O Θεοδόσης Κοντάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968, με καταγωγή από την Ιεράπετρα Κρήτης και από τη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Αναγνώριση εδάφους και άλλα ποιήματα (Πλανόδιον, 2009), Τελευταία εποχή (Θράκα, 2016), Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα (Κέδρος, 2017), Δεύτερη πορεία (24 Γράμματα, 2022). Εξέδωσε, επίσης, έναν τόμο με νουβέλες και διηγήματα: Επτά σπίτια (ιδιωτική έκδοση εκτός εμπορίου, 2016). Ποιήματα και διηγήματά του έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε περιοδικά, καθώς και σε ανθολογίες.
Παράλληλα, ασχολείται με τη μετάφραση ποίησης από τη γερμανική, την ιταλική, την ισπανική, την καταλανική, τη γαλλική, την πορτογαλική και την αγγλική γλώσσα. Σε μετάφρασή του από τα γερμανικά έχει εκδοθεί η ποιητική συλλογή του P. Huchel Η ενάτη ώρα (Βακχικόν, 2017, με την υποστήριξη – χορηγία του Ινστιτούτου Goethe), ενώ έχει εκπονήσει το έργο Ανθολογία γερμανικής ποίησης: 16 γερμανόφωνοι μεταπολεμικοί ποιητές (Οδός Πανός, 2021). Σε μετάφρασή του από τα ιταλικά έχουν εκδοθεί, από τις εκδόσεις Βακχικόν, τα βιβλία: M. Luzi, Ποιήματα της ωριμότητας και της όψιμης άνθησης (συνέκδοση με το Fondazione Mario Luzi)· U. Saba, Το βιβλίο των τραγουδιών (Α΄ Βραβείο Νέων Μεταφραστών από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο)· V. Sereni, Τ’ ανθρώπινα εργαλεία – Μεταβλητός αστέρας (με επιχορήγηση του Υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Συνεργασίας της Ιταλίας). Τέλος, σε δική του ανθολόγηση και μετάφραση, έχει εκδοθεί η ανθολογία Μετά τον εμφύλιο. 16 Ισπανοί ποιητές (24 Γράμματα, 2022).
❧
Η μεγάλη μας κρητικιά ποιήτρια Βικτωρία Θεοδώρου είχε πει:
Ποίηση! Κοντά σ’ εσένα δεν υπάρχει ματαιότητα.
…και μου έλεγε συχνά, αυτή η πρώτη μου δασκάλα στην ποίηση πως, όταν γράφω να βγαίνει μουσική από το ποίημα. Το εντυπωσιακό είναι πως το ίδιο ακριβώς μου λέει και ο δάσκαλός μου στον ποιητικό λόγο Θεοδόσης Κοντάκης, για το έργο του οποίου θα μιλήσω, περισσότερο από εικόνες που δημιουργούνται μέσα μου καθώς διαβάζω τα βιβλία του.
Στο σύνολο του έργου του και ιδιαίτερα στο τελευταίο του βιβλίο Δεύτερη πορεία, βρίσκομαι συχνά σ’ έναν μέσο τόπο. Έναν τόπο ανάμεσα στον ορατό και τον αόρατο κόσμο. Ο Κοντάκης ψάχνει εκείνη τη μυστική συμμετρία ανάμεσα στο αόρατο και σ’ αυτό που βλέπει. Κουβαλάει στον κόρφο του μιαν ακαταμάχητη πηγή: τον πόνο τον αληθινό. Πολλοί από εμάς τρέχουμε ακούραστα από επιθυμία σε επιθυμία, νιώθουμε υπέρμετρη χαρά η υπέρμετρο πόνο, εξιδανικεύουμε ή καταποντίζουμε ιδέες, πράγματα και ανθρώπους μέσα στην καθημερινότητά μας και νομίζουμε ότι αποφεύγουμε τον πόνο.
