Τον Αύγουστο, κι ενώ σιγά σιγά μικραίνουν οι μέρες, απομένουμε ελάχιστοι στα διαμερίσματα, και η γειτονιά ‒τελείως αλλόκοτα‒ γίνεται η σκιά του παλιού εαυτού της μέσα στη σιωπή που την τυλίγει σφιχτά. Λες κι απλώνεται μια ησυχία χιονόπτωσης στην καρδιά του καλοκαιριού, και παρά τον άπλετο ήλιο, ένα εσωτερικό ψύχος μονομαχεί σ’ έναν αγώνα σικέ με τη ζέστη της εποχής και πάντα στο τέλος την καταβάλλει. Οι μακρινές παρουσίες όσων ξεμείναμε, ποιος ξέρει για ποιους λόγους, στην πόλη υποδηλώνονται ολημερίς ανεπαίσθητα ‒το μουρμουρητό κάποιου ραδιόφωνου, μια πόρτα που ανοίγει για να κλείσει αμέσως ξανά, ένα μηχανάκι που προσπαθεί απεγνωσμένα μαρσάροντας στον ανήφορο, κάποιο ρολό που ανεβαίνει χαράματα, μια λερή κουρτίνα που την ανεμίζει ατίθασα το αεράκι στον πρώτο, το νερό που ρέει απ’ το αυτόματο πότισμα σε κάτι φυτά που δίνουν απελπισμένο αγώνα ζωής σε ένα μπαλκόνι, μια τέντα που κατεβαίνει στριγγλίζοντας.
Την ώρα που το γκριζωπό φως του απόβραδου κατεβαίνει στην έρημη πόλη, σαν να έχει δοθεί κάποιο αδιόρατο σήμα, ξεπροβάλλουν οι φιγούρες των ελάχιστων που ως τώρα απομέναμε φωλιασμένοι στα βάθη των εστιών μας, ανάμεσα στα υπόλοιπα κλειστά διαμερίσματα. Τους βλέπω, με βλέπουν κι εκείνοι αυτή την ώρα του παραδομού, που είναι η ώρα της αποκάλυψης όλων των αοράτων. Κινούμαστε αργά στα μπαλκόνια μας ή στεκόμαστε προσηλωμένοι μπροστά απ’ τις ανοιχτές πόρτες μας, θεατές και μέλη ταυτόχρονα ενός θιάσου για κλάματα, όπου κανείς μας δεν ξέρει σε τι έργο ακριβώς παίζουμε, και πολύ περισσότερο μέχρι πότε.
Μες στο γλυκό θερινό μούχρωμα είναι σαν να αντιλαμβανόμαστε μυστικά κι ασυνείδητα τον ενικό των ανθρώπων και τον πληθυντικό των πραγμάτων κάνοντας ασήμαντες, καθημερινές εργασίες. Η ηλικιωμένη κυρία του δεύτερου κατεβαίνει στον ακάλυπτο κι αφήνει φαγητό και νερό για τις γάτες· ο νεαρός στο δώμα απέναντι παίζει πάλι βιολί, καθισμένος μπροστά στην μπαλκονόπορτα με ένα μαύρο σλιπάκι· ο υπέργηρος κύριος, που χίλιες φορές μάς έχει φωνάξει κατάμουτρα πως έδωσε το σπίτι του αντιπαροχή και μπάζωσε το πηγάδι του για να βλέπει τώρα αντίκρυ του τις μπουγάδες μας, δυναμώνει περισσότερο την ένταση σε μια παλιά ταινία στην τηλεόραση ‒ «Πώς σου φαίνομαι, πώς σου φαίνομαι;» η φωνή της Καρέζη. Η γυναίκα με τα μαύρα ανεβαίνει πάλι στο ταρατσάκι και περπατά ολόγυρα κυκλικά, κουνώντας τα χέρια με τρόπο παράξενο, λες και τώρα που πέφτει η νύχτα έτσι ξορκίζει κάποιο κακό αδιόρατο, που επικρέμαται εν αγνοία μας πάνω απ’ όλη την πόλη· το κορίτσι του τέταρτου κάθεται στην πολυθρόνα του με έναν τόμο βαρύ ανοιγμένο πάνω στα γόνατά του, μα δεν λέει να τον κοιτάξει μες στο σκοτάδι που απλώνεται.
Μπαίνω ακροπατώντας κι ανάβω το φως στο δωμάτιο κι ύστερα βγαίνω έξω και πάλι. Απέναντι στο ισόγειο ανάβει το φως και στον τρίτο φωτίζεται το παραθυράκι του μπάνιου. Σε μια πολυκατοικία πιο κάτω βλέπω ολόφωτα δύο παράθυρα στον τέταρτο όροφο και πριν το σκοτεινό πάρκο, δεξιά, λαμποκοπάει στο ρετιρέ ολόκληρη η βεράντα. Ανάβουν δύο φώτα εδώ, ένα πιο κει, κι άλλα λίγα πιο πέρα, σαν να ενεργοποιείται μυστικά ένας κώδικας που φωτίζει υπαινικτικά και με σχέδιο απ’ άκρη σ’ άκρη όλη την πόλη μεταφέροντας κάποιο άγνωστο μήνυμα. Στο βάθος ολόφωτη η Ακρόπολη… Αυγουστιάτικες φρυκτωρίες.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]