Κούλα Αδαλόγλου, Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος, Μελάνι, Αθήνα 2022.
Μέσα σε τοπίο άνυδρο κι άγονο δύο ξερόκλαδα μοιάζουν να ερωτοτροπούν. Σμίγουν και απομακρύνονται, αγγίζονται τη μια στιγμή και την επόμενη χωρίζουν χωρίς καλά καλά να γευτούν, να χορτάσουν το ένα το άλλο. Και κάτω από την εικόνα ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής της Κούλας Αδαλόγλου ως δήλωση ηχεί, ως αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα και απόρροια βιωμένης γνώσης και εμπειρίας: Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
Και ήδη από το καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου υποψιαζόμαστε πως αποστάσεις θα μας εμπιστευτεί η καλή ποιήτρια, απουσίες και ξενιτεμό, εξελίσσοντας κι ολοκληρώνοντας τη θεματική των προηγούμενων ποιητικών της συλλογών. Άραγε, σε ποιο νόστο θα μας μυήσει αυτή τη φορά, σε ποια επιστροφή;
Στην επιστροφή του ξενιτεμένου στη γενέθλια γη, στα μέρη που μεγάλωσε, στη μήτρα που τον ανέθρεψε, στον μητρικό καθησυχαστικό παλμό, στο ασφαλές λιμάνι, σε πρόσωπα οικεία κι αγαπημένα; Ή μήπως στην επιστροφή στον έσω τόπο, στα κομμάτια της ψυχής τα πληγωμένα, τα τραυματισμένα, τα λιγότερο φροντισμένα; Σε κάθε περίπτωση, απόκρημνος, δύσβατος και κακοτράχαλος ο δρόμος της επιστροφής. Κι αν το ταξίδι φαντάζει γοητευτικό, αν ο νόστος θεραπευτικός, ιαματικός και λυτρωτικός αποδεικνύεται, είναι γιατί πληγές και τραύματα σέρνει ξοπίσω του. Πολύ καλά το γνωρίζει αυτό η ποιήτρια. Το επιβεβαιώνουν, άλλωστε, και οι πρωταγωνιστές των ποιημάτων της.
Η ποιητική συλλογή «ανοίγει» με στίχους της Οδύσσειας, που μας πληροφορούν πως πιότερο για τον νόστο του Τηλέμαχου η Πηνελόπη αγωνιά παρά για τον Οδυσσέα, και με την επιστροφή του ομηρικού ζεύγους σε Μία Καθημερινότητα, που μακράν απέχει από το νόστιμον ήμαρ που υποσχέθηκε ο Όμηρος. Η Πηνελόπη συνηθίζει να κοιμάται πάλι μαζί με τον Οδυσσέα, να τον περιποιείται και να τον φροντίζει, όταν αυτός σφαδάζει από φριχτούς εφιάλτες που ταράζουν τα βράδια του και γεμίζουν αίμα και σήψη τα σεντόνια του. Κι ο Οδυσσέας από την άλλη με τρυφεράδα και στοργή σμίγει μαζί της τις νύχτες που λυγμοί πνίγουν τον ύπνο της.
Στις τελευταίες στροφές του ποιήματος, όμως, προβάλλεται η σύγχρονη καθημερινότητα Εκείνου και Εκείνης. Τα ονόματα του Οδυσσέα και της Πηνελόπης απουσιάζουν. Στη θέση τους οι αντωνυμίες. Και μέσα σε αυτές αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, το είδωλό μας είναι αυτό που καθρεφτίζεται. Και ήδη από το πρώτο ποίημα νιώθουμε πως η ποιήτρια έμπνευση αντλεί από την αγαπημένη της Οδύσσεια, το δικό μας έπος για να αφηγηθεί, μούσα για να γίνει της δικής μας αγωνίας, του πόνου και της περιπέτειας. Η έγνοια της πιότερο για μας, τους αντιήρωες της καθημερινότητας, τους Σύγχρονους Οδυσσείς, παρά για τους αγαπημένους της ομηρικούς ήρωες.