Στην ποίηση του Κοντάκη ναι, υπάρχει περιπλάνηση, υπάρχουν καράβια που δεν ταξιδεύουν, δένδρα χωρίς ρίζες και ρολόγια χωρίς δείκτες. Υπάρχει λάσπη, βαριές βαλίτσες, νέες πατρίδες ακατάκτητες, εξόριστοι, ταξίδια χωρίς σκοπό, πρόσωπα μισά… Όμως, ο Κοντάκης μέσα από το σύνολο του έργου του –όντας σ’ αυτόν τον μέσο τόπο– κινητοποιεί μέσα μας ένα πολύ συγκεκριμένο στοιχείο: την ικανότητά μας να υποφέρουμε –ψάχνοντας για ένα σβώλο χρυσάφι:
Στο βιβλίο του Αναγνώριση εδάφους, στο ποίημα «Ένας χρόνος» γράφει:
κάθε πρωί αντιγύριζες «καλημέρα» όταν,
για λίγο ανοίγοντας τα μυστικά παντζούρια τους
καλημέριζαν ο ένας τον άλλον, χωρίς να σε βλέπουν.
Και μόνο τα δικά σου όνειρα ονειρευόσουν
όταν γύρναγες στους λασπόδρομους ψάχνοντας ένα σβώλο χρυσάφι.
Στο βιβλίο αυτό ο ποιητής ψάχνει τις ρίζες του, περιπλανιέται, επιστρέφει, για λίγο, στην απλότητα της επαρχίας, κοντά στη φύση –μετά από πολλά χρόνια– και γράφει στο ποίημά του «Επιστροφή»:
Κι όμως το μέρος, η μάλλον όχι: η ζωή
εδώ σκίζει την καρδιά. Εδώ είναι πάλι
τα ίδια ίσως δένδρα, η μυρωδιά καμένου ξύλου
ένας μικρός τόπος όπου κατοικεί η πιο γλυκιά μνήμη.
Χωμένος ανάμεσα στα βουνά, μια αγκαλιά
να χαθώ μέσα της –
Ας ήμουν μόνο ένα δέντρο με ρίζες στον τόπο.
Μακάριος ο σκύλος που με γαυγίζει, ο φούρνος,
το καφενείο, το άδειο κτίριο του παλιού σχολείου.
και παρακάτω:
Δέντρο ανάποδο ο Περιπλανώμενος,
με το κεφάλι κρυμμένο στη γη
και τις ρίζες να παραδέρνουν στον άνεμο
Το 2016 γινόμαστε προσκυνητές στη γη του Κοντάκη: σε μια γη με σφυγμό αδύναμο, όπως γράφει, σε μια γη που μιλά σπάνια μα ακόμα συνεχίζει να γεννά. Στο βιβλίο του Επτά σπίτια φεύγει από μια παιδική κατάσταση, σε αναζήτηση μιας νέας πραγματικότητας, ενός νέου δρόμου με έμφαση στην έννοια του μικρού –αλλά σημαντικού για κείνον:
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΠΙΤΙ
Η πρωτεύουσα της μοναξιάς είναι μια άσημη επαρχιακή πόλη. «Άφιξη αμαξοστοιχίας…» ακριβώς στο κέντρο, ώρα βραδινή, με την πλατεία γεμάτη γνώριμα –μεταξύ τους– πρόσωπα. «Ένα καινούργιο ζευγάρι μάτια «θα δει τη μικρή μας πόλη». Μια μικρή, ασήμαντη εποποιία αρχίζει. Κοιτάξτε όλοι: μην αφήνετε καμμιά μικρή ζωή απαρατήρητη.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται:
«έχω αγοραστεί και πουληθεί αμέτρητες φορές κάθε μέρα» («Τρίτο σπίτι»)
Και όχι, δεν είναι τελικά καλοδεχούμενος από εκείνους με την άνετη ζωή ή αυτούς που προτιμούν να έχουν και όχι να Είναι, γιατί αυτοί θέλουν το καράβι του αταξίδευτο, θέλουν να τους ανήκει σαν ένα ακόμα λάφυρο στη συλλογή των καλών και υπάκουων δούλων τους, πράγμα στο οποίο ο ποιητής αντιστέκεται. Σ’ ένα άλλο σημείο, προτιμά την έρημο από το να είναι τυλιγμένος με τον μανδύα του εκλεκτού – εκείνου που ασχολείται μόνο με υψηλά διανοητικά θέματα και φυσικά υπάκουου σ’ ένα αφεντικό:
«…δεν μπορείτε να κλωτσήσετε μια τέτοια ευκαιρία. Όσοι έμειναν εδώ έζησαν μια ζωή αληθινά άξια λόγου. Άλλωστε… από εδώ κανείς δεν έφυγε, κύριε» Και απαντά ο ποιητής: «Καλύτερα να πεθάνω εκεί έξω».. («Πέμπτο σπίτι»).
