνυπάρχουν ένα στοιχείο ξένο προς τον κόσμο και ένα εγκόσμιο, μια αγαθή και μια κακόβουλη αρχή, και ότι η ανθρώπινη ζωή καθορίζεται, ως εκ τούτου, από την αρχή μέχρι το τέλος από τη σύγκρουση και την πιθανή συμφιλίωση αυτών των δύο αντίθετων στοιχείων. Πρόκειται για ένα δυσχερές και επίμοχθο καθήκον, επειδή οι δύο αρχές – η λάσπη και τα άστρα – είναι τόσο βαθιά και αξεδιάλυτα μπλεγμένες μεταξύ τους στην επίγεια ύπαρξη, ώστε ο διαχωρισμός τους να αποβαίνει πρακτικά αδύνατος. Σύμφωνα με τη γνωστική θεολογία, την οποία ο χριστιανισμός κληρονομεί – τουλάχιστον εν μέρει– άκριτα, ο κόσμος είναι το αποτέλεσμα μιας αποβολής ή εκβολής (καταβολή ή προβολή) από την ανώτερη ουράνια σφαίρα στη χαμηλότερη υλική. Ο Ωριγένης, αναπαράγοντας γνωστικές παραδόσεις, διευκρινίζει ότι «στα ελληνικά, καταβολή σημαίνει περισσότερο απορρίπτω ή αποβάλλω (deicere), δηλαδή πετάω έξω». Οι ψυχές, παρά τη θέλησή τους, αποβλήθηκαν από την ανώτερη σφαίρα στην κατώτερη και «ντύθηκαν με πιο πυκνά και συμπαγή σώματα (crassioribus et solidioribus)» και για αυτόν τον λόγο «κάθε πλάσμα τρέφει την ελπίδα να απελευθερωθεί από τη φθορά» (η αναφορά είναι στην Προς Ρωμαίους 8,20: «Η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα χωρίς να το θέλει»… και περιμένει, με στεναγμούς και ελπίδα, να ελευθερωθεί από τη φθορά)· αλλά για τον γνωστικό, λύτρωση σημαίνει μόνο να συλλέγει με υπομονή, τις σπίθες και τα σωματίδια του θείου φωτός που έχουν συγχωνευτεί με το σκοτάδι, να τα διαχωρίζει ένα προς ένα από τη λάσπη και να τα επαναφέρει στην ουράνια πατρίδα τους.
Ότι η σύγχρονη κουλτούρα, της οποίας ο γνωστικισμός του Μοντάλε αποτελεί εδώ απλώς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, διατρέχεται και εξυφαίνεται από γνωστικιστικά μοτίβα, γίνεται φανερό από το γεγονός –που μόνο αυτονόητο δεν μπορεί να θεωρηθεί σήμερα– ότι ακόμα και το αριστούργημα της φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα περιγράφει την ανθρώπινη συνθήκη με τον όρο Geworfenheit («ερριμμενότητα» : κατάσταση του απορριγμένου, του αποβεβλημένου), ο οποίος, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, δεν είναι παρά μετάφραση του όρου καταβολή του Ωριγένη και του όρου προβολή των Βαλεντινιανών. Όμως ένα γνωστικιστικό μοτίβο υπήρχε κατά κάποιον τρόπο και στη φιλοσοφία του Πλάτωνα, όχι μόνο στην εικόνα των δύο διαφορετικών αλόγων που καθιστούν δύσκολη και επίπονη την ηνιοχία του άρματος της ψυχής στον Φαίδρο, αλλά και στο ανέκδοτο του Θεαίτητου, από το οποίο ξεκινήσαμε, καθώς και στον μύθο του σπηλαίου στην Πολιτεία. Το πρόβλημα για τον άνθρωπο, κάθε φορά, είναι το να καταφέρει να συμφιλιώσει ασυμβίβαστα στοιχεία: το μαύρο και το άσπρο, τη λάσπη και τα άστρα, το σκοτάδι της σπηλιάς και τη λαμπρότητα του ήλιου. Το καλό είναι, πράγματι, πάντοτε πλεγμένο με το κακό και δεν είναι δυνατόν να χαρίζεται παρά ως ένα λεπτό σωματίδιο, ένα διάκενο ή ένα ψήγμα φωτός συγκεχυμένο με το σκοτάδι: όπως η ίριδα στη