Όλοι γίναμε Οδυσσείς,/ όχι Κανένας ούτε Ούτις,/Οδυσσείς με ταυτότητα. (σελ.20)
Χαρακτηριστικό αναγνωρίσιμο της γραφής της η συνδιαλλαγή με την παράδοση, με μύθους αρχαίους και αρχετυπικά μοτίβα προκειμένου να γεφυρώσει το παρόν με το παρελθόν, να αποτυπώσει την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης, να κατανοήσει το βάσανο της περιπλάνησης και της αναζήτησης στη συνέχεια του χρόνου. Γι’ αυτό οι συμβολισμοί που αξιοποιούνται, αν και ευανάγνωστοι, δεν προσφέρονται για επιφανειακές προσεγγίσεις. Οι αλληγορίες αναδιαμορφώνονται, νοηματοδοτούνται και ερμηνεύονται εκ νέου, επιτρέποντας στον αναγνώστη τις δικές του ταυτίσεις και αναβιώσεις. Έτσι, ο καθείς με την Ιθάκη του, ο καθείς με τον νόστο που του έλαχε.
Οι νόστοι γίνονται με πολλούς τρόπους/με αναταράξεις και σκαμπανευάσματα. (σελ. 19) Κι είναι πολλών ειδών: ο ξεχειλωμένος νόστος που βαραίνει πάνω του, ο νόστος που ξεθηλυκώθηκε, κι εκείνος ο άλλος νόστος που επί ματαίω προσδοκά η Πηνελόπη, αφού μετά την επιστροφή του Οδυσσέα πάντα κάποια απομάκρυνση την παιδεύει. Εξ ου κι ο τίτλος της πρώτης ενότητας της ποιητικής συλλογής: «Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης».
Ωστόσο, η αμφιθυμία φαίνεται να διατρέχει όλη τη συλλογή κι όχι μόνο τα κείμενα της πρώτης ενότητας. Από τη μια ο πόθος και η λαχτάρα για επιστροφή, η χαρά του ταξιδιού και της συνάντησης και από την άλλη η θλίψη, η απογοήτευση και η διάψευση κάθε φορά που η επιστροφή κρίνεται δύσκολη ή αδύνατη ή κάθε φορά που η αποξένωση ανάμεσα σε αυτούς που συναντιούνται, εξαιτίας του χρόνου και της απόστασης, καταδικάζει την παρουσία σε απουσία.
Μια ζώσα απουσία, λοιπόν, μια μελαγχολική διάθεση νοσταλγίας και αναπόλησης νοτίζει τους στίχους αυτής της ενότητας. Ο νόστος γίνεται καμβάς θεματικός για να ξετυλιχτούν πάνω του υπαρξιακές αγωνίες, που ταλανίζουν το ποιητικό υποκείμενο, και να αναδυθούν ερωτήματα, συχνά αναπάντητα, για τη μοναξιά, την απώλεια, τον χρόνο, τα γηρατειά, τον θάνατο. Έντρομη τρέχει το πρωί η Πηνελόπη μπροστά στον καθρέφτη για να αναμετρηθεί με τον χρόνο που κλέβει τα νιάτα από την όψη της και ανοίγει κόκκινο σημάδι στο αριστερό της στήθος. Κι η άλλη η Σύγχρονη Πηνελόπη εν πτήσει ατενίζει τον θάνατο κι εναγωνίως απ’ τη ζωή γραπώνεται παζαρεύοντας: Ας χασομεράει ο θάνατος, ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο. (σελ. 19)
Σκληρός και αμείλιχτος ο χρόνος, ο φθοροποιός, διαστέλλει τις αποστάσεις, συνδράμει τις απουσίες, ξεθωριάζει τις εικόνες των αγαπημένων ξενιτεμένων προσώπων: Στον αύλειο χώρο/πρόσωπα χωρίς μάτια/χωρίς βλέμμα/χωρίς πρόσωπο (σελ. 14). Άλλες φορές πάλι η μνήμη επίμονη και δύστροπη αντιπαλεύει τον χρόνο και πασχίζει με την αλαφράδα και τη δύναμη των αναμνήσεων να γλυκάνει τον πόνο του αποχωρισμού. Θέλουν όμως προσοχή οι αναδρομές, οι ενθύμησες αλλοτινών ευτυχισμένων καιρών, γιατί δεν αργεί η ψευδαίσθηση μιας ποθητής επιστροφής να ανοίξει περισσότερο το τραύμα: Κάποιες φορές κατεβαίνοντας την Αριστοτέλους –φταίει ο ήλιος ή το σούρουπο αναλόγως– νομίζω πως σε βλέπω… Πήρε φόρα η απομάκρυνση και με τα ταράζει στους πτερυγισμούς… (σελ. 15-14).
