Χλόη Κουτσουμπέλη, Ιερεμιάδα, Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2023.
Βρισκόμαστε στο έτος 2035. Το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού της γης έχει εξοντωθεί από μία πανδημία, ενώ ο ίδιος ο πλανήτης δείχνει να έχει ανακάμψει σημαντικά από την ανθρώπινη κακομεταχείριση και την ανελέητη λεηλασία αιώνων. Το καρκίνωμα που ονομάζεται άνθρωπος υποχωρεί και ο πλανήτης σταδιακά συνέρχεται. Όμως το προαιώνιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης του ιού άνθρωπος, μπροστά στο οποίο ο ιός Κέρβερος της Ιερεμιάδας μάλλον ωχριά, επιμένει, αντιστέκεται και παλεύει να επιζήσει. Η προαιώνια πάλη στο ζωϊκό βασίλειο: «Ο θάνατός σου η ζωή μου». Έτσι απλά και πεσιμιστικά ή μήπως ρεαλιστικά τελικά;
«Αυτός ο ιός, που ονομάσαμε Κέρβερο», γράφει η Άννα, μία εκ των αφηγητριών, «αργά και σταθερά μας διαλύει. Στο τέλος όλοι καταντάμε ένα άδειο σαρκίο, κενό από οποιαδήποτε σκέψη ή συναίσθημα… Φαίνεται ότι ο πλανήτης Γη θέλει πια να ξεφορτωθεί αυτό το πομπώδες ζώο που με την ύβρη, την πλεονεξία του… απειλεί την ύπαρξή του.» (σελ. 22)
Διαβάζοντας την Ιερεμιάδα, το πρόσφατο μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη από τις εκδόσεις Εστία, για το οποίο αρκετές αναγνώσεις έχουν ήδη δημοσιευτεί, τολμώ να πω ότι βρέθηκα στο εντελώς δικό μου στοιχείο. Ονομάζεται πολιτισμική θεωρία και, μια και η ίδια η συγγραφέας δηλώνει ξεκάθαρα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της την πρόθεσή της «να γράψει ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες», δεν θα μπορούσα παρά να το διαπλεύσω αναγνωστικά με τον τρόπο που κι εγώ ξέρω καλύτερα, έχοντας ως βασικό άξονα της ανάλυσής μου την έννοια της ετεροτοπίας, όπως την ορίζει ο Μισέλ Φουκώ στην ομώνυμη πραγματεία του. Ωστόσο, η έννοια της ετεροτοπίας, που στην περίπτωση της Ιερεμιάδας είναι επιπλέον και εσχατολογικά δυστοπική, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι κι εκείνων των εννοιών που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές δομούνται και εξελίσσονται στις από καταβολής κόσμου ιδεολογικά υποκινούμενες ανθρώπινες κοινωνίες, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Στο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη, το οποίο εμπίπτει στο λογοτεχνικό είδος της λεγόμενης δυστοπικής μυθοπλασίας, οι συνθήκες συνύπαρξης των ηρώων και των ηρωίδων είναι ιδιαίτερες. Χωροχρονικά οριοθετημένες και απόλυτα περιχαρακωμένες σε συγκεκριμένους ετεροτοπικούς χώρους και σε συγκεκριμένο μελλοντικό χρόνο: Στο Νοσοκομείο-Μοναστήρι πάνω στο νησί Άλφα, και, παράλληλα, στο υπόγειο Καταφύγιο του ίδιου νησιού σε συγκεκριμένο χρόνο, που τοποθετείται γύρω στο έτος 2035. Εκεί, οι χαρακτήρες (εννιά γυναίκες, τέσσερις άντρες κι ένα παιδί) ζουν, κινούνται, αφηγούνται και αλληλεπιδρούν γραπτώς, κυριολεκτικά έγκλειστοι και αποκομμένοι από τον υπόλοιπο, ήδη εντελώς αλλαγμένο και διαφορετικό πλέον κόσμο, υπό τον διαρκή φόβο της οριστικής απώλειας της μνήμης και τελικά της ίδιας τους της ζωής. Έχουμε ένα πλέγμα συσχετισμών σε ακραίες κοινωνικές καταστάσεις όπου οι σχέσεις ξεφεύγουν απ’ το «κανονικό, αφού μια ετεροτοπία ξεκινάει να λειτουργεί πλήρως όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό τους χρόνο», σύμφωνα με τον Φουκώ.