Από την άλλη, το βουνό τού λέει πως αυτό είναι το σπίτι του και ο βυθός τού λέει το ίδιο. Υπάρχουν άνθρωποι που τον χρησιμοποιούν, και άνθρωποι που τον βοηθούν. Μα η γη έχει σφυγμό αδύναμο. Σα να κουράστηκε η γη του ποιητή, με όσα συμβαίνουν πάνω της…
Η ΓΗ
Τούτη η ξερή γη μιλάει σπάνια. Την πρώτη φορά που θα καλέσεις τ’ όνομά της είναι μαγεία και πόθος. Δεν θα τη διασχίσεις δεύτερη φορά, όχι την ίδια.
Κι οι άνθρωποί της; Αδιάφορους κι ευτυχισμένους τους τραβούσε χωρίς να το νιώθουν, εραστές της, λες κι είχαν πέταλα μες στα παπούτσια τους:
«Μην τους ξυπνάς.»
και παρακάτω…
«Μια πυκνή ομίχλη την κάλυπτε τώρα –έτσι έπρεπε– καθώς αυτός τη διέσχιζε με πόδια λευκά του μπαμπακιού. Υπήρχε; Μα ένιωθε πια κι ο ίδιος βαρύς. Κάθε βήμα κι ένα παράξενο τσούξιμο στο στομάχι. Γιατί κάτι ετοιμαζόταν από ώρα –μια μορφή σχεδόν ανθρώπινη γεννιόταν απ’ το γκρίζο πούσι. Φαινόταν να ζητάει τη βοήθειά του. Έμοιαζε σαν άγγελος γονατιστός. Μα γιατί μπροστά σ’ εκείνον; Κοίταξε τα άδεια χέρια του με αμηχανία.»
Στο βιβλίο του Τελευταία εποχή (2016), ο ποιητής μετά την περιπλάνηση του μπαίνει σε μια φάση μεταμόρφωσης: μπαίνει σε μια σπηλιά, εκεί όπου συντελούνται μεταβολές και αναγεννήσεις –μια διαδικασία επιστροφής σ’ αυτό που όντως είναι. Εδώ, αρχίζει να διαφαίνεται η αναγκαιότητα του ποιητή για ένα ανώτερο σημείο αναφοράς –ένα ιερό. Γιατί ξέρει πως μόνο με την ουσιαστική μεταστροφή του νου (που γίνεται μόνο αν κατέβουμε στις σκοτεινές σπηλιές του) και την ταπείνωσή μας –μέσα από τον πόνο του αποχωρισμού των εγωιστικών μας επιδιώξεων– μπορούμε να ελπίζουμε σε μια μεταμόρφωση. Ο ποιητής ξεκινά με το ποίημα «Κατάβαση»:
Και τότε αφήσαμε πίσω τα ζεστά μας τα σπίτια:
ανεβαίναμε χέρι-χέρι, αλυσίδα ολόκληρη, και μπαίναμε στο σπήλαιο.
Τα δένδρα, μοχθηρά, μας χτυπούσαν στο πρόσωπο
μα κάποτε φτάναμε λίγοι-λίγοι, ματωμένοι.
