Η επώδυνη μαθητεία ενός ανώφελου πολέμου
Μάκης Καραγιάννης, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, Μεταίχμιο, Αθήνα 2023.
Στην περίοδο του Εμφυλίου στρέφει τους άξονες της προσοχής του ο Μ. Καραγιάννης με το νέο του βιβλίο, συμπληρώνοντας μυθιστορηματικά μια τριλογία που περιλαμβάνει την μεταπολίτευση (Το όνειρο του Οδυσσέα) και την Ελλάδα της κρίσης (Πόλη χωρίς Θεούς). Στο επίκεντρο της αφήγησής του τοποθετεί τη δράση μιας μικρής ομάδας ανταρτών (13 άτομα καταρχάς, άντρες, γυναίκες), από τους τελευταίους πρωταγωνιστές εκείνης της «δαιμονικής» εποχής, που, μετά το σπάσιμο του μετώπου (και αντί να πάρουν το δρόμο της εξόδου από τα σύνορα), περιπλανιούνται καταπονημένοι και βρόμικοι, σε άξενα τοπία ορεινής σκηνογραφίας της βορειοελλαδίτικης ενδοχώρας, αντιμετωπίζοντας ποικίλες απειλές, από το δολοφονικό μένος των αντιπάλων (το οποίο σε κάθε ευκαιρία και ανταποδίδουν) μέχρι τις κάθε λογής αντίξοες καιρικές συνθήκες. Πρόκειται για μια ολιγομελή συντροφιά (όσο βαδίζουν ο αριθμός τους διαρκώς απομειώνεται, ενώ και «οι αντοχές τους λιγοστεύουν»), μέσα στους κόλπους της οποίας κυριαρχούν –πέραν των άλλων παθών, από τα οποία δεν λείπει και το ερωτικό– αντιγνωμίες και φόβοι και στην οποία ξεχωρίζουν από την αρχή για τη δράση, τον ρόλο τους στην εξέλιξη του μύθου και τη φύση του χαρακτήρα δύο πρόσωπα: ο επικεφαλής καπετάνιος Μάρκος Ζάβαλης –φαινομενικά όλοι οι υπόλοιποι δηλώνουν υπακοή σε αυτόν, όπως άλλωστε ο ίδιος το απαιτεί– κι ένας νεοφερμένος νεαρός, γαλανομάτης –«ανέμυαλο παιδαρέλι» θα τον κατονομάσει κάποιος– που προφανώς, όπως εξομολογείται «δεν ήταν φτιαγμένος για αίματα», διαθέτοντας όμως μια ιδιαίτερη ευαισθησία θα εξελιχθεί προοδευτικά στον κεντρικό αφηγητή της ιστορίας, και θα ωριμάσει μέσα στη φρίκη και τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου. Η καινούργια αποστολή της ομάδας αυτό το καλοκαίρι μιας δίσεχτης χρονιάς έχει αποφασιστεί από το Γενικό Αρχηγείο ότι θα είναι η κάθοδός τους νότια, προς την τοποθεσία Τρίκορφο (η επιλογή στηρίχτηκε στο ότι κατάγονται από αυτή την περιοχή, το χωριό τους λέγεται Φλάμπουρο) που τώρα βρίσκεται ζωσμένη από στρατό και παρακρατικούς.
