Με τον Πάνο Σταθόγιαννη γνωριζόμαστε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και συγκεκριμένα το facebook∙ τολμώ να πω, μάλιστα, πως η διάδρασή μας ήταν ολίγιστη έως ανύπαρκτη –μέχρις ότου, και εντελώς τυχαία, έπεσα πάνω σε μια φράση του εν είδει αποφθέγματος που είχε αναρτήσει πριν κάποιους μήνες: Το βιβλίο πραγματώνεται στον αναγνώστη. Χωρίς ανάγνωση, γραφή δεν υπάρχει. Δεδομένου ότι η άποψη αυτή αποτελεί βασική πεποίθησή μου και τη θεμελιώδη αρχή με την οποία αρχίζω τα μαθήματα Δημιουργικής Γραφής στους εκπαιδευόμενους, άρχισα να τον αναζητώ και ως εκ τούτου να τον γνωρίζω. Σιγά σιγά, λοιπόν, και καθώς διέτρεχα τις δημοσιεύσεις του, μου αποκαλυπτόταν ένας πολύ ενδιαφέρον και ταλαντούχος άνθρωπος. Ένας μικρός homo universalis. γιατί ο Πάνος Σταθόγιαννης είναι ποιητής, πεζογράφος, στιχουργός, σεναριογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής, ένας αναγεννησιακός άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης.
Θα πω την αλήθεια: Το γυαλί και το σύνορο (εκδ. Bibliotheque, 2023), είναι το πρώτο του βιβλίο που διαβάζω. Πρόκειται για μια συλλογή «διττών» κειμένων, πεζών αλλά ταυτοχρόνως αναπεπταμένων, εν πολλοίς πεζολογικών αλλά σαφούς ποιητικής πρόθεσης και διάθεσης, με υφολογικές ανατροπές, λυρικές κύστεις και φωτεινες εικόνες, Η ιδέα ότι μπορεί να παραχθεί ποίηση χωρίς μέτρο και συγκεκριμένη μορφή έχει τις ρίζες της στον Αριστοτέλη, βλασταίνει στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, με τον Ζαν Ζακ Ρουσώ να διοχετεύει τη νέα αυτή υβριδική ευαισθησία στο επιστολικό μυθιστόρημα και ανθίζει την περίοδο του Ρομαντισμού, τον 19ο αιώνα, με τον Μπωντλέρ, που μιλάει πρώτος για poème en prose, τον Ρεμπώ, τον Μαλλαρμέ αλλά και τον δικό μας, τον παραγνωρισμένο, Πλάτωνα Ροδοκανάκη. Θα έλεγα πως το πεζό ποίημα συνιστά τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία της λογοτεχνίας, αφενός γιατί λειτουργεί αποδομιστικά στον ποιητικό κώδικα και αφετέρου διότι, με τη διττή και οξύμωρη φύση του, καθιστά σαφές πως η ποίηση είναι μια κατάσταση γλώσσας πέρα από μορφικά και μετρικά σχήματα. Είναι μια γλώσσα σε οργανική μορφή (τίποτα επιπλέον, τίποτα περιττό), η Εδέμ της γλώσσας, όπως λέει και ο δάσκαλός μου Ν. Βαγενάς.
Τα κείμενα του Σταθογιάννη, λοιπόν, (ύστερα από τη μικρή αυτή ιστορική αναδρομή) αμφιρρέπουν με άνεση ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα και παραδοσιακά αντίπαλα λογοτεχνικά γένη, την ποίηση και την πεζογραφία. Διακρίνονται για το γνώρισμα της βραχύτητας, την πυκνότητα, τους συνειρμούς, την κρυπτικότητα, τη ρυθμική οργάνωση του λόγου, τη μείξη του λυρικού με το αφηγηματικό (με έμφαση στο δεύτερο) και, συχνά, την έλλειψη τελικού και ευκρινούς αφηγηματικού σκοπού. Να ένα δείγμα:
ΕΡΩΜΕΝΗ
Έχει μια φλόγα πίσω απ’ τα μάτια, που την πυρώνει από μέσα. Κι αν όντως δεν φοβάσαι μήπως τυφλωθείς και σκύψεις μέσα της, θα δεις κάτι αθώα αναιδές και κατακόκκινο, κάτι σαν παπαρούνα.
Απ’ έξω, όπου περνάει, με τα τακούνια στα υγρά πλακόστρωτα, φυσάει αεράκι ζόρικο, με γύρη την τυλίγει, αντανακλούν οι βιτρίνες το πώς ωραία λικνίζεται […] ενσωματώνεται αυτοστιγμεί σε ένα τοπίο διαρκώς αμφιλεγόμενο, με άγρια βράχια στα υψίπεδά του – όπου να ’ναι θα βγει και η σελήνη στο γέμισμα.