Ύστερα, στο ταξίδι αυτό της μεταμόρφωσης, συναντά έναν γέρο –έναν άνθρωπο φαινομενικά άσημο (στο ποίημα «Το τριήμερο του μοναχού») που δούλευε σκυμμένος, ένα κεφάλι ψάθινο καπέλο που του λέει:
«Εδώ το κρασί κι η φλογέρα, εδώ το ψωμί και το πνεύμα»,
…κι ύστερα μοιράζει στους περαστικούς ψωμί και κρασί από τη δική του σοδειά και θέλει να μείνει αφανής για αυτή την πράξη. Σε αντιπαράθεση με ένα επόμενο ποίημα του, το «Γωγ και Μαγώγ», όπου κάποιοι νομίζουν πως είναι οι εκλεκτοί, οι καθαροί και ξεπαστρεύουν ό,τι είναι άγνωστο η μισερό, νομίζοντας πως έτσι κρατούν αμόλυντους τους «ιερούς» τους τόπους:
«Κι έτσι, σαν πράγματι τους μυριστήκαμε, καιρό δεν χάσαμε:
όταν ύπουλα δίπλα μας φτάσανε, τους ιερούς μας τόπους παστρέψαμε,
νύχτα, μη και μας μολύνουν βαθιά
βλέμματα σκοτεινά, άγνωστες φωνές δεν αφήσαμε:
τα χλωμά θηλυκά, τα ξένα κλάματα των παιδιών τους
δε μας πτόησαν, γιατί δεν ήσαν, σαν κι εμάς, άνθρωποι καθαροί…»
Και προχωρά, και βγαίνει σε άγνωστη γη, όπου η καρδιά είναι ζεστή, όπου υπάρχει αγιοσύνη, έτσι όπως την εννοεί ο Κοντάκης στο ποίημα του «Φαντασία»: άγιος –για κείνον– είναι αυτός που βουτάει στη θάλασσα, στο άγνωστο, και μας προσφέρει τους θησαυρούς της: άσπρα βότσαλα, μαύρα βότσαλα, όστρακα, χταπόδια, καλαμάρια. Αυτός που χωρίς να τον νοιάζει η χλεύη των άλλων –εκείνων που έχουν άγνοια– δέχεται τον εξευτελισμό και συνεχίζει να προσφέρει τους θησαυρούς του βυθού στον συνάνθρωπο. Κάποιον τέτοιον άνθρωπο εμείς, οι καθώς πρέπει, οι Φαρισαίοι εμείς, που νιώθουμε ασφαλείς μόνο με τους ανθρώπινους κανόνες που έχουμε θεσπίσει και ψάχνουμε πάντα έναν φταίχτη –εμείς τον σκοτώνουμε… μα εκείνου το κεφάλι (όπως γράφει ο ποιητής μας)
…άνθισε κι η φωνή του ταξίδεψε στη Γη
Ο Κοντάκης συνεχίζει το ταξίδι του σε σχεδία μέσα στο πέλαγο στο βιβλίο του: Μέρες και νύχτες του Οδυσσέα (2017). Εδώ ο ποιητής, θέλει να ξανακερδίσει το παιδί, το βασίλειο των παιδιών, την αθωότητα και την αναβίβαση του ανθρώπου στο επίπεδο ενός που Παίζει. Αξιοποιεί τα πάντα: μια πρωτόγονη πυξίδα, σχεδίες, ξύλινα βαρκάκια, το σύννεφο, τη βροχή, ένα κλειστό παντζούρι, τη μυρωδιά τ’ Ουρανού, την άγονη γη. Θέλει να φτάσει στο παλάτι της απλότητας και, όπως τα παιδιά, να αξιοποιεί τα πάντα για να παίξει – δηλαδή να συνδυάσει τα πιο απλά πράγματα για να ταξιδεύει σε νέες πατρίδες. Προδίδει, έτσι, το βασίλειο του σκότους και την μαγική απαίτηση των αντι-κειμένων που απαιτούν να είναι το ιερό μας και εμείς να παραμένουμε πρόσφυγες στην ίδια τη δικιά μας πατρίδα. Γι’ αυτό κι ο ποιητής νιώθει:
«Ξένος σε κάθε στεριά»
«Στέκω σα δένδρο χωρίς ρίζες…»
«Κορμί σφηνωμένο στο χώμα…»
Άλλες πάλι φορές μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, όπου το ιερό ακόμα δεν απουσιάζει, όπως γράφει στο ποίημα «Primitive art»:
«…τι θ’ απογίνει όταν προδώσει αυτόν τον πρώτο Θεό του
τώρα που κάθε μέρα νιώθει να ξεφτίζει το θαύμα.
