frear

Μια μικρή απάντηση στον Γιώργο Αράγη – του Μάκη Καραγιάννη

Παραθέτω ολόκληρο το κείμενο του Γιώργου Αράγη στο facebook στο τέλος και μεταφέρω τη συζήτηση στο frear.gr, γιατί είναι θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος και ο χώρος του fb δεν ενδείκνυται για γόνιμες συζητήσεις.

Aγαπητέ Γιώργο, χαίρομαι που η Τέχνη του Μυθιστορήματος βρίσκει έναν καλό συνομιλητή και σ’ ευχαριστώ πολύ για την προσεκτική ανάγνωση. Θέλω, όμως, να συνεχίσω τη συζήτηση μόνο για το θέμα των θεωρητικών του δομισμού και του αποδομισμού που για μένα είναι κρίσιμο.

«Δέν καταλαβαίνω γιατί ἔγινε τόση συζήτηση στό βιβλίο γιά τόν Ντερριντά, τόν Ρολάντ Μπάρτ, τόν Ντέ Μάν καί τό συνάφι τους… Πρός τί λοιπόν ἡ συζήτηση περί Ντερριντά; Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐξίσου δέν ἔχουν σημασία τά διάφορα «μετά», μεταμυθοπλασία, μεταδομισμός, μεταγλώσσα, μετακριτική κ.λπ. κ.λπ. Τό νά γράφει ἕνας κριτικός γιά ἄλλον κριτικό ἔχουμε, λέει, μεταγλώσσα. Σιγά τόν πολυέλαιο!»

Σε μια πρώτη ματιά, ίσως, να φαίνεται ότι η συζήτηση για τους θεωρητικούς που προανέφερες, μαζί με τους Φουκώ, Φρανσουά Λυοτάρ, Φρέντρικ Τζαίημσον κ.ά., είναι παρωχημένη. Ωστόσο, η όψη του μεταμοντέρνου κόσμου όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, έχει την καταγωγή στους παραπάνω και τις ιδέες τους που τον διαμόρφωσαν. Η δεκαετία του ’60 με τον «θάνατο της υποκειμενικότητας» του Φουκώ θα γκρεμίσει τη μεγάλη αξία του μοντερνισμού. Το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων του Λυοτάρ, θα κλονίσει κάθε αλήθεια που έγινε πια σχετική. Όπως γράφω και στο βιβλίο, η θετική συμβολή των θεωριών αυτών, και όσων ακολούθησαν, ήταν ότι έκριναν συνολικά τους θεσμούς, τις κοινωνικές πρακτικές και τις μεγάλες αφηγήσεις. Είναι η «εξέγερση των “υποταγμένων γνώσεων”» απέναντι στον κυρίαρχο Λόγο. Οι κριτικές αυτές άνοιξαν νέα πεδία, ιδιαίτερα στο ζήτημα των ταυτοτήτων, αναδεικνύοντας την κοινωνική, φυλετική και σεξουαλική καταπίεση με την άνθηση των φεμινιστικών, λακανικών, μετααποικιακών, queer και των πολιτισμικών σπουδών γενικότερα.