«…Στο Μοναστήρι αυτό έχουμε επιτύχει να δημιουργήσουμε έναν μικρό πυρήνα, έναν θύλακα ανθρωπινότητας, έναν κόσμο κουβούκλιο μέσα στον οποίο παλεύουμε να διατηρήσουμε ένα μίνιμουμ ψυχικής υγεία και ισορροπίας με όποιον τρόπο μπορούμε…» (σελ. 174) γράφει στα ιατρικά του αρχεία ο Ιάκωβος σχολιάζοντας επίσης το γεγονός ότι «έχουν βέβαια διαμορφωθεί ανάμεσά μας και κάποιες πολύπλοκες σχέσεις» (σελ 174).
Κι ενώ η γραφή στην Ιερεμιάδα είναι ρεαλιστική, η αρραγής αφήγηση υπονομεύεται και η συγγραφέας προκρίνει τη λεγόμενη σπονδυλωτή αφήγηση, επενδύοντας στην αποσπασματικότητα, την ασυνέχεια και τη σύζευξη ετερόκλητων νημάτων, τα οποία όμως χαρακτηρίζει μια εσωτερική συνοχή, αφού περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο θεματικό άξονα, που δεν είναι άλλος από την καθημερινή διαχείριση της ύπαρξης και του αγώνα για επιβίωση. Η διαδοχικές αφηγήσεις, που εκφέρονται εν είδει ημερολογιακών καταγραφών από διαφορετικά πρόσωπα, είναι όλες πρωτοπρόσωπες, (πλην εκείνης της ιδιαίτερης εγκιβωτισμένης, τριτοπρόσωπης με τίτλο «Η γυναίκα και η σκιά της», που πραγματικά χρήζει ξεχωριστής μελέτης) με κύριο γνώρισμά τους το αμιγώς υποκειμενικό στοιχείο. Αρθρώνονται στην ιδιόλεκτο του κάθε χαρακτήρα, αντανακλώντας έτσι το γνωσιακό επίπεδο, τη συναισθηματική κατάσταση, τα υφέρποντα τραύματα αλλά και τις κοινωνικές και ταξικές καταβολές του καθενός και της καθεμίας. Συνεχώς αλληλοεπικαλύπτονται και συχνά αυτοαναιρούνται λόγω ελλειμματικής ή και εντελώς απούσας μνήμης, με αποτέλεσμα ένα παλίμψηστο πολλαπλών οπτικών, το οποίο καθιστά αδύνατη τη διάκριση μεταξύ αλήθειας και ψεύδους. Πολύ ενδιαφέρον το αφηγηματικό τέχνασμα της Κουτσουμπέλη, αφού τελικά παραπέμπει σε κοινά βιώματα όλων μας, στις γνώριμες μας, όχι απαραιτήτως ετεροτοπικές, ανθρώπινες κοινωνίες των fake news, της αλόγιστης άσκησης εξουσίας των ισχυρών κατά των αδυνάτων, της παραπλάνησης και των αντικρουόμενων συμφερόντων σε προσωπικό, εθνικό και πλανητικό επίπεδο.
Οι εν λόγω αφηγήσεις δομούνται γύρω από την καθημερινότητα δύο ομάδων, επιζώντων μιας θανατηφόρας πανδημίας που προκλήθηκε από τον ιό που ονομάζεται Κέρβερος, και ο οποίος σταδιακά προσβάλλει το ανθρώπινο σώμα, στερώντας του αρχικά τη ικανότητα της ομιλίας, κατόπιν της μνήμης, ενώ στο τελικό στάδιο ο ασθενής εισέρχεται σε κώμα πριν τελικά καταλήξει. Η μία εκ των ομάδων, εν μέσω στερήσεων βασικών αγαθών και κακουχιών, και με τα περισσότερα μέλη της να έχουν νοσήσει, βρίσκει καταφύγιο σε ένα μοναστήρι που λειτουργεί και ως υποτυπώδες