γι’ αυτό λαξεύει γεμάτος αγάπη αυτό που ακόμα τον ξεπερνά,
μήπως και το κρατήσει,
με αυτό που κάποτε θα ονομαζόταν τέχνη,
στην πρώτη του δύναμη, μάρτυρας πως κάποτε
το ιερό τριπόδιζε στους λόφους,
ορατό κάθε στιγμή σε κάθε μάτι».
Ο κόσμος που προτείνει –τόσο διακριτικά– ο Κοντάκης είναι ένας κόσμος όπου ο άνθρωπος είναι άνθρωπος και το Ιερό Ιερό. Μια έντονη λύπη με καταλαμβάνει, ξαφνικά, γιατί μου φαίνεται δύσκολο να τα ξεχωρίσω, αλλά ξανανοίγω το βιβλίο του και στέκομαι σ΄ έναν ελπιδοφόρο στίχο που λέει:
«Άδικα κανείς δεν πλανήθηκε».
Στο ποίημά του «Σε στιγμές γαλήνης», ο ποιητής φτάνει σε μια αποδοχή και σ’ ένα χαμήλωμα ων προσδοκιών του, μια τρυφερότητα, μια εγγύτητα της ανθρώπινης φύσης και μια κατάφαση αληθινή, που πηγάζει από την ταπεινή ματιά, όπως θα δούμε στο ποίημα αυτό:
«Σε στιγμές γαλήνης, καλό είναι τ’ αυτί να χαμηλώνει
ενώ κύμα ελαφρό φέρνει ευχάριστα νέα απ’ τα βαθιά».
«Αβάσταχτο μοιάζει πως δεν θα μας θυμούνται για πολύ,
κι όμως είναι πιο ανθρώπινο να μην είναι αιώνια η μνήμη:
οι δικοί μας, οι καλοί μας άνθρωποι δεν ήταν στρατηλάτες
να τραντάζουν τη γη στο πέρασμά τους, τρομερή ανάμνηση –
τα βήματά τους, καθώς σβήνουν, αφήνουν λεπτότατα ίχνη:
σε στιγμές γαλήνης το βλέμμα μας, μυωπικό, τ’ αναζητεί
χαμηλώνοντας στο χώμα.»
Στο τελευταίο του βιβλίο Δεύτερη πορεία (2022) –μια εξαιρετική ανθολογία– νιώθουμε την λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε αντίθετα πράγματα: γη-ουρανός, βουνό-θάλασσα, πόλη-φύση, μάτια στραμμένα στον ουρανό-μάτια στο χώμα, πρόσωπα ολόκληρα και πρόσωπα μισά. Νιώθουμε την επιθυμία του ποιητή για ελευθερία και ανθρωπιά την ώρα που κάποιες μικρές και μεγάλες οθόνες, του στερούν ακόμα και το περπάτημα (μέτρα για την covid), ενώ ο συνάνθρωπος μετατρέπεται σε άγριο ζώο –από τις συνθήκες απαγόρευσης που επικρατούν.
