Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
Είναι καλό να συλλογιστούμε ένα φαινόμενο που μας είναι ταυτόχρονα οικείο και ξένο, αλλά που, όπως συχνά συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για τη ζωή μας ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: την εξορία. Οι ιστορικοί του δικαίου συζητούν ακόμα εάν η εξορία –στην αρχική, καταγωγική της μορφή, στην Ελλάδα και στη Ρώμη– πρέπει να θεωρηθεί ως άσκηση ενός δικαιώματος ή ως μία ποινική κατάσταση. Καθώς παρουσιάζεται, στον κλασικό κόσμο, ως η δυνατότητα που παραχωρείται σε έναν πολίτη να απαλλαγεί με τη φυγή από κάποια ποινή (συνήθως τη θανατική ποινή), η εξορία φαίνεται στην πραγματικότητα ότι είναι αδύνατον να ενταχθεί στις δύο μεγάλες κατηγορίες στις οποίες μπορούμε να διαχωρίσουμε τη σφαίρα του δικαίου από την άποψη των υποκειμενικών καταστάσεων: τα δικαιώματα και τις ποινές. Έτσι ο Κικέρωνας, που είχε γνωρίσει την εξορία, μπορεί να γράψει: «Exilium non supplicium est, sed perfugium portumque supplicii» («Η εξορία δεν είναι τιμωρία, αλλά καταφύγιο και λιμάνι σωτηρίας από τις τιμωρίες»). Ακόμη και όταν, με την πάροδο του χρόνου, το κράτος την ιδιοποιείται και, ενσωματώνοντάς την στο νομικό του σύστημα, τη θεσπίζει ως μια μορφή ποινής (στη Ρώμη αυτό συμβαίνει με τον νόμο lex Tullia του 63 π.Χ.), η εξορία συνεχίζει να είναι, στην ουσία, για τον πολίτη μία οδός διαφυγής. Έτσι ο Δάντης, όταν οι Φλωρεντινοί στήνουν εναντίον του μια δίκη για τον εξοστρακισμό του, δεν παρουσιάζεται στην αίθουσα του δικαστήριου και, προλαμβάνοντας τους δικαστές, ξεκινά τη μακρά ζωή του ως εξόριστος, αρνούμενος να επιστρέψει στην πόλη του, ακόμη και όταν του δίνεται η δυνατότητα. Το σημαντικό, μέσα σε αυτή την προοπτική, είναι ότι η εξορία δεν συνεπάγεται την απώλεια της ιδιότητας του πολίτη: ο εξόριστος αποκλείεται de facto από την κοινότητα στην οποία, ωστόσο, συνεχίζει τυπικά να ανήκει. Η εξορία δεν είναι δικαίωμα ούτε ποινή, αλλά διέξοδος σωτηρίας και καταφύγιο. Αν θέλαμε να της αποδώσουμε θεσμικά τη μορφή δικαιώματος, κάτι που η ίδια στην πραγματικότητα δεν είναι, η εξορία θα οριζόταν ως το παράδοξο δικαίωμα του να τοποθετείται κανείς έξω από το δίκαιο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο εξόριστος εισέρχεται σε μια ζώνη μη διακριτών ορίων σε σχέση με τον εξουσιαστή, ο οποίος, αποφασίζοντας την κατάσταση εξαίρεσης, μπορεί να αναστείλει τον νόμο και είναι, όπως ο εξόριστος, ταυτόχρονα εντός και εκτός του κανονιστικού πλαισίου.
Η εξορία, λοιπόν, ακριβώς επειδή παρουσιάζεται ως η δυνατότητα ενός πολίτη να θέτει τον εαυτό του εκτός της κοινότητας των πολιτών και, κατά συνέπεια, τοποθετείται σε ένα είδος κατωφλιού σε σχέση με το νομικό καθεστώς, δεν μπορεί παρά να μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σήμερα. Για οποιονδήποτε έχει μάτια για να βλέπει, είναι πράγματι έκδηλο ότι τα κράτη στα οποία ζούμε έχουν εισέλθει σε μια κατάσταση κρίσης και προοδευτικής, ασταμάτητης διάλυσης όλων των θεσμών. Σε μια τέτοια συνθήκη, όπου η πολιτική εξαφανίζεται και παραχωρεί τη θέση της στην οικονομία και την τεχνολογία, είναι μοιραίο οι πολίτες να καταλήξουν στην πράξη εξόριστοι στην ίδια τους τη χώρα. Αυτή την εσωτερική εξορία χρειάζεται να διεκδικήσουμε σήμερα, μετατρέποντάς την από μια κατάσταση που υποφέρουμε παθητικά σε μία μορφή και έναν τρόπο ζωής, που επιλέγουμε και επιδιώκουμε ενεργά. Και μόνο σε αυτή τη –διασκορπισμένη ανάμεσα στην άμορφη μάζα των πολιτών– κοινότητα των εξόριστων, μπορεί κάτι σαν μία νέα πολιτική εμπειρία να γίνει εφικτή εδώ και τώρα.
⸙⸙⸙
[Αναρτήθηκε στις 7/11/2024 στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου Quodlibet, στη στήλη Una voce. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Rin Mizuho – AI. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]