Οι γιοι της Ιστορίας
Ματίας Ενάρ, Ο χορός της προδοσίας, μετ. Χαρά Σκιαδέλλη, Στερέωμα, Αθήνα 2023.
Από τις εκδόσεις «Στερέωμα» κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ματίας Ενάρ (Mathias Enard), με τίτλο Ο χορός της προδοσίας σε μετάφραση της Χαράς Σκιαδέλλη. Η φράση είναι παρμένη από ένα χωρίο του βιβλίου. Ο τίτλος του πρωτοτύπου όμως, είναι Deserter, δηλαδή «λιποτάκτης». Υποθέτω ότι η ελεύθερη απόδοση έγινε γιατί οι δύο παράλληλες ιστορίες του βιβλίου συνέχονται από την κοινή συνθήκη της «προδοσίας».
Ένα μυθιστόρημα δύο αφηγηματικών ταχυτήτων. Από τη μία ένας λιποτάκτης που δραπετεύει από το πεδίο των μαχών, χαμένος σε κάποιο βουνό και από την άλλη η ζωή και η δράση της (φανταστικής) μαθηματικής ιδιοφυίας του Ανατολικογερμανού Πολ Χόιντεμπερ, δοσμένης από το πρίσμα της κόρης του Ιρίνας. Δύο παράλληλες ιστορίες οι οποίες έχουν τη δική τους αφηγηματική ταυτότητα. Η ιστορία του λιποτάκτη στρατιώτη ελλειπτική, φτιαγμένη να μοιάζει με ποιητική σύνθεση, με άφθονες επικλήσεις στον Κύριο, σωτηριολογική σχεδόν, με πόλεμο, αίμα, φόνους και βιασμούς. Η ιστορία του μαθηματικού συγκεκριμένη με πλήθος αναφορών στην ιστορική περίοδο της ανόδου του φασισμού και του χωρισμού της Γερμανίας, με μαθηματικές ορολογίες και τεκμήρια, εστιασμένη στην περίπλοκη σχέση ιστορίας και έρωτα.
Ο Ματίας Ενάρ γεννήθηκε στη Νιόρ της Γαλλίας το 1972. Σπούδασε αραβικά και περσικά, ενώ έχει ζήσει στη Μέση Ανατολή. Το έτος 2015 τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt, το πιο σημαντικό βραβείο της γαλλόφωνης λογοτεχνίας, για το μυθιστόρημά του Boussole («Πυξίδα»), ένα έργο για τις περίπλοκες σχέσεις ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Το 2022 του απονεμήθηκε το βραβείο Αλμπέρ Καμύ για το σύνολο του έργου του, σε αναγνώριση της σημασίας του για τον σύγχρονο μεσογειακό κόσμο. Ο Ματίας Ενάρ είναι λάτρης της επιμειξίας, των συνθέσεων που προκύπτουν ή μπορούν ενδεχομένως να προκύψουν από τις πολιτιστικές αντιθέσεις μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σε συνέντευξή του μάλιστα δήλωσε ότι ένα από τα αγαπημένα του μυθιστορήματα όλων των εποχών είναι οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα γιατί ενσωματώνει την πολιτιστική ποικιλομορφία της Ανατολικής Μεσογείου. (Βookpress, 7 Δεκεμβρίου 2018, Συνέντευξη στον Κ. Κατσουλάρη).