Οι επιφυλάξεις και οι αντιρρήσεις που οδηγούν μοιραία και σε προσωπικές συγκρούσεις εκκινούν συχνά από αυτή τη βασική διαφωνία σχετικά με την απόφαση της Ηγεσίας. «Δεν υπάρχει Θεός για μας νότια» δηλώνει ο Μηνάς (ο επονομαζόμενος και Αγέλαστος, καθώς συνήθως ένα παρανόμι συνοδεύει τα βαφτιστικά των μελών της ομάδας) για να δεχτεί την άμεση επιτίμηση του καπετάνιου που, αρπάζοντας αυτοστιγμεί ένα όπλο Στάγιερ, του απαντάει «Αυτό είναι ο Θεός για μας», υπενθυμίζοντας πως «οι λιποτάκτες θα εκτελούνται». Λίγο παρακάτω ο Αγέλαστος θα κατέβει χωρίς την άδειά του σε μια ακροποταμιά, όπου θα συναντήσει μια νεαρή γυναίκα να πλένει κουβέρτες σε μια νεροτριβή. Μην μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, θα αποπειραθεί να τη βιάσει. Όταν τον ανακαλύπτουν, εκείνος γονατίζει σε στάση ικεσίας μπροστά στον καπετάνιο και ομολογεί συντετριμμένος: «Έσφαλα…». Αδέκαστος ο Μάρκος Ζάβαλης του λέει «Μάτια λαίμαργα, ψυχή χαμένη. Ήξερες τον όρκο του αντάρτη και πρόδωσες το Λαϊκό στρατό» και τον εκτελεί επιτόπου. Σέρνουν μετά το άψυχο κορμί του μαζί με τον νεαρό αφηγητή που τον συνοδεύει, σαστισμένος και τρομοκρατημένος, στα ρηχά του ποταμού. Αφενός λοιπόν οι εντολές της καθοδήγησης δεν επιδέχονται αμφισβήτηση (αφού εξάλλου για να το λέει το Κόμμα «κάτι παραπάνω θα ξέρει»), αφετέρου ισχύει ένα αυστηρό πλαίσιο ιδιόμορφης ηθικής για τα μέλη της ομάδας, ένας αμείλικτος κώδικας που κανένας δεν μπορεί να τον παραβιάσει ατιμώρητα.
Κι όσο η πορεία της αμφιλεγόμενης επιστροφής συνεχίζεται, το τοπίο γύρω τους μεταβάλλεται, δίνοντας την ευκαιρία στον συγγραφέα να επιδείξει τη γλωσσική του επάρκεια, καθώς οι λεπταίσθητες περιγραφές του, με λεξιλόγιο λαϊκότροπο, ευρηματικά δουλεμένο και εμπράγματο, ενεργοποιούν και άλλες αισθήσεις του αναγνώστη πέραν της όρασης (π.χ. την όσφρηση, η μυρωδιά του φασκόμηλου), την ακοή (θρόισμα από αρβύλες στο ξερό χορτάρι), κάποτε όμως δηλώνουν και την έλλειψη συναισθήματος (οι πάλλευκες οξιές παγερά αδιάφορες μας κοίταγαν από το ύψος της μεγαλοσύνης τους: σ. 184). Τοπίο απόκοσμο καθώς το στοιχειώνουν συχνά τα ουρλιαχτά των λύκων, κυριολεκτικά εκτεθειμένο σε πρωτεϊκή εναλλαγή, ανάλογα και με τα τερτίπια ή τη μανία της φύσης: Πότε διαυγές ή ομιχλώδες και υγρό, σχεδόν μόνιμα πλαισιωμένο με δέντρα και πυκνές φυλλωσιές, δάση, χαράδρες, ποτάμια με πυκνοφυτεμένες όχθες στις κοιλάδες, σκοτεινούς όγκους βουνών, όπου ακόμα και η σιωπή φαίνεται άγρια και «συλλογισμένη». Τοπίο τέλος που ενίοτε γίνεται αποτρόπαια τρομακτικό, καθώς μετατρέπεται σε «επικράτεια του θανάτου». Όπως εκείνη τη φορά που αναγκάζονται να διασχίσουν μια πλαγιά γεμάτη πτώματα. Διαμελισμένα κορμιά εκατέρωθεν (σαν τραγιά στο σφαγείο): «…Πλημμυρισμένο κορμιά ελληνικά που το σκοτάδι τούς έκλεισε τα μάτια. Αντάρτες του Λαϊκού στρατού και στρατιώτες του Εθνικού στρατού, θημωνιασμένοι ανάκατα, σε μια χορογραφία που υπογράμμιζε σε όλους μας την κραταιά υπεροχή του θανάτου», λέει σοκαρισμένος ο αφηγητής (σ. 66). Κι ο μπάρμπα Μήτσος, ένας γηραιότερος σύντροφος σχολιάζει: «Λύσσαξε ο ντουνιάς. Μέθυσε απ’ το αίμα». Ο ευαίσθητος νεαρός δεν αντέχει. Σε ένα πεύκο εκεί δίπλα δεν μπορεί να κρατηθεί και ξερνάει. Ο μπάρμπα Μήτσος τον προσγειώνει. «Θα μάθεις πολλά ακόμα…», θα του πει λίγο παρακάτω.