Όμως αυτή κινείται σβέλτα πάνω στα μυτερά λιθάρια, στα χιόνια χώνεται, κρύβεται μες στα έλατα, τι τόλμη δείχνει ειδικά στις λαγκαδιές. Κι όλο ανεβαίνει, ανεβαίνει, περνώντας σύρριζα απ’ τους δρόμους των σκιέρ, κι ούτε τη νοιάζει ποιοι πίνουν ρούμι στα καταφύγια.
Τώρα τα μάτια της, όπως κοιτάζει προς τα έξω σκαρφαλώνοντας, έχουν μια λάμψη ίδιο κάρβουνο – λίγο να μην προσέξει, μια σπίθα τους να στάξει, θα γίνει το τοπίο παρανάλωμα […]
Δομικά και προεξάρχοντα θέματα του συγγραφικού σύμπαντος του Σταθόγιαννη είναι ο έρωτας και η γυναίκα. Ένας έρωτας σε όλες του τις εκφάνσεις∙ από την αιμάτινη πορεία του, την πορφυρή κορύφωσή του έως την αποδόμηση και τον αποχρωματισμό του. Τα αρσενικά στοιχεία υστερούν έναντι των θηλυκών – είναι σαφές πως ο ποιητής μας αγαπάει τις γυναίκες∙ εμπνεέται από τη φυση τους να γεννούν αλλά και από τη δύναμή τους να αγαπούν, να θρηνούν και να σιωπούν. Οι γυναίκες στην ποίησή του είναι φλογισμένες σαν παπαρούνες, δεν φθείρονται, λικνίζονται μπροστά σε βιτρίνες, οι οποίες αντανακλούν το είδωλό τους πολλαπλώς, μεταμορφώνονται σε λύκους στο φεγγάρι και αλυχτούν, ουρλιάζουν μόνες, δεν γερνούν, μόνο πεθαίνουν. Έχουν μαγικές ιδιότητες. Σε δένουνε με μάγια:
[…] Σε θέλω γιο μου το πρωί, στο πιάτο μου σε θέλω όταν βραδιάζει. Είμαι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι σου […]
Η γυναίκα, βέβαια, μπορεί να προβάλλεται ως αρχετυπική μορφή, ωστόσο η οπτική μέσα από την οποία θεάται, είναι σαφώς αντρική. Θα έλεγα ότι διακρίνω μια έμφυλη αντρική οπτική, βιταλιστική, Καζαντζακικής απόχρωσης. Η γυναίκα, πόδι με ψηλοτάκουνο, συγχρονίζεται στον μονοσάνδαλο βηματισμό τού άρρενος. Ειδικά στο κείμενο Πουλάκι ξένο ή Εγκώμιον Προδοσίας, ο ποιητής μας αποκαλύπτει την κατεστημένη –και εν πολλοίς νομιμοποιημένη και αρεστή– ιδιότητα του ανδρός να εγκαταλείπει ακολουθώντας το κάλεσμα νέων εμπειριών.
Η πίστη, λέω, είναι στασιμότητα, πιάνουν βουρκόνερα οι μέσα κόχες, πρασινίζεις. Η απιστία, πάλι, μοιάζει με σβούρα που τινάζει ένα χαμίνι –γίνεται μοίρα σου ο ίλιγγος, αυτοαναιρείσαι ακαταπαύστως. […] Είναι περίπου όπως περνάμε από την μιαν αγάπη στην επόμενη […] Και πίσω, γέλια και φιλιά δίπλα στα κύματα. Και πίσω, κλάματα γλυκά κι απαρηγόρητα.[…] Όμως τι λυρισμός τριγύρω το απόγευμα, έτσι που ντύνομαι νυμφίος και πηγαίνω σ’ άλλο γάμο. Τι μυρωδιές καινούριου, εξαίσιου θηράματος φέρνει η αύρα στην οσμή, αυτή η σύμμαχος κάθε προδότη.
Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να εγείρει διαφωνίες και αντεγκλήσεις, ειδικά σήμερα, εποχή της ορθοέπειας και των συλλογικοτήτων. Ωστόσο, ο Πάνος Σταθόγιαννης καταθέτει την αλήθεια του και μας εξομολογείται ότι είναι
Πλέον αδιάφορος για ερμηνείες και συνθέσεις, μιας που η αυθαιρεσία των πραγμάτων μονάχα την παράδοσή μας απαιτεί. […] Γι’ αυτό και πείτε ό,τι θέλετε εσείς, πείτε και ξαναπείτε –«Αυτός έχει υποταχθεί στην αθωότητα, βαπτίζεται διαρκώς στην προδοσία».
