Περιμένει στον ιμάντα των αποσκευών τη βαλίτσα της. Ένα αίσθημα περηφάνειας την πλημμυρίζει, σα φουσκοθαλασσιά. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύει στο εξωτερικό, και μάλιστα μόνη, αν και με ήδη συμπληρωμένα τα εβδομήντα της χρόνια. Πραγματώνει ένα διαρκές, ακατάβλητο όνειρο, να περιηγηθεί σε μέρη μακρινά. Ο άντρας της δεν αγαπούσε τις μετακινήσεις, φοβόταν τ’ αεροπλάνα, κι αυτή απόμεινε να μεταφέρεται σε άλλους τόπους νοερά, εσωτερικά. Δεν θέλησε ποτέ να το αποτολμήσει μόνη της ή με άλλη παρέα όσο εκείνος ζούσε. Ο θάνατός του μ’ έναν τρόπο την απελευθέρωσε, σα να έγιαναν ξαφνικά τα σπασμένα της φτερά. Την όπλισε μ’ ένα αναπάντεχο πείσμα, μ’ ένα απροσδόκητο θάρρος. Θα έκανε αυτόν τον καθυστερημένο, δικό της γύρο του κόσμου: Περού, Μπουένος Άιρες, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μαρόκο, Βιετνάμ. Πρώτο ταξίδι: Περού. Περιμένει με λαχτάρα στον κυλιόμενο ιμάντα των αποσκευών της ενδιάμεσης στάσης πριν τη μετεπιβίβαση. Οι βαλίτσες περνούν από μπροστά της βιαστικές σα να είναι εκείνες που ανυπομονούν να γνωρίσουν τον κόσμο. Βαλίτσες όλων των μεγεθών, των ειδών, των χρωμάτων, ακριβές και φθηνές, υφασμάτινες και δερμάτινες, πολυταξιδεμένες και φθαρμένες, με σημάδια από τις αλλεπάλληλες προσγειώσεις, καινούργιες και πολυτελείς, άλλες τυλιγμένες σε προστατευτικό σελοφάν, άλλες επιδεικνύοντας τη γυμνή, άφθαρτη ομορφιά τους. Περιμένει στον ιμάντα των αποσκευών τη δική της αταξίδευτη βαλίτσα, καινούργια, με χτυπητό φούξια χρώμα, για να ξεχωρίζει εύκολα, για να τη δει από μακριά και να μπορέσει να πεταχτεί να την πιάσει με την απαιτούμενη σβελτάδα, που δεν ξέρει αν τη διαθέτει πια. Περιμένει στον ιμάντα των αποσκευών και ξαφνικά νιώθει ανησυχία. Εντοπίζει μια βαλίτσα που της είχε κάνει εντύπωση για τη φθορά της, ήταν σχεδόν ανοιγμένη, να ξαναπερνά. Κοιτάζει γύρω της, οι επιβάτες έχουν αραιώσει αισθητά, οι βαλίτσες στον ιμάντα επίσης. Πού είναι η βαλίτσα της; Πώς θα μετεπιβιβαστεί, αν τη χάσει; Πώς θα κάνει το ταξίδι χωρίς αυτήν; Και τι θα κάνει εδώ στη μέση του κόσμου, ούτε στην αφετηρία ούτε στο τέρμα; Τη λούζει κρύος ιδρώτας. Δίνει λίγο περιθώριο στον εαυτό της πριν απελπιστεί εντελώς. Κάποιος επιβάτης παίρνει τη φθαρμένη βαλίτσα. Ο ιμάντας αδειάζει, ο χώρος αδειάζει. Απομένει μόνη. Βαλίτσα δεν υπάρχει. Σε λίγο σταματά και η ροή του ιμάντα. Δεν υπάρχει ούτε ένας ομοιοπαθής. Είναι η μόνη που έχει χάσει τη βαλίτσα της.