Ωστόσο, οι αντιλήψεις αυτές, για τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, παρά τη θετική τους αφετηρία, θα οδηγήσουν στον σχετικισμό που ακολούθησε. Στη διαδρομή η γόνιμη αμφιβολία και η δυσπιστία του μεταμοντερνισμού μετατράπηκε σε κραυγαλέα άρνηση ακόμη και επιστημονικών γεγονότων και όλα κατέληξαν νόμιμες μυθοπλασίες. Πίσω από τους πολιτισμικούς πολέμους του σήμερα στην πολιτική, ακόμη και στην Ελλάδα με το επεισόδιο του Καραγάτση, υπάρχει μια σθεναρή ριζοσπαστική αποδομητική κριτική, η καταγωγή των ιδεών της οποίας ανιχνεύεται ιδιαίτερα στους θεωρητικούς που αναφέραμε παραπάνω, που έχουν κυριαρχήσει τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερα στα ξένα πανεπιστήμια. Έτσι, η λογοτεχνία και το μυθιστόρημα μετατρέπονται σε πεδίο μάχης με στόχο της κριτικής ανάλυσης την «αποδόμηση της λευκής αθωότητας», την απομυθοποίηση της «ευρωκεντρικής» και «ανδροκεντρικής» γνώσης, την ανάδειξη της ταξικής πλευράς του νεοφιλελευθερισμού που εξαθλιώνει τους ανθρώπους. Ο Ευριπίδης, ο Καραγάτσης, ο Όμηρος, ο Καζαντζάκης και πολλοί άλλοι θεωρούνται ύποπτοι για αρχαϊκή βία, ένοχοι σεξισμού ή μισογυνισμού. Υπάρχουν τέτοιες πλευρές στο έργο τους; Ασφαλώς και υπάρχουν και είναι αυτονόητη υποχρέωση όχι της φεμινιστικής, αλλά οποιασδήποτε κριτικής να τις επιμετρήσει στα αρνητικά. Θα προχωρήσουμε, όμως, στην κατεδάφιση του Καραγάτση, του Καζαντζάκη, του Ευριπίδη, του Ομήρου; Αυτό είναι ένα διαφορετικό ερώτημα και δεν γίνεται με κραυγές του τύπου: «να τελειώνουμε με τους Καραγάτσηδες», με τον Όμηρο, με τον Αλμπέρ Καμύ κτλ. Αν μείνουμε μόνο στη φεμινιστική, τη φυλετική πλευρά και το resistant reading, πρόκειται για έναν χρήσιμο πολιτικό ακτιβισμό. Η λογοτεχνία, όμως, με τη σχετική της αυτονομία, είναι κάτι μεγαλύτερο και βαθύτερο, για το οποίο η αποδόμηση δεν ενδιαφέρεται και τις περισσότερες φορές με τις κραυγές, εκπίπτει σε μια εύκολη cancel culture.

Εκκρεμεί, λοιπόν, κατά την άποψή μου, μια νηφάλια συζήτηση –και αυτό προσπαθεί να κάνει, μεταξύ άλλων, η Τέχνη του Μυθιστορήματος– που θα έθετε, ίσως, ένα μέτρο αποδεκτό και συζητήσιμο για την κριτική, γιατί ενώ κρίνονται οι πάντες, το ζητούμενο είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις με την οποία γίνεται.

Φιλικά
Μάκης Καραγιάννης

Το κείμενο του Γιώργου Αράγη στο facebook (30.1.25)

Σκέψεις γιά τό βιβλίο Ἡ Τέχνη τοῦ Μυθιστορήματος τοῦ Μάκη Καραγιάννη

Ἐκτιμῶ γενικά τή δουλειά τοῦ Μάκη Καραγιάννη, ἀλλά περισσότερο τά διηγήματα Ὁ καθρέφτης καί τό πρίσμα καί τό μυθιστόρημα Τό ὄνειρο τοῦ Ὀδυσσέα. Τώρα μερικές σκέψεις γιά τό βιβλίο του Ἡ Τέχνη τοῦ Μυθιστορήματος πού μόλις κυκλοφόρησε. Ἀρχή, μέ τήν πρώτη ἐπαφή, μέ τόν λόγο. Ἡ ὁμιλία τοῦ Μ. Καραγιάννη στό βιβλίο του ἔχει ἀνεβασμένο τόνο. Εἶναι λόγος ἐξώστη ἤ σχεδόν. Ἕνας λόγος φωναχτός, δηλαδή ρητορικός, πού ἀπευθύνεται σέ πολλούς. Ὄχι ἤρεμος λόγος, ὄχι δοκιμιακός, ἀλλά ἀρκετά παθιασμένος. Ρέπει μᾶλλον πρός ὁρισμένο τύπο δημοσιογραφίας, μίγμα καθαρεύουσας καί δημοτικῆς. Ἴσως γιά τοῦτο δέν ἔχει καί προφορικότητα· τό «γιά αὐτό» καί «ἀπό αὐτό», χωρίς ἔκθλιψη, εἶναι συχνά, κάτι πού ὁ προφορικός λόγος δέν τό συνηθίζει γιά νά ἀποφεύγει τή χασμωδία. Λεπτομέρεια βέβαια. Ἐπιπλέον πρόκειται γιά μιά ὁμιλία μέ πολλούς ὅρους, πού ἡ πυκνότητά τους φτάνει κάποτε νά δυσκολεύει τόν ἀναγνώστη. Σέ κάποιες περιπτώσεις καλό θά ἦταν νά εἶναι περισσότερο ὑποψιασμένος ὁ ὁμιλητής, ὅπως στήν περίπτωση τῆς Ἐλισάβετ Κοτζιᾶ (περί ‘ἀφηγηματικῆς φωνῆς’) καί ἄλλες. Ὁ χῶρος τῆς θεωρίας εἶναι γεμάτος ἀγκάθια.