Εκτός από το ερωτικό στοιχείο που είναι κυρίαρχο στα κείμενα του, υπάρχουν και άλλα θέματα, που έστω περιφερειακά, εξαργυρώνονται στη γραφή του. Ο ποιητής δεν εγκλωβίζεται στον προσωπικό περίκλειστο χώρο του, είναι εξωστρεφής και επικοινωνιακός. Έτσι, η σύγχρονη πόλη
[…] γύρω ωρύεται δυσοίωνα –πίσω απ’ το τζάμι κάποιοι τρέχουν με πλακάτ, κάποιοι τρυπιούνται στις γωνιές και φτύνουν αίμα.
ενώ η σύγχρονη ιστορία, οι πόλεμοι και ο εμφύλιος παρεισφρέουν εμμέσως, πλην σαφώς, πότε με την επωδό ορδές πλακώνουν, πότε με το Λβιβ (την ιστορική και πολύπαθη πόλη της Δυτικής Ουκρανίας) πότε με αυτούς που φεύγανε κυνηγημένοι για τους σοσιαλισμούς. Αλλά και η Ελλάδα, που όλους μας πληγώνει, είναι για τον Σταθόγιαννη ρύζια και ροδοπέταλα σκόρπια στην άσφαλτο∙ και σε μια από τις ωραιότερες αποστροφές που έχουν γραφτεί προς την πατρίδα, ο ποιητής παραπονιέται
Γερνάς σε βάρος μου διαρκώς –παίζεις με σπίρτα πίσω απ’ τις κουρτίνες […]Με τι ωραίες οχλαγωγίες ακυρώνεις τους ψιθύρους μου, πώς πυρπολείς με αυτοσχέδιες την Πατησίων, πώς σπας τις φλέβες σου με σύριγγες για να σε λυπηθώ, να μείνω εσαεί στο έλεός σου.
Κοντά σ’ αυτά κι άλλα πολλά: Οι ανιόντες και ειδικά ο Πατέρας, τα παιδικά χρόνια στην πεδιάδα τους Άργους και η φύση, ο Θεός –ο οποίος επανέρχεται στα συγκεκριμένα κείμενα με μεγάλη συχνότητα, γεγονός που μας παραπέμπει στον Καζαντζάκη πάλι και νομίζω πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως– αλλά και ο Βαν Γκογκ, ο Μάλεβιτς, ο Σολωμός και ο Μητροπάνος σε αγαστή σύμπνοια, ορίζουν τις συντεταγμένες του ποιητικού χώρου του.
Και σ’ όλα τα παραπάνω, υπάρχουν δημοτικοί απόηχοι, μοτίβα δημοτικού τραγουδιού και ωραίοι ιαμβικοί στίχοι (εσύ, θα είσαι βλάμη μου, που τώρα σφάζεις ένα αρνί…τώρα ξυπνάς χαράματα και σπας ένα ποτήρι, δεν έχω μάνα και πατέρα εγώ, ρίζες σπορά δεν έχω…) πανέμορφες παρομοιώσεις (με μια φωνή ψιλή σαν δεντρολίβανο…) ρεαλιστικές εικόνες και υπερρεαλιστικοί συνειρμοί∙ υπάρχει ο μαγικός ρεαλισμός της ζωής και του θανάτου.
Το πρόβλημα της συλλογής, κατά τη γνώμη μου, είναι ο υπέρ το δέον πληθωρικός λόγος της, που ενίοτε «ξεχειλίζει», χάνοντας το κέντρο και συνακόλουθα την ισορροπία του. Λες και ο ποιητής, πάσχοντας από την «αγωνία του κενού», προσπαθεί να συμπεριλάβει τα πάντα σε λίγες ανάσες. Όμως, ίσως και εξαιτίας του γεγονότος αυτού, έχουμε αράδες ποιητικού οίστρου και μελωδικότητας όπως οι παρακάτω: Ήρθαν οι φίλοι με τα πρόσωπα τετελειωμένα, κάθισαν γύρω σαν πουλιά στα σύρματα, έτρεχαν οι κιλοβατώρες στα νυχάκια τους, όπου τα τετελειωμένα πρόσωπα των φίλων μάς παραπέμπουν στα τιτιβίσματα των πουλιών.
Ολοκληρώνοντας θα πω πως ο Πάνος Σταθόγιαννης είναι ένας συγγραφέας μοντέρνος και ταυτοχρόνως «γραφιάς» παλαιάς κοπής. Με άνεση γραφής, έντονη εμμετρότητα (δεν είναι τυχαίο ότι είναι και στιχουργός), ζυμωμένος μέσα σε αγαπητικά και παραμυθητικά αφηγηματικά περιβάλλοντα. Θα αναρωτιέστε πώς ξέρω το τελευταίο; Δεν το ξέρω. Αλλά διαβάζοντας το βιβλίο του το υποθέτω με ασφάλεια. Γιατί, σας διαβεβαιώ, η λογοτεχνία λέει πάντα την αλήθεια.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Luis Stettner. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]