νοσοκομείο, ενώ η δεύτερη, η οποία αποτελείται από μία ελίτ διακεκριμένων επιστημόνων που δεν νόσησαν, διεξάγει έρευνες και πειράματα με στόχο την καταπολέμηση του ιού, διαβιώντας με όλες τις απαραίτητες ανέσεις σε ένα ειδικά κατασκευασμένο, υπερ-προστατευμένο υπόγειο καταφύγιο. Έχουμε λοιπόν, δύο ξεχωριστές ετεροτοπίες, δύο διακριτούς κοινοβιακούς πυρήνες οι οποίοι λειτουργούν με συγκεκριμένους κανόνες και κλίμακες ιεραρχίας, ως μικρόκοσμοι των ευρύτερων ανθρώπινων κοινωνιών με όλα τους τα χαρακτηριστικά σε σμίκρυνση ή και μεγεθυμένα: Με τα «πρέπει», τα «θέλω», τα πάθη, τις φαντασιώσεις, τα τραύματα της πρότερης ζωής τους, αλλά και της τωρινής, τις συγκρούσεις, τις έχθρες, τις συμμαχίες, τους έρωτες, τα μυστικά, τα ψέματα και τα έμφυλα στερεότυπα, πάντα υπό την απειλή του ιού και τον φόβο της τελικής κατάληξης. Η μνήμη, που άλλοτε χάνεται εντελώς και άλλοτε επανέρχεται μερικώς, παίζει επώδυνα παιχνίδια τεντώνοντας τον ψυχισμό των χαρακτήρων στα άκρα, ενώ η απουσία του λόγου δυσχεραίνει την επικοινωνία, η οποία πλέον συντελείται μόνον μέσω της γραφής, και βέβαια τη δυνατότητα διάκρισης μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, γεγονότος και μύθου: Όπως γράφει και η αφηγήτρια, Άννα, κάνοντας αναγωγή στην τέχνη της ζωγραφικής:
«Αναρωτιέμαι, αν κάθε ένας και κάθε μία από εμάς έλεγε τη δική του αλήθεια, ο πίνακας που θα ζωγραφίζαμε για το τι έγινε πραγματικά τον τελευταίο μήνα στο Μοναστήρι θα άλλαζε κάθε φορά, ανάλογα με το ζωγράφο-αφηγητή.» (σελ. 255)
Σύμφωνα με τον Φουκώ, οι ετεροτοπικοί χώροι ή ετεροτοπίες, αποτελούν πραγματικούς φυσικούς ή πνευματικούς χώρους που λειτουργούν ως χώροι ετερότητας σε παράλληλη ύπαρξη με τους υπόλοιπους τόπους της καθημερινότητας. Διέπονται από συγκεκριμένα πρωτόκολλα λειτουργίας, αντανακλώντας την ευρύτερη κοινωνία μέσα από την οποία προήλθαν. Τα ετεροτοπικά κοινωνικά σχήματα δεν είναι ελεύθερα προσπελάσιμα, διότι απαιτούν για την είσοδο σε αυτά πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις λ.χ. κάποιου είδους εξαναγκασμό, μία ειδική άδεια ή και μία ιεροτελεστία. Έτσι ακριβώς λειτουργούν οι δύο κοινότητες στο νησί Άλφα και μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων αναδύονται ακόμη πιο οξυμένες οι αντιφάσεις των δομών των παραδοσιακών κοινωνιών. Επιτελούνται ρόλοι, προβάρονται μάσκες, αποκρύπτονται ή προβάλλονται γεγονότα, δίχως απαραιτήτως να επιτυγχάνεται η μετάβαση των εκάστοτε αφηγητριών/των σε μια άλλη ταυτότητα, ειδικά υπό συνθήκες μερικής ή πλήρους αμνησίας και αφωνίας.