Στην ψυχή του μικρού ήρωα-αφηγητή συσσωρεύονται έτσι απανωτές εμπειρίες που θα τον οδηγήσουν τελικά στην αυτογνωσία, ωστόσο το σημαντικό στο μυθιστόρημα του Καραγιάννη είναι νομίζω ότι μέσα από τις σελίδες του αναδεικνύονται πλήθος ερωτήματα και καίριοι προβληματισμοί, συχνά φιλοσοφικού μεγέθους, όπως, «Είναι δίκαιο να σκοτώνεις για καλό σκοπό;» «Έχουν οι άνθρωποι μέσα τους το κακό, πού θα έπρεπε να αναζητήσουμε τη ρίζα του;», «Ποιος σέρνει το χορό της μοίρας;» κ.ά. Κάποιες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ο συγγραφέας φροντίζει να μας τις δώσει μέσα από τους διαλόγους και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων, με αφορμή και τα περιστατικά που βιώνουν στη διάρκεια της τρίχρονης «σκληροζωής» τους (σκηνές αγριότητας, θηριωδίες και σφαγές και σπανιότερα εικόνες ψυχικής ηρεμίας και ομορφιάς). Για παράδειγμα, ο μπάρμπα Μήτσος που «διέκρινε καθαρά, εκεί που οι άλλοι βλέπανε σχήματα θολά» δίνει μια σιβυλλική απάντηση στο πρώτο ερώτημα που έθεσα παραπάνω: «Το αίμα δεν ξεχνάει. Σαν ίσκιος σε κυνηγάει. Το μίσος χώρισε το χωριό με μια τσεκουριά στα δυο… Είπαν πως ο Μάρκος ήταν ο φταίχτης… Αυτός ξεσήκωνε τον κόσμο… Ήταν ο γραμματέας του Κόμματος…». Συμπερασματικά το καλό και το κακό συνυπάρχουν στον γενέθλιο τόπο τους (όπου άλλωστε διαφεντεύει τώρα ο αδελφός του Αχιλλέας, –παρέα με άλλους μπουραντάδες– και τρομοκρατεί τον κόσμο. Στο τέλος το μίσος ξεχύνεται και τα σκεπάζει όλα, αδιακρίτως: Λες και στο Φλάμπουρο «(το καλό και το κακό) ήταν πασσαλόφραχτα οριοθετημένα, όπως τα αμπελοτόπια. Και όχι ένας ανάμικτος σωρός από τα γεννήματα του Αλωνάρη που έπρεπε να τον λιχνίσεις. Να τον περάσεις στο δερμόνι. Να ξεδιαλέξεις σπυρί σπυρί την ήρα από το στάρι, τους άθλους από τα ανοσιουργήματα» (σ. 245). Γίνεται φανερό πως η στρατηγική της αφήγησής του συγγραφέα αποβλέπει στην κατάκτηση μιας ευρύτερης οπτικής, στην «αποκάλυψη μιας αλήθειας μεγαλύτερης» που θα τον οδηγήσει, όπως θα δούμε, και σε μια αυστηρή κριτική θεώρηση και καταγγελία της Εμφύλιας διαμάχης, αποκαλύπτοντας στους αναγνώστες, χειροπιαστά, τις οδυνηρές συνέπειες του καταστροφικού και «ανώφελου» διχασμού.