Νά ἔρθουμε ὅμως στά σοβαρότερα. Δέν καταλαβαίνω γιατί ἔγινε τόση συζήτηση στό βιβλίο γιά τόν Ντερριντά, τόν Ρολάντ Μπάρτ, τόν Ντέ Μάν καί τό συνάφι τους. «Οἱ γενναῖοι αὐτοί, ἀφοῦ κήρυξαν νεκρό τόν συγγραφέα, κάθε συγγραφέα –μέ σχολαστικότητα ὁ Jacques Derrida, πρῶτος διδάξας […], θυμᾶται πάντα νά περιβάλει μέ εἰσαγωγικά κάθε ὄνομα συγγραφέως πού ἀναφέρει, δέν ἔχω ὑπ᾿ ὄψιν μου νά ἐφάρμοσε τή μέθοδο καί στό δικό του ὄνομα ὡστόσο, οὔτε στά ὀνόματα τῶν ὅσων φίλων ἤ ἀντιπάλων μέ τούς ὁποίους συνομιλεῖ ἤ τό συχνότερο ἔρχεται σε ἀντιδικία. Ἔτσι «Πλάτων» ἀλλά Λεβί-Στρώς δίχως εἰσαγωγικά, ὀντότης καί σκιᾶς ὄναρ» (Σοφία Σκοπετέα,«Μυστήρια καί ἀποκαλύψεις» περιοδικό Σημειώσεις, τ. 29. Ἀθήνα 1987, σ. 35)) Κι αὐτά γράφονται τό 1987 τριάντα ὀχτώ χρόνια ἀπό σήμερα. Σήμερα αὐτή ἡ παρέα ἔχει ξεφουσκώσει ἤδη. Ἄλλωστε πρόκειται γιά ἐξωλογοτεχνική θεωρία. Τί θέλω νά πῶ. Θέλω νά πῶ ὅτι στόν Ὅμηρο ὑπάρχει λίγο πολύ ρομαντισμός, ὑπάρχει συμβολισμός, ὑπερρεαλισμός, μοντερνισμός. Κι ἔτσι ἔχουμε τό περιθώριο νά ἀναπτύξουμε τήν ἔννοια λ.χ. ρομαντισμός σέ εὐρύτερο λογοτεχνικό κίνημα. Τό ἴδιο μπορεῖ νά γίνει μέ τόν συμβολισμό, κ.ὅ.κ. Καμία ὡστόσο σχέση δέν ἔχει μέ τόν Ὅμηρο ἤ ἄλλη λογοτεχνική ρίζα ὁ Ντερριντά καί τό συνάφι του. Πρός τί λοιπόν ἡ συζήτηση περί Ντερριντά; Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά ἐξίσου δέν ἔχουν σημασία τά διάφορα «μετά», μεταμυθοπλασία, μεταδομισμός, μεταγλώσσα, μετακριτική κ.λπ. κ.λπ. Τό νά γράφει ἕνας κριτικός γιά ἄλλον κριτικό ἔχουμε, λέει, μεταγλώσσα. Σιγά τόν πολυέλαιο!