λάσπη, σύμφωνα με την εύγλωττη εικόνα μιας από τις ύψιστες ποιητικές δημιουργίες του Μοντάλε, Το χέλι (L’anguilla). Και το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι η «σπινθηροβόλα έκλαμψη» ή η «στιγμιαία ίριδα» του καλού εμφανίζονται «διαρρέοντας / μέσα από τα βαλτόνερα», από τόπους «άγονους και ερημωμένους», όπως το χέλι (anguilla) [που στα ιταλικά είναι, εξάλλου, ο τέλειος αναγραμματισμός της φράσης “la lingua” («η γλώσσα»)]· αλλά ότι εδώ ακριβώς ελλοχεύει ο κίνδυνος για τον γνωστικό – οποίος οφείλει να διαχωρίζει τις φωτεινές σπίθες που έχουν παγιδευτεί στον βούρκο– να μετατρέψει τελικά, άθελά του, σε είδωλο το σκοτάδι από το οποίο θα έπρεπε να δραπετεύσει.
Πράγματι, ο δυϊσμός του καλού και του κακού και η μεταξύ τους σύγχυση εμφανίζονται μαζί εξαρχής και κανένα από αυτά τα δύο αρχετυπικά στοιχεία δεν μπορεί να επικρατήσει του άλλου. Η σπίθα του φωτός έχει τόσο πολύ συγκαλυφθεί και συγκεραστεί με τη λάσπη που δεν μπορεί να αποκοπεί πλήρως από αυτήν, ούτε η λάσπη μπορεί να διαχωριστεί τελείως από το ουράνιο τόξο που την περιβάλλει τόσο στοργικά. Στο γνωστικιστικό παράδειγμα, αυτά τα στοιχεία σχηματίζουν, όπως λέγεται, ένα σύστημα και ο απερίσκεπτος, που μηχανεύεται τρόπους για να τα επαναφέρει στην υποτιθέμενη αρχική τους κατάσταση διαχωρισμού, δεν μπορεί παρά να απομείνει με άδεια χέρια. Έτσι ο ποιητής, με τα πόδια του στη λάσπη, που αγωνίζεται ηρωικά να κρατήσει τα μάτια του σταθερά στραμμένα στα άστρα, δεν καταφέρνει πια να τα ξεχωρίσει από τον βόρβορο, όπου αυτά είναι απλώς μια φωτεινή ανταύγεια ή μια λάμψη του. Δεν είναι πια ικανός να βγει από το πηγάδι στο οποίο, όπως ο Θαλής, έχει γλιστρήσει. Εύλογος είναι ο ορισμός που ο Τζαντζότο μπόρεσε να δώσει στο σύμπαν του Μοντάλε, γράφοντας πως για εκείνον «η ανθρώπινη μοίρα είναι o “ενταφιασμός”, η κατάληξη σε ίζημα, στο “λιγότερο από όσα / σου άρπαξε η τάφρος μέσα στη γη”, είναι η ανακάλυψη του εαυτού μας ως μιας κολλώδους και επώδυνης αδράνειας… μέσα στην τρομαχτική μήτρα μιας αλήθειας που είναι ολωσδιόλου γήινη. Μάλιστα, θα πρέπει να την πούμε “χωμάτινη”, όπως χωμάτινος είναι ο άνθρωπος του Μοντάλε, πλασμένος από μια λάσπη που βλασταίνει σχεδόν τυχαία στη ζωή, αλλά τείνει πάντοτε να επιστρέφει στον εαυτό της». Ο άγγελος που θα έπρεπε να λυτρώσει αυτή τη θαμμένη ζωή είναι τώρα απλώς, όπως στο ομώνυμο ποίημα του 1968, ένας «μαύρος άγγελος», «ούτε ουράνιος ούτε ανθρώπινος», «από στάχτη και καπνό» ή, όπως σε ένα μεταγενέστερο ποίημα, μόνο ένα «ανεξίτηλο λάθος εκ παραδρομής». Και είναι χαρακτηριστικό ότι στο σκεπτικό απονομής του Νόμπελ το 1975 στον ποιητή διατυπώνεται ρητή επισήμανση σε «μια θεώρηση της ζωής χωρίς ψευδαισθήσεις» – η ψευδαίσθηση εν προκειμένω είναι ότι τα άστρα θα ήταν δυνατόν ποτέ να διαχωριστούν από την ιλύ. Ίσως, αντιστρέφοντας το νεανικό ρητό, θα ήταν προτιμότερο για τον ποιητή –όπως και για κάθε άνθρωπο– να κρατάει τα πόδια του στα άστρα και τα μάτια του στη λάσπη.
