«Άντε κι εσύ, γέρασες. Πώς τό ʼπαθες και ίσιωσες λίγο σήμερα;» Σαράντα χρόνια σχεδόν πάλιωσε κι αυτή με το φορείο. Γιατί με το φορείο που έσπρωχνε μιλούσε –μονολογούσε– στο ίδιο μονόπρακτο.
Τόπος: Νοσοκομείο
Χρόνος: Επαναλαμβανόμενα στάσιμος
Πρόσωπο: Κουρασμένο
Την έβλεπες να έρχεται από το βάθος του διαδρόμου, αχθοφόρος φορτίου χωρίς γογγυσμό. Δεν παραπονιόταν. Συμμεριζόταν τον αναστεναγμό που άφηναν οι ρόδες, έσπρωχνε στηρίζοντας στον γέρικο σύντροφο τα πόδια της. Μου ήρθαν στον νου ζευγάρια ηλικιωμένων που ισορροπούν με τρόπο αξιοθαύμαστο το βάρος των χρόνων ο ένας στον άλλο. Αναρωτιέμαι γι’ αυτά τα συναισθήματα προς τα πράγματα. Μάλλον όταν τα πρόσωπα γύρω σου γίνονται στεγνά και άψυχα, βρίσκεις παρηγοριά στα πράγματα. Απαλά αγγίζεις τη ράχη της αγαπημένης πολυθρόνας του πατέρα, για ώρες καρφώνεις το βλέμμα σε εκείνο το φόρεμα με τα μικρά κίτρινα ανθάκια που φορούσε η μάνα την άνοιξη κι εσύ το κρατάς στη ντουλάπα φυλαχτό, διπλώνεις και ξεδιπλώνεις τα βαφτιστικά ρούχα του γιου ανασαίνοντας νοερά εκείνη τη μυρωδιά του νεογέννητου έρωτα. Να που τα πράγματα χαϊδεύουν την ψυχή χωρίς να ζητούν τίποτα. Ανυστερόβουλα.
Έτσι κι εκείνη. Τραυματιοφορέας. Όταν έσπρωχνε τους ασθενείς, αγωνιούσε για την τύχη τους, όπως και για την τύχη του φορείου. Όταν ήταν άδειο, εκείνη τοποθετούσε επάνω του τα δικά της τραύματα –τον βαφτιστικό σταυρό της μικρής που έχασε νωρίς σπάζοντας την ψυχή της σε μικρά κομμάτια που ποτέ δεν ενώθηκαν ξανά, τη ροζέτα που ποτέ δεν φόρεσε, γιατί τα δικά της δάχτυλα σκλήρυναν και πρήστηκαν απ’ τις δουλειές για να τα βγάλει πέρα όταν ο προκομένος αποφάσισε να ερωτευτεί ξανά, μια φωτογραφία πάνω σε πλοίο με τη θάλασσα στα μάτια, τη μόνη φορά που ταξίδεψε στη ζωή της: άχθη καρδιάς που αποφάσισε να τα χωρέσει σε αποσκευές και να τα αποχαιρετίσει, μα εκείνα όλο επέστρεφαν ως μη παραδοτέα.
Και να που σαράντα χρόνια μετά της το πήραν το φορείο. Εσωτερική μετάθεση. Δουλειά γραφείου – καλύτερα θα ʼναι, θα ησυχάσεις, θα ξεκουραστείς. Και τα τραύματά μου τι θα απογίνουν; Πώς θα περπατάω που ο τόπος δε με χωρά και βαλαντώνω;
Δεν τη σήκωνε η καρέκλα, το γραφείο, ένα παραλληλόγραμμο κουτί. Πού ο διάδρομος στις πτέρυγες του νοσοκομείου που περπατούσε τους καημούς της; Ζήλευε όσους περνούσαν έξω από την πόρτα της και τη μακάριζαν για την καλή της τύχη. Μα εκείνη έβλεπε στους τοίχους να σκαρφαλώνουν τα τραύματα, να αναρριχώνται απαιτώντας να φτάσουν στο ταβάνι, να το τρυπήσουν δραπετεύοντας.
Αυτά τα δικά της τραύματα, πληγές σαν τρύπες σε ρούχο που φωλιάζουν στις πτυχώσεις και φαίνονται μόνο σε κάποιες κινήσεις και μόνο στα δικά της μάτια, ακολουθώντας ξεκίνησε μια μέρα να σκαρφαλώνει. Τρύπησε το ταβάνι. Βγαίνοντας την περίμενε το γέρικο φορείο. Ολόκληρη ένα τραύμα ξάπλωσε στη γνώριμη αγκαλιά. Μονόπρακτο. Έξοδος ηρωική. Τέλος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Helen Levitt. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]