Η έρευνα ώστε να βρεθεί η ρίζα του κακού δεν περιορίζεται μόνο στα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, αλλά στρέφεται και σε συγκεκριμένα πρόσωπα με πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο. Ο Μάρκος Ζάβαλης θα μπορούσε να είναι ένας ήρωας με το τραγικό βάθος που αποδίδει ο Χέρμαν Μέλβιλ στον χαρακτήρα του καπετάνιου Αχαάβ στο μυθιστόρημά του Μόμπι Ντικ, που, καθώς φαίνεται και από το παράθεμα που προτάσσεται του κειμένου, αποτέλεσε για τον συγγραφέα ένα γόνιμο πρότυπο έμπνευσης και τον βοήθησε να αναπτύξει τη δική του μυθοπλασία: Πρώην δάσκαλος, σπουδαγμένος και καλλιεργημένος, σκιαγραφείται ως ένας τύπος «ονειροπόλος και κλειστός», που θεωρεί μεγάλη αρετή την αίσθηση του καθήκοντος. Αρέσκεται να διαβάζει την Ιλιάδα, το πολεμικό έπος του Ομήρου, τα λόγια του είναι μετρημένα, συχνά φιλοσοφημένα, ενώ συνήθως αποφεύγει να χαλάσει το κλίμα της ομάδας, έχοντας συνειδητοποιήσει και το μέγεθος της ευθύνης του. «Μα στα δικά του μάτια εντόπιζες την παθολογική εμμονή για τη νίκη. Την εκπληκτική πίστη πως τα πράγματα μπορούν ν’ αλλάξουν αν και η φλογερή παρόρμηση συνδυαζόταν πάντα με την ανεπιτήδευτη σεμνότητα που τον διέκρινε» (σ. 46).
Ο νεαρός αφηγητής (αν και δεν διστάζει να παραδεχτεί πως τον φοβάται), εντούτοις με το πάθος του αδυσώπητου παρατηρητή που επιθυμεί να καταγράψει αντικειμενικά τα τεκταινόμενα, χωρίς να ξεχνάει «τη μανία και το σκοτεινό βλέμμα του την ώρα που εκτέλεσε τον Μηνά», ενώ υπήρξε και αυτόπτης μάρτυρας στον αποτρόπαιο φόνο του ταγματασφαλίτη Ντάγκα (που ο καπετάνιος τον ανάγκασε προηγουμένως να σκάψει ο ίδιος τον τάφο του), αλλά και στους άλλους σκοτωμούς που είχε στο μεταξύ διαπράξει «σαν ψυχρή μηχανή», προσπαθεί να εννοήσει τι γίνεται μέσα του, να ανακαλύψει τη ρίζα του κακού στην ψυχολογία του, χαρακτηρίζοντάς τον εντέλει ως «μια ανεξιχνίαστη ψυχή, όπου συγγενεύει το μεγαλείο με την τρέλα και το αρχέγονο κακό». Κι όταν ρωτάει και τον μπάρμπα Μήτσο, εκείνος του δηλώνει πως δεν τον αναγνωρίζει, ο Μάρκος δεν είναι πια αυτός που ήξερε παλιά στο Φλάμπουρο. «Είναι ήρωας… Είναι και δαίμονας. Έχει το διάολο μέσα του…». Παρ’ όλα αυτά η ομάδα τον χρειάζεται: «Χωρίς τον καπετάνιο νιώθαμε μόνοι», διαπιστώνει ο αφηγητής. Κάπως έτσι και ο Αχαάβ του Μέλβιλ συνδυάζει την ευγένεια στις σκέψεις και την προσήλωση σε έναν υψηλό στόχο (αγωνίζεται να εξοντώσει το κακό, που το ενσαρκώνει η Λευκή Φάλαινα), εκδηλώνει όμως ταυτόχρονα μια απάνθρωπη συμπεριφορά και καταστρέφει τους δικούς του ανθρώπους, χωρίς τελικά να καταφέρει να τον πραγματώσει.
