Ερρίκος Ε΄ του Σαίξπηρ:
Μια –εν μέρει– υποδειγματική –και μαγνητοσκοπημένη– παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής
Είναι περίεργη η θέση του ανθρώπου που ασχολείται με τη μη-Ελληνική λογοτεχνία στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή είναι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να εντοπίσει ανθρώπους με τον ίδιο ενθουσιασμό για όσα τον ενδιαφέρουν, αλλά κυρίως διότι είναι καταδικασμένος να διαφωνεί σε πολλά ζητήματα με τους φυσικούς κληρονόμους μιας εθνικής παράδοσης. Όσο και αν κάποια έργα του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού θεωρούνται πανανθρώπινο ή εν πάση περιπτώσει, πανευρωπαϊκό κτήμα στον βαθμό που η γλώσσα στην οποία γράφτηκε το κείμενο έχει φυσικούς ομιλητές, οι ομιλητές αυτοί παραμένουν οι κατιόντες κληρονόμοι, ούτως ειπείν. Πολλές φορές δεν πρόκειται για γλωσσικά ζητήματα αλλά για δυνητικές προεκτάσεις στη διατομή γλώσσας και πολιτισμού.
Το Μέγαρο Μουσικής μας δίνει ευτυχώς κάποιες εξαιρετικές μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις από το Εθνικό Θέατρο (National Theatre) της Αγγλίας. Πριν από μερικές μέρες, το πρόγραμμα έγραφε Ερρίκος Ε΄, ένα από τα έργα της μέσης περιόδου του Σαίξπηρ. Το έργο αυτό έχει ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, παρά το γεγονός πως κανένας από τους σοβαρούς κριτικούς δεν το συγκαταλέγει στα κορυφαία έργα του Σαίξπηρ. Περισσότερο όμως από τις τραγωδίες θέτει με τρόπο άμεσο και επιτακτικό όλα εκείνα τα ζητήματα πολιτικής πράξης και δημόσιας δράσης –και όχι μόνο δημόσιας– τα οποία αναφύονται στα ιστορικά έργα του Σαίξπηρ: την εγκαθίδρυση και στερέωση της εξουσίας, τον ρόλο της χαρισματικής προσωπικότητας στην ιστορία, την υπονόμευση της εξουσίας και των θεσμών και το πρόσωπο του στρατηγού ή του μονάρχη ως σημείο μίας προνομιακής ορατότητας. Ανάλογα με την έκβαση των ενεργειών του, το έργο προσδιορίζεται ως ιστορικό δράμα, αν οι ενέργειες του πρωταγωνιστή είναι επιτυχείς, ή ως τραγωδία.
Τα προβλήματα στη συγκεκριμένη σκηνοθετική αντίληψη δεν ήταν λίγα. Έκπληξη μου προκάλεσε η παράλειψη του σημείου εκείνου στο οποίο ο Ερρίκος Ε΄ προσεύχεται στον Θεό να μην τον επισκεφθεί την ημέρα εκείνη η αμαρτία που διέπραξε ο πατέρας του, Ερρίκος Δ΄, αρπάζοντας το στέμμα από τον Ριχάρδο Β΄ («O God of battles, steel my soldiers’ hearts. […] Not today, O Lord,/ O, not today, think not upon the fault/ My father made in compassing the crown» IV.i.411-413) με το επιχείρημα ότι πλέον έχει εξιλεωθεί για τον θάνατο του Ριχάρδου με την οικοδόμηση παρεκκλησίων στα οποία ψάλλονται επιμνημόσυνες δεήσεις για την ψυχή του προκατόχου του («And I have built/ Two chantries where the sad and solemn priests/ Sing still for Richard’s soul» IV.i.411-413). Σε μία παράσταση που υπογραμμίζει πόσο τα θεμέλια της εξουσίας δυνητικά υπονομεύονται από το δίδυμο της υποκρισίας και της ενοχής, η παράλειψη ξαφνιάζει.