Πολλά είναι τα ποιήματα της συλλογής που δομούνται πάνω στον άξονα του χρόνου όπως το σπαραχτικό τρίστροφο «Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια» που θυμίζει καταχώρηση ημερολογιακή, σημείωμα αυτοβιογραφικό. Μια μάνα αναπολεί τα ξέγνοιαστα παιδικά καλοκαίρια του ξενιτεμένου γιου. Η αλλαγή των χρονικών βαθμίδων από στροφή σε στροφή συνοδεύει την αλλαγή της συναισθηματικής συνθήκης καταγράφοντας τις ψυχικές της διαδρομές: Ήταν όμορφα τα καλοκαίρια… Ύστερα δυσκόλεψαν τα πράγματα. Διαπίστωσες πως κουβαλούσα στις αποσκευές μου τον ομφάλιο λώρο. Κρυφά τον πέταξες –καιρός ήταν, είχε αρχίσει να μουχλιάζει. Έμεινα ένας βράχος που διαβρωνόταν συνεχώς… (σελ. 17)
Αναμφίβολα πρόκειται για ποίηση βιωματική, όπου όμως η ποιήτρια κατορθώνει με ευαισθησία κι επιδεξιότητα να συγκεράσει το ατομικό με το συλλογικό βίωμα, αφήνοντας τον αναγνώστη να περπατήσει συνοδοιπόρος στα μονοπάτια της, να αντικρύσει σπαράγματα του δικού του ταξιδιού και να χαράξει τις προσωπικές του πορείες.
Όσο το σμίξιμο κι η επαφή αποτελεί ανέφικτο ζητούμενο, τόσο διαπιστώνεται με λεπτή ειρωνεία, χιούμορ πικρό κι αυτοσαρκασμό πως προς το παρόν οι μόνοι που παλιννοστούν είναι οι οριστικά απόντες στο τέλος της πρώτης ενότητας: Προς το παρόν ο μόνος νόστος είναι κάποιων νεκρών στον ύπνο μου… Ελπίζω να μη φύγω κι εγώ μαζί τους for ever. (σελ. 29)
Στη δεύτερη ενότητα με τίτλο «Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά», γινόμαστε μάρτυρες του εσωτερικού νόστου της ποιήτριας, παρατηρούμε τις παλινδρομήσεις της ανάμεσα στον έσω και έξω κόσμο της, στο τότε και στο τώρα, στο εδώ και στο εκεί, στην πατρίδα και στον ξένο τόπο, όπου σεργιανά μία άστεγη προσαρμογή και διαπιστώνει αποκαρδιωμένη πως δεν έχει τόπο να σταθεί, έχει χαθεί ανάμεσα σε μιαν Ιθάκη και στη μεγάλη νήσο της Εσπερίας. Μόνο της καταφύγιο το ποίημα που θα γραφτεί με τον παρόντα πόνο της σε χρόνο ενεστώτα.
Η κυριαρχία του α΄ προσώπου που προσδίδει ύφος εξομολογητικό και ο παρατεταμένος διάλογος του «εγώ» με τον « Έτερο εγώ» που υποδηλώνεται με τη χρήση του β’ προσώπου, οι συνεχείς σιωπές, οι ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες, συνθέτουν μία ποίηση εσωτερική, χαμηλόφωνη, ψιθυριστή και κυρίως ειλικρινή κι αυθεντική που συγκινεί, χωρίς να ολισθαίνει στην υπερβολή και το δράμα. Ίσως, γιατί η ανθρώπινη οδύνη που αποτελεί τον πυρήνα της αντιμετωπίζεται με σεβασμό, ειπώνεται με αξιοπρέπεια. Δεν προκαλεί λύπηση αλλά καλλιεργεί βαθιά ενσυναίσθηση.
Στίχοι θλιμμένοι και μελαγχολικοί, κάποιοι πετρωμένοι από την πρόσφατη υποχρεωτική μας ακινησία, με οσμή έγκλειστης αντισηψίας φωτίζονται από χαραμάδες αισιοδοξίας που συναντάμε σε ποιήματα όπως αυτά που περιγράφουν την τρυφερή σχέση γιαγιάς εγγονής: Εσύ αρθρώνεις ήλιους και ντροπαλά χαμομήλια/γαλάζιες καμπανούλες, ρόδινες καλημέρες. (σελ. 38), καμαρώνει η γιαγιά το μικρό κορίτσι. Το αντίδοτο τελικά για τη γεμάτη ουλές και φυσαλίδες καρδιά της μπορεί να είναι η ζωοδότρα δύναμη της νιότης, ο καλύτερος κόσμος που θα ανθίσει μέσα από αυτήν.