Οι δύο ιστορίες του Ενάρ παρά τις αντιθέσεις που σημείωσα παραπάνω, αλληλοεπιδρούν. Η Ιρίνα κόρη του μαθηματικού Πολ Χόιντεμπερ και της πολιτικοποιημένης σοσιαλίστριας Μάγιας Σάρνχορστ, με αφορμή την οργάνωση ενός συμποσίου για τη μνήμη του πατέρα της, την αποφράδα ημέρα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, στο κρουαζιερόπλοιο με τον εμβληματικό τίτλο «Μπετόβεν», κάνει μία αναδρομή στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που χώρισε τον κόσμο στα δύο και φτάνοντας πλέον στο σήμερα υπαινίσσεται ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να επαναληφθεί η ιστορία μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Το ζευγάρι του Πολ και της Μάγιας δεν υπήρξε ποτέ παντρεμένο, «ο Πολ θέλησε να ρίξει όσο το δυνατόν περισσότερο φως στον έρωτά του για να διώξει τις σκιές του. Τον έβγαλε απ’ την ατέλεια της σάρκας. Τον μετέτρεψε σε αντικείμενο του πνεύματος. Του αφιέρωσε εξήντα χρόνια απ’ τη ζωή του, ανάμεσα στη γνωριμία του με τη Μάγια το 1938 και στον θάνατό του, εξήντα χρόνια πάθους».
Η Μάγια ήταν από τα δεκαπέντε της μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος που δρούσε παράνομα από το 1933 λόγω της ανόδου του φασισμού. Ήταν μια μορφή της αντίστασης και της δημοκρατίας. Η Ιρίνα λέει πως την εγκατέλειψε για την πολιτική της καριέρα όπως είχε εγκαταλειφθεί και η ίδια. Τη Μάγια τη βρήκαν στα πόδια ενός αγάλματος, του στρατηγού Σάρνχορστ στο Βερολίνο, του οποίου έφερε και το επώνυμο. Χωρίς γενέθλια, χωρίς πατρικό επώνυμο, χωρίς πραγματική ηλικία.
Η παθιασμένη σχέση της πολιτικού της Δυτικής Γερμανίας στρατευμένης στο πλευρό του Βίλλυ Μπραντ και του διάσημου μαθηματικού, «ένθερμου κομμουνιστή σε σημείο παραλογισμού», διατηρήθηκε κόντρα στην ανάγκη της ιστορίας που τους εγκλώβισε να μείνουν σε δυτική και ανατολική πλευρά του Βερολίνου. Οι πάνω από τρεις χιλιάδες επιστολές που αντάλλαξαν ο Πολ και η Μάγια μεταξύ των ετών 1938 και 1995, χρόνος θανάτου του πρώτου, κάνουν την Ιρίνα να ασφυκτιά, έγκλειστη στην ανάμνηση των γονιών της. Στην ουσία όμως ήταν και αυτή αιχμάλωτη της κληρονομιάς του 20ού αιώνα.
Και αν αυτή είναι μία ιστορία ατελούς πάθους που μοιράζεται από τη μία και την άλλη πλευρά του Σιδηρού Παραπετάσματος, από τη μία και την άλλη πλευρά του ιμπεριαλισμού, η άλλη ιστορία του λιποτάκτη στρατιώτη έχει κάτι πιο σαρκώδες, πιο χωμάτινο, ένα πάθος για ζωή που δικαιούται να έχει ακόμη και το πιο ταπεινό και παρεξηγημένο ζώο, το γαϊδούρι. Ο αψύς στρατιώτης ξεφεύγει από τα πεδία των μαχών και κρύβεται σ’ ένα απροσδιόριστο γεωγραφικά βουνό, βρίσκοντας καταφύγιο στην παράγκα των παιδικών του χρόνων. Στον χώρο του φτάνει μία επίσης φευγάτη γυναίκα από την φριχτή ατιμία που της επιφύλαξε ο πόλεμος. Νομίζει ότι θα τη βιάσει, αυτός όμως τη φροντίζει όπως και τον πληγωμένο γάιδαρό της. Ο λιποτάκτης βρίσκεται σε μία διαρκή εσωτερική σύγκρουση. Μέσα του αναδεύονται οι φόνοι και βιασμοί που διέπραξε με την ανάγκη να συγχωρεθεί για όλα αυτά. Οι επικλήσεις στο φως του Κυρίου είναι συχνές και η γυναίκα στο βουνό είναι η σωτηρία του. Η προδοσία είναι λυτρωτική και για τους δύο.
Στη δομή του βιβλίου η αφήγηση του λιποτάκτη στρατιώτη εισχωρεί στην ιστορία του μαθηματικού Πολ Χόιντεμπερ, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, χωρίς να βαρύνει τη ροή του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σαν εργαλείο τα μαθηματικά (ο ίδιος έχει πάθος με τα μαθηματικά και είναι ισχυρός μελετητής) για να αποδώσει την καθολικότητα της ισχύος τους, σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται συνεχώς. Ο Χόιντεμπερ τρόφιμος και επιζήσας του στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, μένει πιστός στις αξίες του, στον έρωτά του προς τη Μάγια και στη δυνατότητα ύπαρξης σ’ έναν κόσμο δίκαιο. Απογοητεύεται όμως και αυτή η απογοήτευση κάνει την πίστη του να μοιάζει με εξορία. Η αποκάλυψη της δράσης της πολυαγαπημένης του Μάγιας, που κι αυτή ήταν ένα πολύπαθο γρανάζι στη ροή του ιστορικού χρόνου, κάνει την εξορία αυτή ακόμη πιο τραγική.
Η Ιρίνα η αφηγήτρια αυτού του πάθους, στο τέλος του βιβλίου φτάνει στη Βαϊμάρη, στο μεγάλο και ιερό σύμβολο της Γερμανίας για να αποδώσει τιμή στη μνήμη του πατέρα της. Στη Βαϊμάρη βρίσκεται το σπίτι του Σίλερ που μαζί με τον Βόλφι Γκαίτε σεριάνιζαν στους δρόμους της πόλης. Βορειότερα όμως βρίσκεται το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, που το 1945 ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε απομείνει με 110.000 κρατούμενους. Σε όλη τη διαδρομή η Ιρίνα αναρωτιέται πού βρίσκονται οι αλήθειες μια ζωής ψευδαισθήσεων.
Πόση αλήθεια υπάρχει άραγε στην ιστορία; Ο Ενάρ θέτει τους ήρωές του κάτω από το βαρύ πεπρωμένο της. Η «προδοσία» του καθενός έγκειται στον αγώνα του να αλλάξει αυτό που επιβάλλεται. Και επειδή αυτό που επιβάλλεται δεν είναι πάντα γνωστό και εμφανές, ο αγώνας είναι διαρκής. Από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, το Τείχος του Βερολίνου, το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, που χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο των νικητών αργότερα, την Άνοιξη της Πράγας, ο Ενάρ διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης και φτάνει στην εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία. Είναι γνωστό πλέον ότι η Ρωσία προσάρτησε τα κατακτημένα εδάφη με αμφιβόλου νομιμότητας δημοψηφίσματα, μία old school τακτική, αλλά πάντα πετυχημένη. Τα σύνορα στα βόρεια πλευρά της Ευρώπης ξαναχαράσσονται.
Σ’ αυτόν τον κόσμο της ρευστότητας οι «προδότες» του Ματίας Ενάρ αναζητούν μία σταθερά. Ματαίως. Το συμπόσιο για τον μαθηματικό Πολ Χόιντεμπερ έγινε πάνω σ’ ένα πλοίο στις όχθες του ποταμού Χάβελ, την ημέρα του χτυπήματος των διδύμων πύργων στη Νέα Υόρκη. Η ιστορία της Μάγιας και τα όσα έπραξε, τα ανακαλύπτει η ίδια της η κόρη από τους φακέλους της Στάζι. Ακόμη και ο λιποτάκτης που σχεδιάζει να πάει προς τα σύνορα, σκέφτεται πως θα υπάρχουν στρατιώτες και από τις δύο πλευρές και ότι τελικά «τα σύνορα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία είναι μια χάραξη ανάμεσα σε δύο μορφές δυστυχίας».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Valerius de Saedeleer (1867-1941). Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]