«Μέσα μας το ʼχουμε το κακό» θα πει κι ο Χριστόφορος ο Ζαβός ή Φόρης. Τα φονικά, οι αγριότητες και οι σφαγές που γίνονταν (όλα αυτά δεν είναι το «κακό»;) στερεώνουν την πεποίθηση πως «θεριό ο άνθρωπος» και μάλιστα ανήμερο που «δύσκολα το κάνεις ζάφτι», ίσως γι’ αυτό ο Μ. Καραγιάννης αντιπαραβάλλει υποβλητικά στις σελίδες του βιβλίου του, με επιμονή, την παρουσία των λύκων, υπογραμμίζοντας την επιθετικότητά τους, κάνοντας λόγο για τους καθρέφτες των ματιών τους και τα επίφοβα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά τους, αφού υπό μίαν έννοια παραλληλίζονται στις παρούσες συνθήκες με τους ανθρώπους.
Ο Ζιώγας, ένας ακόμα αντιδραστικός σύντροφος που αμφισβητεί την καθοδήγηση (δηλ. τον Μάρκο Ζάβαλη), θα ομολογήσει την απόλυτη ταύτιση: «…Αλαφρόγνωμος (είναι ο άνθρωπος). Όσο να κλείσει τα μάτια, ο νους του σαν το λύκο που κόβει το μαντρί». Με τον Ζιώγα ο Μάρκος έρχεται σε κόντρα και μια φορά που τον ακούει να λέει πως η μοίρα τους «σαν την πέτρα ήταν σκληρή». «Μα η βούληση», του απαντά «είναι αυτή που σκίζει την πέτρα στα δυο… την κάνει αγκωνάρι για να χτίσει τα μεγάλα έργα… της δίνει σχήμα και μορφή που θέλει για να κατακτήσει την ομορφιά… αυτή είναι ο μεγάλος δημιουργός για το πανέμορφο ψηφιδωτό της απελευθέρωσης του ανθρώπου» (σ. 161). Κι ο Ζιώγας, που διακρίνει μια παραξενιά στον δασκαλίστικο τόνο του: «Το μόνο που νογάω εγώ είναι πως παίζουμε κλεφτοπόλεμο και κυνηγάμε έναν ανώφελο θάνατο». Ο καπετάνιος τον διορθώνει: «Έναν αξιοπρεπή θάνατο». Ωστόσο ο θάνατος του Ζιώγα μάλλον ανώφελος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, αφού γλίστρησε και κατρακύλησε σε μια πλαγιά, χτύπησε, ανέβασε πυρετό, παραμιλούσε κι αναγκάστηκε ο ίδιος ο καπετάνιος να τον πιστολίσει, για να μην τον αφήσουν πίσω και τους προδώσει.
Στην αξιακή κλίμακα του οράματος του καπετάν Ζάβαλη η αξιοπρέπεια τοποθετείται πάνω από τον φόβο. Και όσοι ενστερνίζονται το όραμά του είναι γι’ αυτόν «οι τελευταίοι αληθινοί άνθρωποι: Θα σας φτύνουν. Θα σας σταυρώνουν, μέχρι να φανεί ολοπόρφυρη στον ορίζοντα, η ανατολή της Νέας Πολιτείας της αδελφοσύνης των λαών» (σ. 210). Κουβέντες που, πλην του Κοκκινοτρίχη και της Ελευθερίας, που είναι ερωτευμένη μαζί του, οι περισσότεροι τις ακούνε πια «βερεσέ». Η απομάγευση που έχει προκαλέσει στις ψυχές τους η βάρβαρη πραγματικότητα του πολέμου, τα φονικά, το «ανθρωποφάγωμα», ο φόβος τους για το τι τους περιμένει, ξεσκεπάζει στα μάτια τους αυτονόητες αλήθειες που συνειδητοποιούνται με οδύνη και αποτροπιασμό: «Μοναρχοφασίστες και αντάρτες, παιδιά του ίδιου λαού, μας χώριζαν οι λέξεις» (σ. 205). Έμπρακτα λοιπόν προκρίνουν μια διαφορετική εκδοχή ηθικής συμπεριφοράς, πέρα από τις ιδέες που μπορεί να εκφράζονται συχνά με τις όμορφες λέξεις του καπετάνιου. Έτσι στο ερώτημα «είναι η ιδέα πιο σημαντική από τον άνθρωπο;», ο Χριστόφορος, ένας ευαίσθητος χαρακτήρας που διστάζει κάποια στιγμή να σκοτώσει ένα ζαρκάδι, απαντάει: «Ακόμα κι ένα σπουργίτι που πεταρίζει πάνω στη γη είναι πιο σημαντικό απ’ την ιδέα κι έχει το δικό του προορισμό. Να δοξάζει τη ζωή με το γλυκό του κελάηδημα» (σ. 208).