Η τέχνη του να γίνεσαι άλλος, όχι απαραίτητα σαν τέχνη της απάτης, αλλά σαν τέχνη της αναζήτησης νέων μορφών υποκειμενικότητας, είναι κάτι που ανθεί στις ετεροτοπίες, και στο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη αυτή η τέχνη ως αφηγηματικό τέχνασμα ενισχύεται λόγω και της βιολογικής νόησης του σώματος, κι αυτό είναι κάτι που θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρον στην Ιερεμιάδα. Διακρίνουμε επίσης μια θεατρικότητα, κάτι σαν επιτέλεση της προσέγγισης του «Άλλου», που αντιστοιχεί μεν στις συγκεκριμένες ετεροτοπικές συνθήκες μιας δυστοπίας, παραπέμπει ωστόσο και στην ευρύτερη πραγματικότητα των ανθρώπινων κοινωνιών. Μια επιτελεστικότητα της ύπαρξης και επιτέλεσης ρόλων που δεν αποσκοπεί μόνο σε ταυτίσεις, αλλά και σε δοκιμές, σε αρνήσεις, όμως ταυτόχρονα και σε καταφάσεις ρόλων, σε υβριδικές εν γένει καταστάσεις και υποκειμενικότητες. Κι αυτό επειδή το ανθρώπινο όν είναι έρμαιο της βιολογίας του, αλλά κυρίως του πολιτισμού, αμφότερα αδιαχώριστα και αδιάσπαστα μέρη του συνόλου της ύπαρξής του. Σ’ αυτό ακριβώς το πλέγμα των μηχανισμών και των ρόλων, απ’ το οποίο αναδύονται όλα τα είδη των σχέσεων εξουσίας που διατρέχουν όλες τις σφαίρες της ζωής των ανθρώπων μάς παραπέμπει η δυστοπική Ιερεμιάδα της Χλόης. Τονίζεται δε ιδιαζόντως το γεγονός ότι η εξουσία εμπεριέχεται και στον λόγο, προφορικό και γραπτό, και επιβάλλεται μέσω της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων κάθε εποχής, αφού αυτό που οι εκάστοτε ιδεολογικοί μηχανισμοί των ανθρώπινων κοινωνιών προωθούν ως αληθές προκαλεί υπακοή, ακόμη κι όταν το μαύρο βαφτίζεται άσπρο ή και το αντίθετο. Αν και ο προφορικός λόγος στην Ιερεμιάδα τίθεται σε αναστολή και αντικαθίσταται από τη γραφή, τίποτε δεν φαίνεται να αλλάζει σε σχέση με τον τρόπο που ενεργούν τα ανθρώπινα υποκείμενα. Το σημαντικότερο στοιχείο, λοιπόν, στο μυθιστόρημα της Κουτσουμπέλη και κύριος άξονας της προβληματικής και των επί μέρους θεματικών του είναι η σχέση εξουσίας και υποκειμένου, κάτι που ίσως δεν τονίστηκε επαρκώς στις μέχρι τώρα αναγνώσεις του. Σύμφωνα με τον Φουκώ, το υποκείμενο δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα με υπερ-ιστορικά χαρακτηριστικά, αλλά αναδύεται ως το αποτέλεσμα των εκάστοτε κυρίαρχων εξουσιών που ασκούνται στο άτομο, ενώ καταδεικνύει την ίδια τη φύση της εξουσίας, ως σχέση που μετατρέπει το άτομο σε υποκείμενο (και αντικείμενο) μέσω των ιδεολογικών της μηχανισμών χειραγώγησης και επιτήρησης.
Μέσα από την Ιερεμιάδα της Κουτσουμπέλη αυτό που εισπράττουμε είναι μια μικρογραφία των υποκριτικά ανθρωπιστικών κοινωνιών μας, που παρόλα τα ευχολόγια, τις κατά καιρούς καλές προθέσεις, τις ένθερμες διακηρύξεις, τα παθήματα, που δεν γίνονται σχεδόν ποτέ μαθήματα, τις δράσεις και τις επαναστάσεις που δεν φαίνεται να είναι σε θέση να προσδοκούν, να επιδιώκουν τελικά, ένα διαφορετικό, πιο δίκαιο, πιο εν-συναισθητικό τρόπο ύπαρξης, εφόσον συνεχίζουν να πορεύονται με τους πολλαπλώς δοκιμασμένους, και μάλλον αποτυχημένους τρόπους, διαχείρισης των κοινωνιών τους και του πλανήτη που τους υπομένει. Για πόσο ακόμα άραγε; Και θα ήθελα να κλείσω με το εισαγωγικό εμβληματικό κείμενο του Καρόλου Ντίκενς από την Ιστορία δύο Πόλεων που καταμαρτυρεί το απαράλλαχτο των εποχών της ανθρώπινης κατάστασης και που τόσο ταιριαστά ενσωμάτωσε στο δικό της διακείμενο η Κουτσουμπέλη:
Ήταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του Φωτός, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, πηγαίναμε όλοι γραμμή για τον Παράδεισο, πηγαίναμε γραμμή όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση – κοντολογίς, η περίοδος εκείνη έμοιαζε τόσο πολύ με την τωρινή, που κάποιες από τις πιο θορυβώδεις αρχές της επέμεναν, για καλό ή για κακό, να γίνεται αντιληπτή με ακραίες αντιθέσεις μονάχα… (σελ. 317)
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Rin Mizuho (με ΑΙ). Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]