Στο ποίημα «Με το πρόσωπο στο δρόμο», γράφει:
«είμ’ εγώ, είμ’ εγώ, δεν είμαι» – με τ’ αυτιά κρεμασμένα
κείνος μόνος, κι άλλοι πολλοί μαζί του, όλο γυρίζουν
κι όλο κάτι τους σκιάζει και ψηλά ξαναγυρίζουν
το βλέμμα: υπάρχουνε μικρές και μεγάλες οθόνες
γυαλί που κόβει κάθε συνομιλία:
ξεστόμισα μια βρισιά κι ο δρόμος αντιγύρισε
ένα γρύλισμα: φρίκη –σήμερα ψάχνουνε για ύποπτους
άλλοι ύποπτοι ανάμεσα στους ύποπτους: πριν ξημερώσει
μου’ ρθε στο σβέρκο γερή δαγκωνιά: κάποιος άνθρωπος
–πώς να δω καθαρά– χάθηκε στη γωνία, τρέχοντας στα τέσσερα…
Την ίδια αυτήν την έννοια της ελευθερίας υποστηρίζει ο ποιητής καθαρά στο πεζό ποίημά του «Πνεύμα του τόπου», όπου αφήνει τον κάθε έναν να πιστεύει στους δικούς του θεούς, αποδεχόμενος έτσι την ολότητα του καθενός ανθρώπου:
«Οι κάτοικοι της μικρής πόλης ήτανε, θυμάμαι, οι περισσότεροι πιστοί Χριστιανοί. Είχαν όμως κι έναν άλλο θεό – τόσο δα μικρό: ένα κεφαλάκι, που μόλις διακρινότανε μισοθαμμένο στο χώμα πίσω από τον ναό, όταν το πήρα μαζί μου φεύγοντας. Το μικρό κεφαλάκι ήτανε για μένα βάρος αβάσταχτο κι έλεγα ότι –κάποτε– θα το επιστρέψω: θεώρησα τη μέρα κατάλληλη, για να το ξαναβρούν οι κάτοικοι στη θέση του».
Η ποίηση του Κοντάκη, έχει μια τιμιότητα προθέσεων: αναζητά το Αγαθό, αποδέχεται το Ηδύ και το Χρήσιμο, αλλά πονά επειδή οι άνθρωποι αρκούνται είτε στο Ηδύ είτε στο Χρήσιμο. Παρατηρεί πως, έτσι, τα πρόσωπα γίνονται μισά, μισές κι οι υποσχέσεις καθώς οι άνθρωποι δεν συνδέονται αληθινά μεταξύ τους. Συμπονά τον συνάνθρωπο τον αλλοιωμένο από το προσωπείο, στέκεται με θάρρος απέναντι στο αμορφοποίητο και την δεοντολογία, που τόσο ταλανίζουν τους ανθρώπους, και ξέρει πολύ καλά πόση αβεβαιότητα έχει το μεγάλο και το σημαντικό προτείνοντας: κάθε τι μικρό έχει αξία.
Στο τελευταίο ποίημα με τίτλο «Χρησμός», το αναδεικνύει αυτό, συνταξιδεύοντας στο άγνωστο- με όλους- συνοδοιπόρος:
«άλλοι ανεβαίνουν, ανεβαίνουν – οι βαριές μεταλλικές πόρτες
κλείσαν πίσω τους, και βρέθηκαν στο πάνω κατάστρωμα, μόνοι
απέναντι στον ουρανό – παγερός άνεμος, φως χλωμό
στα πρόσωπα, κι ένας δείχνει ψηλά τον ουρανό και λέει:
« κοίτα τι θλιβερή η νυχτιά και πόσο λίγο μας φωτίζει»,
κι εκείνος αντιλαλεί: « κοίτα τι θλιβερό και απελπισμένο πλήθος φωτίζω»
και σβήνει και το τελευταίο του άστρο– «και;»
«και τίποτα πια».