Ο αφηγητής συμπαθεί τον Χριστόφορο γιατί διαθέτει «την ευαισθησία μιας απλής καρδιάς που ασφυκτιά στην αντάρα του πολέμου.» Αντιλαμβάνεται πως του λείπουν «όλα τα ταπεινά πράγματα» που απολάμβανε στο ευλογημένο χωριό του, όπως η αίσθηση της χειρολαβής από το αλέτρι, η γλυκιά κούραση από τον κάματο της ημέρας, η προσδοκία της σοδειάς από το στάρι… το χαμόγελο των παιδιών και η παρουσία αγαπημένων χεριών που του έστρωναν το τραπέζι (σ. 194). Δηλαδή νοσταλγεί τις καθημερινές μικρές χαρές που έχουν στερηθεί όλα τα μέλη της ομάδας στα τρία χρόνια της σκληρής περιπλάνησής τους και θα μπορούσαν με έναν λόγο να περιγραφούν και ως «αγαθά της ειρήνης».
H ευαίσθητη πένα του νεαρού αφηγητή αναδεικνύει μερικές σφοδρές αντιθέσεις που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, από τη μια περιγράφεται ο αποτροπιασμός και η ντροπή για όσα αποκρουστικά συμβαίνουν και από την άλλη διατυπώνεται το εναγώνιο ερώτημα πού να κρύβεται άραγε η αγάπη που ενώνει τις καρδιές των ανθρώπων, ερώτημα επιτακτικό που μπορεί να προκύπτει από την απλή παρατήρηση μιας συμπονετικής χειραψίας, μιας τρυφερής χειρονομίας μεταξύ των πρωταγωνιστών της αιματηρής πολεμικής τραγωδίας. Αντιθέσεις που σκηνοθετούνται παράλληλα και στον εξωτερικό φυσικό χώρο, όταν τα τοπία που διασχίζουν οι ήρωες διαδέχονται το ένα το άλλο, και από τον παράξενο κόσμο με τα σκοτεινά νερά, την επίφοβη επικράτεια του θανάτου, την ηχώ των βουνών και τα ουρλιαχτά των λύκων, περνούν κάποια στιγμή σε άλλο σύμπαν εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς και ραστώνης: «Κοίταξα σαστισμένος… Το μαύρο αίμα είχε δώσει τη θέση του στην πράσινη γαλήνη. Οι αιώνιες βελανιδιές, με τα αγριοπερίστερα και τους πετροκότσυφες που φτερούγιζαν ανάλαφρα στα κλαριά, δεν ήξεραν μήτε από θανάτους, μήτε από επαναστάσεις» (σ. 68). Ή βρίσκονται ξαφνικά μπροστά στη μαγική ηρεμία μιας φεγγαρόλουστης νύχτας, με τις μυρωδιές του φασκόμηλου να θωπεύουν τα ρουθούνια τους, π.χ. του «άβγαλτου» παιδιού –όπως αυτοαποκαλείται ο ρομαντικός αφηγητής– που «μάθαινε από το βουνό τη φρίκη και τη γαλήνη αντάμα», αλλά και τη λαμπερή ομορφιά του έρωτα που μπορούσε να του αποκαλύψει η σκοτεινή πλευρά της φύσης και να τον κάνει να ονειρευτεί.