Ἕνα ἄλλο ζήτημα πού δέν ἀφορᾶ τόν Καραγιάννη εἰδικά, εἶναι τό ζήτημα τοῦ ἀναγνώστη. Ὁ ἀναγνώστης λέγεται σάν πρόσωπο γνωστό καί ἐφαμόζουμε πάνω του τίς διάφορες θεωρίες μας. Στήν πραγματικότητα ὁ ἀναγνώστης αὐτός εἶναι ἕνα φάντασμα. Κανείς δέν τόν ξέρει ὡς ἀναγνωστική ὀντότητα ἀπό πρακτική ἄποψη. Κι αὐτοί πού μιλᾶνε γιά τόν ἀναγνώστη μιλᾶνε ὑποθετικά ἤ ὑποκαθιστοῦν οἱ ἴδιοι τόν ἀναγνώστη: παίρνουν τίς δικές τους ἀναγνωστικές ἐμπειρίες ὡς ἐμπειρίες τοῦ κάθε, ἄγνωστου, ἀναγνώστη. Βεβαίως ἀναγνῶστες ὑπάρχουν, ἀλλά ὡς συγκεκριμένες ἀναγνωστικές πράξεις ὄχι, ἐκτός ἄν ἔχουμε ὁμολογημένες τέτοιες ἀναγνωστικές πράξεις. Ἄν μᾶς λένε δηλαδή μέ ἀκρίβεια πῶς διάβασαν ὁρισμένα βιβλία κάποιοι ἀναγνῶστες. Κατά τά ἄλλα οἱ θεωρίες πάνω στόν ἀναγνώστη εἶναι θεωρίες στό κενό.

Ὁ Καραγιάννης μπῆκε μέσα σ᾿ ἕνα πυκνό δάσος ὅρων καί θεωριῶν, ὅπου ὁ καθένας μπορεῖ νά μπερδευτεῖ καί νά χάσει τόν δρόμο του. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά ἕνα λαβύρινθο. Βγῆκε σῶος ἀπό αὐτόν τόν λαβύρινθο ὁ φίλος μας; Μάλιστα βγῆκε σῶος καί ἀρτιμελής. Πῶς τά κατάφερε, εἶχε «μίτο»; Μάλιστα εἶχε «μίτο», ἕναν σπουδαῖο «μίτο», αὐτόν πού ὅποιος δέν τόν διαθέτει χάνεται μέσα σ᾿ αὐτόν τόν λαβύρινθο ὅπου πολλοί χάνονται κάθε μέρα. Τί εἶχε λοιπόν ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου γιά τό ὁποῖο μιλῶ; Κάτι ὄχι πολύ συνηθισμένο: εἶχε λογοτεχνικό κριτήριο. Τό νά ἔχεις λογοτεχνικό κριτήριο εἶναι σάν νά διαθέτεις ἕνα ἐσωτερικό μηχάνημα σάν αὐτό πού χειρίζονται οἱ ναρκοσυλλέκτες γιά νά ἀνιχνεύουν τίς νάρκες. Ἔτσι, ὅταν ὁ συγκεκριμένος συγγραφέας ἔπεσε πάνω στόν Ντερριντά καί στό συνάφι του, τό ἐσωτερικό μηχάνημα τόν εἰδοποίησε καί ἀπάντησε ὄχι! Ὅταν ἔπεσε πάνω στόν Ρολάντ Μπάρτ, εἶπε πάλι ὄχι. Ὅταν ἔπεσε πάνω στόν Ρόμπ Γκριγιέ, εἶπε πάλι ὄχι. Γιά ὅποιον τυχαίνει νά διαβάζει ἤ νά μελετάει θεωρητικά ἔργα πάνω στή λογοτεχνία καί δέν διαθέτει λογοτεχνικό κριτήριο, εἶναι ἀπό χέρι χαμένος. Θά ταλαιπωρηθεῖ καί θά χάσει τόν καιρό του. Εἶναι ζήτημα κριτικῆς διαίσθησης, ἄν τήν ἔχεις, ὅλα καλά, ἄν ὄχι κρίμα στόν κόπο σου. Ὅσο μπορῶ νά κρίνω τό λογοτεχνικό κριτήριο, ἡ διάκριση τῆς ἤρας ἀπό τό σιτάρι ποτέ δέν λάθεψε μέσα στό βιβλίο Ἡ Τέχνη τοῦ Μυθιστορήματος. Ἐνῶ ὅσοι δέν ἔχουν λογοτεχνικό κριτήριο, δέν ξεχωρίζουν τό λογοτεχνικό ἀπό τό μή λογοτεχνικό ἀνάγνωσμα, δέχονται καί τόν Ντερριντά, καί τόν Ρολάντ Μπάρτ, καί τόν θάνατο τοῦ συγγραφέα καί πολλά ἄλλα φούμαρα.