Η επίκληση του «φτωχού / χαμένου Νεστοριανού» στο «Ουράνιο τόξο», το ποίημα που ανοίγει την ενότητα Silvae της Θύελλας, επιτρέπει να διευκρινίσουμε τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του «γνωστικισμού» του Μοντάλε, τον οποίο μας ενδιαφέρει εδώ να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια. Οι οπαδοί του Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από το 428 έως το 432 και καταδικασμένου ως αιρετικού στη Σύνοδο της Εφέσου (431), υποστήριζαν την παρουσία δύο φύσεων στον Χριστό, της θείας και της ανθρώπινης, αλλά αρνούνταν ότι αυτές ήταν ενωμένες υποστατικά, δηλαδή οντολογικά, σε ένα και μοναδικό πρόσωπο (υπόσταση). Σε αντίθεση με τους μονοφυσίτες, που αναγνώριζαν στον Χριστό μόνο τη θεία φύση, ο Νεστόριος υποστήριζε, όπως και ο αντίπαλός του Κύριλλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας, τον διφυσιτισμό, αλλά δεν αντιλαμβανόταν την ένωσή τους, σύμφωνα με το καθ’ υπόστασιν, το πρότυπο που ο Κύριλλος κατάφερε να επιβάλει στη Ρώμη, δηλαδή οντολογικά σε μία μόνο ύπαρξη, αλλά με μιαν ηθική, θα λέγαμε, έννοια, μέσω του προσώπου (πρόσωπον) του Χριστού, που δεν ταυτιζόταν με την υπόσταση. Έτσι, η δυαδικότητα στον Νεστόριο υπερτερεί της ενότητας, η οποία, καθώς στηρίζεται μόνο στο ηθικό πρόσωπο του Χριστού, αποδυναμώνεται· γι’ αυτό οι Νεστοριανοί κατηγορήθηκαν, άδικα, ότι κήρυτταν δύο πρόσωπα στον Χριστό.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί ο Μοντάλε γοητεύτηκε από τον «φτωχό Νεστοριανό»: η ένωση μεταξύ του ανθρώπινου και του θείου, της λάσπης και των άστρων, δεν συντελείται ποτέ άπαξ δια παντός, αλλά πραγματοποιείται μόνο στιγμιαία και ατελώς, «στη γουλιά και στο ψίχουλο». Στη Φανταστική συνέντευξη του 1946, ο Μοντάλε το δηλώνει χωρίς περιστροφές, όταν σχολιάζει τη γυναικεία μορφή στην Ίριδα, «συνεχίστρια και σύμβολο της αιώνιας χριστιανικής θυσίας»: «Εκείνος που την κατανοεί είναι ο Νεστοριανός, ο άνθρωπος που γνωρίζει καλύτερα τις συγγένειες που συνδέουν τον Θεό με τα ενσαρκωμένα πλάσματα, όχι βέβαια ο ανόητος πνευματιστής ή ο άκαμπτος και αφηρημένος μονοφυσίτης». Η συγγένεια δεν είναι μία ακλόνητη υποστατική ένωση, με βάση την ουσία και τη φύση, αλλά δύσκολη και ποτέ οριστική «μέσα στη νύχτα του κόσμου», «επειδή» –όπως καταλήγει το ποίημα, που στη συνέντευξη χαρακτηρίζεται “ως κλειδί, ως τρομερό κλειδί”– «το έργο Του (που στο δικό σου / μεταμορφώνεται) πρέπει να συνεχιστεί». Η λύτρωση, η αναγνώριση και η επαναφορά στην πηγή των φωτεινών σπινθήρων που είναι αναμεμειγμένες με τη λάσπη, δεν έχει ποτέ τέλος, πρέπει να επ-αναλαμβάνεται ακατάπαυστα. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που, από τη Σατούρα και μετά, ο ποιητής εγκαταλείπει τη γνωστική του θεολογία και εξομολογείται ανοιχτά τον σκεπτικισμό του, αν όχι την απόγνωσή του. Αν υπάρχει Θεός, είναι ένας Θεός «που δεν οδηγεί στη σωτηρία γιατί δεν γνωρίζει / τίποτα για εμάς και, προφανώς, / τίποτα για τον εαυτό του».
Γι’ αυτό οι θεολόγοι αναβάλλουν επιδέξια, αλλά όχι δίχως μια δόση υποκρισίας, την οριστική αποκοπή τους από τα γήινα για τον παράδεισο που έρχεται, όταν το αναστημένο σώμα, έχοντας γίνει πνευματικό, θα αποκαλύψει τη δόξα του και η ίριδα δεν θα είναι παρά μια άλως γύρω από αυτό που κάποτε ήταν η λάσπη της σάρκας. Δεν πρόκειται εδώ για έλλειψη πίστης, ως προς την οποία οι άνθρωποι είναι πάντοτε ανεπαρκείς. Αν η πίστη είναι, όπως λέει ο απόστολος, «ελπιζομένων υπόστασις», δηλ. η πραγματική ύπαρξη αυτών που ελπίζονται, ο ποιητής εδώ, όπως ίσως κάθε άνθρωπος, δεν πιστεύει αρκετά σε αυτά που φαίνεται να μην υπάρχουν και είναι, ωστόσο, πιο πραγματικά από εκείνα που φαίνεται να υπάρχουν και συνεπώς, όπως υποδεικνύουν οι θεολόγοι, πρέπει να αναβάλλει διαρκώς τα πράγματα που ελπίζει για έναν άλλο κόσμο.
Ενάντια σε αυτήν την αδυναμία της γνώσης να υπερβεί τον ανεξάλειπτο δυϊσμό της, χρειάζεται προπαντός να εγερθεί μια πολιτική ένσταση. Και αν η στρατηγική πρέπει να είναι πολιτική, μια πρώτη τακτική κίνηση είναι να μεταφέρουμε εδώ και τώρα όλα εκείνα που οι θεολόγοι μεταθέτουν στον μελλοντικό παράδεισο. Αν το ένδοξο σώμα θα επιδείξει στον παράδεισο όλα τα όργανά του, συμπεριλαμβανομένων αυτών της αναπαραγωγής και της αφόδευσης, τότε συμφέρει να αποσπάσουμε από το μέλλον αυτήν την υποθετική δόξα για να την επαναφέρουμε στον μοναδικό δυνατό της τόπο: το σώμα μας, εδώ και τώρα. Το ένδοξο σώμα δεν είναι ένα άλλο σώμα, είναι το ίδιο σώμα, απελευθερωμένο από τα μάγια που το διχάζουν ως προς τον εαυτό του, διαχωρίζοντας τη λάσπη από τα άστρα, το φως από το σκοτάδι. Όλα, όπως διδάσκουν οι Χασιδιστές, μπορούν να είναι σπινθήρες της θεότητας και, και όπως αναφέρεται με την ωμή, καυστική γλώσσα του Ταλμούδ, «τρία πράγματα προαναγγέλλουν τον καιρό που έρχεται: ο ήλιος, το Σάββατο και το tashmish», μια λέξη που σημαίνει τόσο τη σεξουαλική ένωση όσο και την αφόδευση.