Το κομμάτι του Β’ μέρους όπου περιγράφεται το τέλος του επικηρυγμένου καπετάν Ζάβαλη είναι συγκινησιακά φορτισμένο, καθώς διαδραματίζεται στον γενέθλιο τόπο που αυτός τον γνωρίζει σπιθαμή τη σπιθαμή. Κάποια στιγμή αποφασίζει να κατέβει χωρίς συνοδεία στο Φλάμπουρο, να προμηθευτεί «έναν τορβά αλάτι» από έναν φίλο γκαρδιακό και σύντροφό του στο Κόμμα, τον Λάζο Στάικο. Εκεί όμως του στήνουν ενέδρα μια δράκα φαντάρων εθνοφρουρών και μάλιστα τη σκανδάλη θα την πατήσει ο ίδιος ο αδελφός του, ο Αχιλλέας. Συλλογιζόμαστε το παράλογο και στρεβλό: Γιατί σκοτώνει ο Ομηρικός ήρωας, ο Έκτορας; Για το καλό της πατρίδας. Γιατί σκοτώσανε τον Μάρκο; Γιατί «σήκωσε όπλα κατά της πατρίδας»… Ας διατείνονται με όλη τη δύναμη της ψυχής τους και οι δύο αντίπαλοι (του Δημοκρατικού και του Εθνικού Στρατού) πως ο σκοπός για τον οποίο πολεμούν δεν είναι άλλος από «το καλό της πατρίδας». Αναπτύσσοντας ωστόσο τη δράση τους γύρω από αυτό το «καλό», που κατά βάθος είναι κοινός στόχος, αντί να διαλέγονται φρόνιμα και ειρηνικά, εξαντλούν την όποια επιχειρηματολογία τους σε παράλληλους (και αδιέξοδους) μονολόγους. Ο καθένας διεκδικεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να πιστεύει πως μόνον αυτό που σκέπτεται εκείνος είναι το σωστό και τίποτε άλλο. Υπογραμμίζεται εξάλλου η πεποίθηση αυτή από το απόσπασμα της Αντιγόνης του Σοφοκλή που προτάσσεται του δεύτερου μέρους: «όστις γαρ αυτός ή φρονείν μόνος δοκεί ή γλώσσαν, ην ουκ άλλος, ή ψυχήν έχειν, ούτοι διαπτυχθέντες ώφθησαν κενοί». Αυτή η ασύγγνωστη ισχυρογνωμοσύνη φαίνεται να αποτελεί για τον Μ. Καραγιάννη τον αιτιώδη πυρήνα της ασυνεννοησίας ανάμεσα στις δυο πλευρές. Με αποτέλεσμα να ξεχειλίζει στη συνέχεια το μίσος και ο θυμός να μην καταλαγιάζει: «Αφήστε τον να τον φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Μέχρι αυτό το μίασμα να σαπίσει στον αιώνα τον άπαντα», ωρύεται οργισμένος ένας ανθυπολοχαγός. Το κεφάλι του Μάρκου θα κρεμαστεί στο θεόρατο πλατάνι της πλατείας, ενώ οι μπουραντάδες Καπλάνηδες και οι συγγενείς του Ντάγκα θα στήσουν γλέντι με κλαρίνα, χλευάζοντας. Ο αναγνώστης βέβαια θυμάται καλά πως το ζητούμενο για τον καπετάνιο ήταν ένας «αξιοπρεπής θάνατος». Ως άλλη Αντιγόνη αναλαμβάνει να θάψει το κορμί του η αδελφή του Ανδρομάχη, με τη βοήθεια της ξαδέλφης της Αργυρώς. Ο Χριστόφορος ή Φόρης θα υπογράψει δήλωση μετανοίας και θα προδώσει τη γιάφκα των υπολοίπων που θα συλληφθούν. Έτσι περίτρανα θα επιβεβαιωθεί αυτό που κάποια μέλη της ομάδας είχαν προβλέψει με φόβο νωρίτερα, πως δηλ. το μεγάλο ραντεβού με την Ιστορία στο οποίο τους οδηγούσε «πλησίστιος» ο Μάρκος, δεν ήταν παρά μια προδιαγεγραμμένη «αποστολή αυτοκτονίας».