Ἄλλο θέμα. Ὁ Φλωμπέρ, ὁ Ντοστογιέφσκη, ὁ Τολστόη τῆς Ἄννας Καρένινας, ὀ Κάφκα κι ὁ Τζέημς Τζόυς, (σ᾿ αὐτούς θά πρόσθετα τόν Γκόγκολ τοῦ Παλτοῦ, πού τόσο πετυχημένα τό γύρισε ταινία ὁ Λατουάντα, τόν Τουργκένιεφ τοῦ Πατέρες καί παιδιά, τόν Ρίλκε τοῦ Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριτς Μπρίνγκε, τόν Ε. Α. Πόε γιά τό ἐφηγηματικό του ἔργο, τόν Ντεζιαρτέν τοῦ Οἱ δάφνες κόπηκαν πού στάθηκε ἡ ἀφετηρία τοῦ Τζόυς). Ἄς μείνουμε ὅμως στούς πέντε πρώτους, Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκη, Τολστόη, Κάφκα, Τζόυς. Αὐτοί λοιπόν ἔγραψαν μυθιστορήματα στά μέτρα τῆς ἰδιοφυΐας τους, χωρίς νά λάβουν ὑπόψη τους καμιά θεωρία περί μυθιστορήματος. Καμιά τέτοια μαρτυρία δέν μᾶς ἄφησαν. Παιδεία βέβαια εἶχαν, ἀλλά δέν ἔφτανε ἡ παιδεία τους γιά νά γράψουν τά πρωτότυπα καί τόσο μοναδικά ἔργα τους, ἄν δέν εἶχαν τόν δαίμονα μέσα τους. Ἔπειτα πάνω σ᾿ αὐτά τά ἔργα μπορεῖ νά γίνει ὁποιαδήποτε συζήτηση. Ἔπειτα, ἐκ τῶν ὑστέρων, χωρίς κανένα συσχετισμό μέ τίς διάφορες καθυστερημένες θεωρίες, περί μεταμυθοπλασίας κ.λπ. Διότι ποιά ἀξιόλογα μυθιστορήματα μᾶς ἔδωσε ὁ μεταμοντερνισμός καί ἡ θεωρία του; Ἐδῶ ἔχουμε μιά παρά φύση πρόταση: ἀπό τή θεωρία πρός τήν πράξη, ἐνῶ τό φυσικό εἶναι νά προηγεῖται ἡ πράξη τῆς θεωρίας. Αὐτό μᾶς δίδαξαν οἱ παραπάνω πέντε μυθιστορηματογράφοι, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Λογγίνος καί ὁ Ὁράτιος.

Θά δώσω μόνο τήν ἀρχή ἀπό τά περιεχόμενα τοῦ τόμου Ἡ Τέχνη τοῦ Μυθιστορήματος, ὥστε νά πάρουν μιά ἰδέα οἱ ἀναγνῶστες ἀπό τή διάρθωση τοῦ ὑλικοῦ: Πρόλογος, Εἰσαγωγή (Γιά ἕναν νέο ἀνθρωπισμό, Ἡ ἐπανεφεύρεση τοῦ Μυθιστορήματος μετά τόν μεταμοντερνισμό). Τί εἶναι ἴσως τό μυθιστόρημα (Οἱ δρόμοι τοῦ μυθιστορήματος). Ἡ ἀφήγηση (Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῆς μυθιστορηματικῆς ἀφήγησης, Ἀφήγηση, ἀφηγητής, ἀφηγηματική φωνή, Telling vs showing: μιά αἰώνια διαμάχη, Τό βάρος τῆς ἰδεολογίας στήν ἀφήγηση καί ἡ συγγραφική ἠθική). Καί ἀκολουθοῦν ἄλλες δυόμιση σελίδες περιεχόμενα.

Γιῶργος Ἀράγης
Πεδινή 1/1/2025

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Jess Allen. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη