Η δικαστική αντιπαράθεση Κατσάγγελου-Μαδένη αναζωπυρώνει απρόσμενα μια ξεχασμένη αναμέτρηση από τον μακρινό 19ο αιώνα και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα ήταν άσκοπο, έστω στο περιθώριο των νομικών και ανθρωπιστικών επιχειρημάτων, να ανοίξουμε ξανά το θέμα της σχέσης φωτογραφίας-ζωγραφικής. Στην εποχή της παντοκρατορίας των εικόνων, βέβαια, μοιάζει οι φωτογραφίες να κυριαρχούν και να διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία στον δημόσιο χώρο, την ίδια ώρα που η ζωγραφική φαίνεται ν’ απευθύνεται σ’ ένα πιο ελιτίστικο και καλλιεργημένο κοινό. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Οι φωτογραφίες του Γιώργου Κατσάγγελου αποτυπώνουν γλαφυρά το ίχνος ενός κοινωνικού πρωτοκόλλου απομόνωσης από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Ο Ρολάν Μπαρτ έχει πολύ σωστά επισημάνει ότι παρά την αντιπαλότητα ζωγραφικής-φωτογραφίας, η τελευταία σχετίζεται περισσότερο με το θέατρο, μέσα από έναν παράδοξο διάσταθμο, τον θάνατο. Οι φωτογραφημένοι άνθρωποι μοιάζουν πάντα βαλσαμωμένοι και η όψη των ήδη νεκρών που τους χαρακτηρίζει οφείλεται στο θλιβερό ατελεύτητο, στο αμετάβλητο της εικόνας: σε αντίθεση με τη γνωστή, παιγνιώδη αλλά συγχρόνως και τόσο εύστοχη ρήση του Ρενέ Μαγκρίτ για τη ζωγραφική («Ceci n’est pas une pipe»: Η προδοσία των εικόνων), ο Μπαρτ σχολιάζει πως «μια πίπα φωτογραφημένη είναι πάντα μια πίπα». Το φωτογραφικό έργο είναι τις περισσότερες φορές ένα έργο καθηλωμένο στο πραγματικό και γι’ αυτό αφενός αποκλείει το τραγικό, αφετέρου η κυριολεκτική-εκθεσιακή αξία της φωτογραφίας απωθεί τη λατρευτική της σημασία, σχολιάζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.
Αντίθετα, όταν το ίδιο ακριβώς θέμα γίνεται ζωγραφικό, συμβαίνει κάτι παράδοξο: ο ζωγράφος προσδίδει εκ νέου στο ανθρώπινο πρόσωπο την αίγλη του, το αποσπά από την αντικειμενικότητα της φωτογραφίας-ντοκουμέντου, το απο-πραγμοποιεί και του ξαναδίνει το λατρευτικό του περιεχόμενο. Ποια είναι η ουσιαστική, η βαθύτερη λοιπόν διαφορά; Ότι στην περίπτωση της φωτογραφίας έχουμε την αποτύπωση της ανθρώπινης μοναξιάς ή ιδιαιτερότητας των τροφίμων ενός συγκεκριμένου ψυχιατρείου («υπήρξε εκεί, άλλοτε»), ενώ στην περίπτωση της ζωγραφικής έχουμε ένα υπαρξιακό ψυχόδραμα, ανεξάρτητο από τα δεδομένα του συγκεκριμένου χωροχρόνου («συμβαίνει τώρα και πάντοτε εδώ, μπροστά στα μάτια μας»). Τα υλικά εν προκειμένω παίζουν τον ρόλο τους: αν το ασπρόμαυρο χρώμα προσδίδει στη φωτογραφία ένταση υπονοώντας κάποτε ότι όλα τίθενται σε μια ηθική διελκυστίνδα μεταξύ λευκού/καλού και μαύρου/κακού, τα λάδια της ζωγραφικής αναβαπτίζουν το θέμα τους σε μια πολύσημη υπαρξιακή πηχτή ιλύ, τονίζοντας μέσω του αισθητικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας την εσωτερική διάσταση του έργου. Η φωτογραφία βασίζεται σ’ ένα μάτι που σκέφτεται, εκεί που η ζωγραφική προϋποθέτει ένα βλέμμα που αισθάνεται.
Αν η τέχνη είναι ο κόσμος σε επανέκδοση, όπως ισχυριζόταν ο Σοπενχάουερ, ο Γιώργος Κατσάγγελος θα έπρεπε να κολακευτεί, όχι να καταγγείλει: το έργο του Μαδένη είναι από κάποια άποψη μια επανέκδοση, εν ετέρα μορφή, του δικού του κόσμου. Αντ’ αυτού, επιχειρεί να καταστρέψει το έργο του Μαδένη, χωρίς να καταλαβαίνει ότι μ’ αυτόν τον τρόπο είναι σαν ν’ αναγνωρίζει κι ο ίδιος πως η διαφορετική τέχνη του ζωγράφου είναι πιο πλήρης νοήματος από τη φωτογραφική δική του. Αδικεί πρωτίστως τον εαυτό του.
Βιβλία αναφοράς:
Theodor W. Adorno, Αισθητική θεωρία, μετάφραση-σημειώσεις: Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000.
Walter Benjamin, Κείμενα 1934-1940 (επιλογή), επιμέλεια τόμου και σημειώσεις: Γιώργος Σαγκριώτης, μεταφράσεις: Ε. Βαροπούλου, Γ. Γκουζούλης, Γ. Κόκκινος, Α. Κούρτοβικ, Ι. Μεϊτάνη, Β. Μπιτσώρης, Γ. Σαγκριώτης, Γ. Φαράκλας-Α. Μπλατάς, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2019.
Ρολάν Μπαρτ, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1983.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Μιχάλης Μαδένης. Για το θέμα διαβάστε σχετικά εδώ και εδώ. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]