Στο βιβλίο του Μ. Καραγιάννη δεν εικονογραφείται απλώς, αλλά συνάμα καταγγέλλεται η αγριότητα και η σφοδρότητα της Εμφύλιας διαμάχης. Ο αναγνώστης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας των φρικιαστικών συμβάντων όπως καταγράφονται μέσα από τον ευαίσθητο φακό μιας νεανικής ψυχής που ωριμάζει απότομα υπό την πίεση ακραίων καταστάσεων και καταλήγει στο φινάλε στα δικά του μεστά συμπεράσματα. Που εκδηλώνει εξαρχής την αγνή πρόθεσή του να μιλήσει με παρρησία για τον εαυτό του, ομολογώντας πως το αρχικό πάθος που τον έσπρωξε στο βουνό ήταν, όπως άλλωστε και του καπετάνιου, να αναζητήσει «την αξιοπρέπεια του ανθρώπου που σα δωρική κολώνα πρέπει να κρατάει τον κόσμο». Η συναναστροφή του ωστόσο με όλα τα πρόσωπα της ομάδας, σε συνδυασμό και με τα φριχτά γεγονότα που βίωσαν, υπήρξε μια επώδυνη (αν και ωφέλιμη για τον ίδιο) μαθητεία. Γιατί τον έφεραν πιο κοντά στην κατανόηση των προαιώνιων νόμων που κυβερνούν τους ανθρώπους, αλλά και στο να αντιληφθεί ποια πράγματα είχαν ζωτική σημασία στη ζωή. Όπως, για παράδειγμα, αυτό που έμαθε πως «εκείνο που ’ναι σημαντικό, το πιο βαθύ, δεν μεταδίδεται με τη γλώσσα, μα με την καρδιά». Βαθιά συγκινημένος συνειδητοποιεί την κοσμογονική αλλαγή που έχει συντελεστεί μέσα του και ομολογεί με ανυπόκριτη αυτογνωσία: «Δεν ήξερα πια τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Ο κόσμος γκρεμιζόταν και δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρεκτός ερείπια και σκόνες ποτισμένα με αίμα. Κείνο που ήξερα μόνο είναι πως μισούσα τον πόλεμο πια» (σ. 241).Πέρα βέβαια από ένα ανάγνωσμα με τις εμπειρίες και τα διδάγματα της πικρής μαθητείας, να σημειώσουμε, όπως προαναφέραμε, πως πρόκειται για πολεμικό μυθιστόρημα με ποικίλα φιλοσοφικά ερωτήματα, που στέκεται στον ίδιο τον Εμφύλιο και αποπειράται να δώσει τη συνολική εικόνα της τραγωδίας και όχι μια ιστορία γραμμένη με την οπτική εκ των υστέρων που αφορά τις συνέπειες και τα τραύματά του.
Αν αναλογιστούμε τέλος ότι σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος έχει διατυπωθεί από τον βασικό πρωταγωνιστή του ο ισχυρισμός πως «ο πόλεμος είναι το μέλλον του ανθρώπου», η προηγούμενη αυτή φράση του νεαρού αφηγητή, καθώς ομολογείται αντιστικτικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ακούγεται καθησυχαστική για τον σύγχρονο αναγνώστη και του προσφέρει, μέσω της ανάδειξης των στρεβλών καταστάσεων του παρελθόντος (και δη μιας περιόδου επονείδιστα βίαιης και καταστροφικής για την πατρίδα μας), την αναγκαία αισιόδοξη προοπτική για μελλοντική επανόρθωση των όποιων λαθών και την (όντως δύσκολη) υπόσχεση για αδιατάρακτη συνέχιση εν ειρήνη και ομονοία της ζωής του.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Flor Garduño. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]