Αν το καλό είναι σύμμεικτο με το κακό, αν η ίριδα δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη λάσπη, αυτό δεν σημαίνει ότι το ένα υπάρχει μόνο αρνητικά σε σχέση με το άλλο. Αντίθετα και τα δύο, η ίριδα και η λάσπη, είναι τρόποι ή τροποποιήσεις του Θεού, που εκφράζουν –διαφορετικά, αλλά ισόκυρα– την ουσία του. Ο γνωστικός δυϊσμός καταρρέει και ακυρώνεται στη διατύπωση Deus sive natura, όπου το sive δεν εξαλείφει τη διαφορά, αλλά τη μετατρέπει σε ένα, θα λέγαμε, πολιτικό καθήκον. Το sive συνδέεται ετυμολογικά με τον σύνδεσμο sic, που σημαίνει «ούτως» ή «έτσι» (εξού και το ιταλικό sì ως έκφραση συναίνεσης). Οι τρόποι είναι το «ούτως», το «έτσι» της θείας ουσίας, το απλό και κενωτικό δόσιμό της, η αυτοκατάφασή της. Αλλά ο τόπος αυτού του sive, αυτού του «έτσι» και αυτής της συναίνεσης, βρίσκεται σε κάθε άνθρωπο, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει ύπαρξη εδώ και τώρα στα «ελπιζόμενα» πράγματα. Ο Θεός είναι η φύση, τα άστρα είναι η λάσπη, όχι με μια παράλογη, εξωπραγματική ταυτότητα, αλλά επειδή ο άνθρωπος τους παρέχει τον τόπο της αμοιβαίας συναίνεσής τους, της δύσκολης και δύσβατης αλλά απλής συνταύτισής τους. Το σκοτάδι –όπως έχει ειπωθεί από έναν άλλο ποιητή– είναι το έργο του φωτός, και τίποτα από όσα συμβαίνουν στον κόσμο δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συνεργασία τους, στην οποία κάθε άνθρωπος είναι φιλοξενούμενος και μεσάζων.
Με αυτήν την οπτική πρέπει να ξαναδιαβαστεί η πολύτιμη Μικρή Διαθήκη, που ολοκληρώνει τη Θύελλα και ίσως περιέχει τη λιγότερο ασαφή και υπεκφυγική, αν και αντιφατική, μαρτυρία της πολιτικής πίστης του Μοντάλε. Αν η ίριδα είναι εδώ η «μαρτυρία / μιας πίστης που πολεμήθηκε, / μιας ελπίδας που κάηκε πιο αργά / από ένα γερό κούτσουρο στο τζάκι», τότε δεν μπορεί να είναι αληθινό, όσο κι αν το υπαινίσσεται αμέσως μετά ο ποιητής, ότι «μια ιστορία δεν διαρκεί παρά μόνο στη στάχτη / και η αντοχή είναι απλώς η εξαφάνιση». Στους στίχους που κλείνουν τη Διαθήκη, ο Μοντάλε βρίσκει πράγματι, για πρώτη και ίσως τελευταία φορά, το νεύρο για μια ρητά πολιτική δήλωση: «Ο καθένας αναγνωρίζει τους δικούς του: η περηφάνια / δεν ήταν φυγή, η ταπείνωση δεν ήταν / δειλία, το αμυδρό μες στην τριβή στραφτάλισμα / εκεί κάτω δεν ήταν από σπίρτο».
⸙⸙⸙
[Αναρτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2024 στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Quodlibet (στη στήλη Una voce). Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Marcel Witte. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]