Φαίνεται λίγο απαισιόδοξο το τέλος, μα νομίζω πως σ΄ ένα εσωτερικό ταξίδι στο άγνωστο πολλές φορές νομίζουμε πως –μη γνωρίζοντας το επόμενο βήμα– είτε θα αφεθούμε στο ταξίδι, στη ροή της ζωής, ή θα ξαναγυρίσουμε πίσω επαναλαμβάνοντας τυπολατρικά τις ίδιες διαδρομές, σαν άλλος Σίσσυφος…
Στο σύνολο του έργου του στέκομαι σε δυο αντίθετους στίχους –που θα ήθελα πολύ να είναι μαζί, γιατί με πυροδοτούν να σκεφτώ την διττή φύση του ανθρώπου:
«τα μάτια στραμμένα στον ουρανό κάτι πασχίζουν ν αναστήσουν»
«κορμί σφηνωμένο στη γη»
❧
Αναλογιζόμουν πρόσφατα τι σημαίνει για τον Αριστοτέλη η έννοια του Αγαθού: η Αρετή είναι αποτέλεσμα του έθους προς αυτήν. Δηλαδή, θα πρέπει να εθίζεται κάποιος προς αυτήν αλλά μέσα από προσωπικό αγώνα. Αυτό συνδέεται και με την επιδίωξη της Αρετής στο ποιητικό έργο του Κοντάκη. Δεν εννοώ ότι είναι κήρυκας της Αρετής, αλλά ότι η ποίησή του μου δίνει μια διαρκή αίσθηση εναγώνιας διαδρομής, μιας δύσκολης διαδρομής με στόχο την Αρετή.
Στην αρχή σκεφτόμουν, γιατί η ποίηση του να είναι τόσο κρυπτική, γιατί δεν δείχνει φανερά αυτήν την Αρετή. Μετά, σκέφτηκα πως καλύτερα να είναι κρυμμένη για να μην είναι εύκολος στόχος. Το σίγουρο είναι πως αν κάποιος αντιληφθεί την Αρετή αυτήν, με κάποιον τρόπο θα την τοξεύσει, εκτός κι αν και ο ίδιος βαδίζει έναν τέτοιο δρόμο –πράγμα σπάνιο. Συνήθως δεν είναι χαρούμενοι οι άνθρωποι με κάποιον που αναζητά την Αρετή, γιατί δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το τίμημα και τον πόνο που ελλοχεύουν σε μια τέτοια πορεία. Γι’ αυτό η ποίησή του Κοντάκη αναδίδει αυτή την αίσθηση της οδύνης και αμφιβολίας για το αν τελικά ο άνθρωπος μπορεί να περπατήσει τον δρόμο αυτόν.
Εδώ θα παραθέσω μια παράγραφο που έγραψε η Βικτωρία Θεοδώρου στο κείμενο της «Ο χρόνος»:
Έκανα κάποια ταξίδια στο Μέλλον. Με τη φαντασία με την Ποίηση.
Το μέλλον του ανθρώπου συχνά με τρομάζει. Το μέλλον της γης, για τις γνωστές αιτίες. Η αλαζονεία του κυρίαρχου δίποδου ζώου, η απληστία του, το ανήσυχο πνεύμα του με αποθαρρύνει.
Γνωρίζει πολύ καλά ο ποιητής μας πως οι λέξεις δείχνουν τον δρόμο, δεν είναι ο δρόμος. Γνωρίζει πως δεν μπορούμε να είμαστε μόνο Γη ή μόνο Ουρανός –το καθένα μόνο του θα ήταν Ύβρις, με την αρχαία έννοια του όρου. Ο δρόμος του δεν είναι πάντα βατός. Είναι πολλές φορές οδυνηρός, κακοτράχαλος, του ματώνει τα χέρια και τα γόνατα, μα εκείνος προχωρά σε σπηλιές βαθιές, όπου η ψυχή απογυμνώνεται από τα στολίδια της, μένει εκεί και στέκεται μέχρι που η Ποίηση να τον λυτρώσει και να ξαναβγεί στο φως, με νέους θησαυρούς στον σάκκο του, στη δική του Οδύσσεια…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση για την ποίηση τεσσάρων Κρητών ποιητών που οργάνωσε το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, στις 18 Μαρτίου 2023, στο Σπίτι του Πολιτισμού (Ρέθυμνο). Φωτογραφία: ©Móric Schäffer. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]