Τρέχει αλαφιασμένη σε άγνωστα γκισέ με τα λίγα αγγλικά της. Ρωτά, ξαναρωτά. Με τα πολλά, βρίσκει την αεροπορική εταιρία. Είναι μούσκεμα στην απελπισία. Της λένε ότι το πιο πιθανό είναι να βρεθεί η βαλίτσα, θα πρέπει ωστόσο να κάνει υπομονή, να περιμένει. Θα πρέπει να μείνει στο αεροδρόμιο. Βέβαια, μπορεί και να πάρει την πτήση της χωρίς τη βαλίτσα. Η αεροπορική εταιρεία θα την αποζημιώσει. Μα, αφού δεν χάθηκε η πτήση, δεν μπορεί να της καλύψει δωμάτιο στο γειτονικό ξενοδοχείο, απ’ αυτά που εξυπηρετούν τους συχνούς επιβάτες, που είναι κάτι σαν κέντρα μεταγωγών. Αλλά όχι, δεν μπορεί να φύγει χωρίς τη βαλίτσα της. Θα την περιμένει.
Ξεμένει στο αεροδρόμιο. Παρατηρεί τον κόσμο που περνά, τα ατελείωτα πλήθη που κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο πλανήτης ταξιδεύει. Παρατηρεί με ζήλεια, με πόνο, με θαυμασμό, με απορία τους ταξιδιώτες που κρατούν τις βαλίτσες τους, μοναχικούς ανθρώπους και ολόκληρα γκρουπ, οικογένειες με παιδιά, ζευγάρια, εργαζόμενους σε εμφανώς επαγγελματικά ταξίδια. Τα μάτια της καρφώνονται στις αποσκευές τους. Αναπηδά σε κάθε φούξια βαλίτσα. Μήπως είναι η δική της; Όχι, η δική της δεν είναι πουθενά. Τις φούξια βαλίτσες τις κρατούν νεαρές κοπέλες ή κορίτσια. Να ένα κορίτσι ούτε δέκα χρονών που σέρνει μια βαλίτσα σαν τη δική της, μόνο λίγο μικρότερη. Για δες, τι τυχερό αυτό το κορίτσι που ταξιδεύει. Η ίδια χρειάστηκε να πατήσει τα εβδομήντα. Μήπως δεν ήταν για τα μέτρα της η φούξια βαλίτσα που με τόση φροντίδα και σπουδή είχε διαλέξει; Μήπως αυτό που ζει είναι μια τιμωρία για την έλλειψη αυτογνωσίας, για την παράτολμη εκλογή του χρώματος, για τη ριψοκίνδυνη ακόμα και αλαζονική απόφαση να ταξιδέψει μόνη;
Περνά μια μέρα, περνά δεύτερη, περνά τρίτη. Ρωτά, ξαναρωτά και περιμένει. Περιμένει με το βλέμμα της να περιεργάζεται βαλίτσες κι επιβάτες, να διαβάζει προορισμούς, να ταξιδεύει νοερά, όπως ξέρει τόσο καλά να κάνει. Τρεις μέρες στο αεροδρόμιο, αταξίδευτη ταξιδιώτισσα, άτεχνη, άτυχη περιηγήτρια. Όνειρα συντρίβονται, όνειρα τη συντρίβουν. Είδηση καμιά.
Την τέταρτη μέρα υπάρχουν νέα. Η φούξια βαλίτσα καταφθάνει στο αεροδρόμιο. Δεν είναι πια καινούργια. Είναι ήδη αρκετά φθαρμένη από τις πολλές διαδρομές. Έχει βαρύνει από τις εμπειρίες. Έχει μαραθεί από τα χιλιόμετρα. Είναι ταλαιπωρημένη, κουρασμένη, ρυτίδες τη διατρέχουν σαν ποταμοί. Μοιάζει εβδομήντα χρονών. Συνοδεύεται από τα πιστοποιητικά των σταθμών μετεπιβίβασης, την κοσμούν οι σφραγίδες των αεροδρομίων από τα οποία πέρασε: Περού, Μπουένος Άιρες, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μαρόκο, Βιετνάμ. Μοιάζει απίθανο, αλλά είναι αληθινό. Η βαλίτσα εκπλήρωσε το όνειρο της κυράς της. Έκανε τον δικό της γύρο του κόσμου. Ήταν αυτή που ταξίδεψε τελικά, αφήνοντάς την με την αλλόκοτη, ασάλευτη μοίρα της, με αγιάτρευτα τα σπασμένα της φτερά.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]