Ερχόταν σπίτι μου πάντα Κυριακή. Άκουγα τον επίμονο χτύπο του κουδουνιού. Της άνοιγα. Έμπαινε φοβισμένη, με σκυφτό κεφάλι, ψιθυρίζοντας γεια. «Γεια», της έλεγα. Αμφιταλαντευόταν αν θα έπρεπε να βγάλει το κόκκινο μπουφάν της, μέχρι που τα μικροσκοπικά της δάχτυλα αποκτούσαν την ελάχιστη βεβαιότητα που χρειάζονταν για να το κάνουν. Καθόταν σε μια καρέκλα με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα. Της έφτιαχνα τσάι. Με φωνή που μόλις ακουγόταν, χωρίς διακυμάνσεις, μου μιλούσε για τα παιδιά της που δεν ήταν καλοί μαθητές. Για τον πρώην άντρα της που δεν την άφηνε να τα βλέπει συχνά. Για τη δουλειά της στη μεταφορική εταιρία που τη βαριόταν ανυπόφορα. Για ένα ποντικάκι που, κάθε βράδυ, όταν έπλενε τα δόντια της, την κοιτούσε ακίνητο στα μάτια. Για τη μακριά σειρά τεράστιων σε μέγεθος μυρμηγκιών ανάμεσα στο ασανσέρ και την είσοδο του σπιτιού μου που έπρεπε να περάσει από πάνω της πολύ προσεχτικά, γιατί αλλιώς τα μυρμήγκια θα ταράζονταν, θα χαλούσαν τη σειρά τους και, τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση, μερικά ασφαλώς θα σκαρφάλωναν πάνω της και τότε αυτή θα ούρλιαζε πανικόβλητη. Έπινε την τελευταία γουλιά τσάι. Τα χέρια της αποκτούσαν σταδιακά ζωή και κινούνταν σε ευθεία γραμμή από τα γόνατα προς τα πάνω και πάλι προς τα γόνατα. Ξαφνικά σηκωνόταν. Άρχιζε να γδύνεται με βιασύνη. Έβγαζα κι εγώ τα ρούχα μου χωρίς να νιώθω ίχνος ερωτικού πόθου. Με αγκάλιαζε ολόγυμνη, με φιλούσε με ένα πάθος ουρανοκατέβατο. Τα άχρωμα μάγουλά της, στη διάρκεια του φιλιού, βούλιαζαν προς τα μέσα. Το αδύνατο κορμί της δεν άφηνε ούτε ένα κοκαλάκι αφανέρωτο. Τα στήθη της ίσα που σχημάτιζαν δυο ανεπαίσθητες καμπύλες. Πέφταμε στο κρεβάτι χωρίς μια λέξη, ούτε καν ένα χαμόγελο. Μόνο, κάποιες φορές, έβλεπα τα λεπτά χείλη της να σχηματίζουν βουβά το όνομα του πρώην της. Τα μαύρα, σγουρά, μακριά μαλλιά της κάλυπταν το μαξιλάρι και χύνονταν άτακτα πίσω απ’ το κρεβάτι. Το βλέμμα της μου ξέφευγε συνεχώς. Σε πέντε λεπτά είχαμε τελειώσει. Σηκωνόταν τότε αμίλητη κι έπιανε να ντύνεται με αφηρημένες κινήσεις. Εγώ έμενα ξαπλωμένος. Όταν ετοιμαζόταν μου έλεγε ένα σβησμένο γεια κι έφευγε ατημέλητη και αχτένιστη. Καμιά φορά, από την πόρτα, με λίγο πιο δυνατή φωνή, έλεγε: «Μην ξανατηλεφωνήσεις». Δεν τηλεφωνούσα ποτέ. Πάντοτε αυτή τηλεφωνούσε.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την ταινία του Ζαν Λυκ Γκοντάρ Μια παντρεμένη γυναίκα (1964). Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]