Την ίδια αισιοδοξία εκπέμπει και η ραγισμένη από τον καιρό τσαγιέρα στο εξαιρετικό ποίημα «Βλαστοί». Συμφιλιωμένη με την εύθραυστη πορσελάνινη φύση της προσδοκά να αναστηθεί, να αναγεννηθεί σε μια όμορφη ανθισμένη γλάστρα. Αρκεί να βλαστίσουν οι βολβοί που μέσα της φύτεψε το μικρό κορίτσι. Τέτιγγες, περιστέρια, κοτσύφια, ψάρια, καμπανούλες, βιολέτες, ντουλάπια, σερβίτσια, ζώα, φυτά και αντικείμενα κάθε είδους εμφανίζονται προσωποποιημένα στο ποιητικό σκηνικό, αναλαμβάνοντας συχνά ρόλο συμβουλευτικό και παρηγορητικό. Συμμερίζονται τις αδυναμίες, την ευάλωτη, τρωτή ανθρώπινη φύση του ποιητικού υποκειμένου κι εκφέροντας λόγο σοφό κι ώριμο, ξορκίζουν τους φόβους του, το καθησυχάζουν και το ωθούν σε βαθύτερη ενδοσκόπηση.
Έντονες εικόνες, σκουντήγματα ηχητικής, οπτικής, οσφρητικής και αφικής μνήμης, στήνουν ρεαλιστικά και υπερρεαλιστικά σκηνικά σαν κάδρα κινηματογραφικά για να αφηγηθεί το ποιητικό υποκείμενο την ιστορία του. Κάθε ποίημα και μια αφήγηση, μια μικρή εξιστόρηση με λόγο λιτό κι εύστοχο, απογυμνωμένο από το περιττό, με κρυστάλλινη διαύγεια, με μουσικότητα, ρυθμό κι αρμονία, με λέξεις καθημερινές, οικείες, γνώριμες, αλλά συνάμα πάλλουσες κι αιμοφόρες, που συνδυάζονται τολμηρά για να σηκώσουν το βάρος της συνυποδήλωσης και της συναισθηματικής μέθεξης.
Ακολουθώντας ένα ιδιότυπο σχήμα κύκλου, η συλλογή «ανοίγει» και «κλείνει» με την Πηνελόπη. Άλλωστε, σε αυτήν και τον γιο της είναι αφιερωμένη, τη δική της φιγούρα διακρίνουμε σαν σκιά συνεχώς πίσω από το ποιητικό υποκείμενο. Ένα πλάνο ανφάς με χαμόγελο ζήτησε από τον Τηλέμαχο η Πηνελόπη και βιάστηκε για το φευγιό της. Την απόδρασή της μπορεί να σχεδίαζε από καιρό. Η νύχτα σημαδιακή, η άμμος υγρή, η βάρκα φιλόξενη, ο δρόμος του φεγγαριού βολικός. Αλλά δεν πήγε πουθενά. Μια απόπειρα η διαφυγή της. Άραγε, ποιος τη γύρισε πίσω; Ίσως το πιο φωτεινό κομμάτι του τραυματισμένου εαυτού της, αυτό που την κάνει να αναφωνεί στους τελευταίους στίχους της συλλογής: «δεν γυρεύω πλέον τη φυγή/είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος» (σελ. 46). Τα βήματα που ρίχνουμε στους δρόμους της επιστροφής τις πλάτες μας βαραίνουνε με ευθύνη κι αν οι παρουσίες και οι απουσίες των άλλων μάς ορίζουν, είναι γιατί ο σκοπός της ύπαρξής μας δεν είναι άλλος από τη συνύπαρξη, μας υπενθυμίζει σε κάθε ευκαιρία η ποιήτρια.
Η Κούλα Αδαλόγλου μετουσιώνει τον ψυχικό της κόσμο, τους εσωτερικούς της κραδασμούς σε ποίηση ώριμη, μεστή, συγκινητική, στοχαστική και βαθιά ανθρώπινη. Γενναιόδωρα μας δανείζει τα κρυμμένα της φτερά, εκείνα με τα οποία πετά μέσα της για τις δικές μας εσωτερικές εναέριες διαδρομές. Δεν μας χαρίζεται με την ποίησή της, ούτε μας χαϊδολογεί. Την ψυχή μας γδέρνει μέχρι να βγει από πάνω η πέτσα η ξερή η κιτρινισμένη και να αχνίσει από κάτω κατακόκκινη η φρέσκια πληγή. Και μας καλεί αγκαλιά με την πληγή μας να πορευτούμε για να αξιωθούμε κάποτε, σαν την Πηνελόπη της, να διώξουμε τη σκοτεινιά από πάνω μας και να αναμετρηθούμε κι εμείς με το δικό μας βάθος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Nicola Doro. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]