Η χρήση γυναικών σε πολλούς σημαντικούς ρόλους αρχόντων και στρατηγών, πέρα από το ιστορικό ζήτημα που θέτει, δεν αποδείχθηκε επιτυχής. Αναιμική για παράδειγμα, ήταν η ερμηνεία από γυναίκες των ρόλων των τριών συνωμοτών που σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Ερρίκο, σε αντίθεση με την εξαιρετική γυναίκα ηθοποιό που υποδύθηκε τον Δούκα του Έξετερ. Η χρήση τυφεκίων εφόδου με σύγχρονες στρατιωτικές στολές παραλλαγής δημιουργεί αρκετά ερμηνευτικά ζητήματα, ιδίως στις περιπτώσεις όπου γίνεται ρητή αναφορά σε ξίφη, τα οποία όμως σε κάποιο βαθμό υπερκεράστηκαν με διάφορα ευφυή τεχνάσματα. Αλλά και ο υπερτονισμός του στοιχείου της επιβολής στη συζήτηση του Ερρίκου με την κόρη του ηττημένου Βασιλιά της Γαλλίας: αυτό που προσπαθεί να απεικονίσει ο Σαίξπηρ στη συγκεκριμένη σκηνή είναι κάτι βαθύτερο από τη σωματική, πολιτική και ρητορική επιβολή ως επιμέρους στοιχεία: πρόκειται για την άνεση του νικητή να παίζει στα όριά τους, μιμούμενος πότε τα χαρακτηριστικά της μιας και πότε της άλλης.
Πέρα όμως από αυτές τις επιμέρους παρατηρήσεις, το αισθητικό αποτέλεσμα της παράστασης διήπετο από ένα ουσιαστικό όραμα και τους αρμούς των διασυνδέσεων της Αγγλικής παράδοσης και του τριπλού χρονικού ορίζοντα που εγγράφεται σε κάθε παράσταση ιστορικού σαιξπηρικού έργου: ο ύστερος Μεσαίωνας και η παρακμή της ιπποσύνης, η ελισαβετιανή και η ιακωβινή περίοδος και ο σύγχρονος κόσμος, ο ιστορικός εκείνος ορίζοντας ο οποίος εν τέλει καθορίζει το σκηνικό αποτέλεσμα. Κάθε ένας από αυτούς τους τρεις χρονικούς και ιστορικούς ορίζοντες διατυπώνει τις δικές του αξιώσεις και η δουλειά του σκηνοθέτη έγκειται ακριβώς σε αυτό, στην αμοιβαία εξισορρόπησή τους.
Ο Κιτ Χάρινγκτον, γνωστός ως Τζων Σνόου από το Game of Thrones και όχι μόνο, αποδεικνύεται ένας απροσδόκητα επαρκής Ερρίκος. Η δυσκολία του ρόλου δεν έγκειται μόνο στην έκτασή του (πάνω από το 30% της συνολικής έκτασης του έργου), αλλά και στο ότι το πρόσωπο του Ερρίκου συλλαμβάνει νοητικά όσα πρόκειται να γίνουν και εκτελεί όσα έχει στοχαστεί, όντας ταυτόχρονα η πηγή και το μέσο διάχυσης της δράσης στη θεατρική σκηνή. Νομίζω ότι σε κανέναν άλλο σαιξπηρικό χαρακτήρα δεν υπάρχει τέτοια ενότητα στοχασμού, λόγου και δράσης, η οποία όμως βαραίνει υπερβολικά τον ρόλο.
Ακουμπώντας την πένα στο χαρτί ή μάλλον τα χέρια στο πληκτρολόγιο, σκοπός μου δεν ήταν μόνο να εξετάσω την παράσταση ενός αγγλικού θεατρικού έργου στην Αγγλία, από έναν αγγλικό θίασο. Μέσα σε ένα εκκωφαντικό και εκκωφαντικά σύγχρονο έργο, όπου οι στρατιώτες είναι οπλισμένοι με τυφέκια εφόδου και αυτόματα και οι ήχοι του σύγχρονου πυροβολικού και των ελικοπτέρων παραπέμπουν χωρίς περιστροφές στις καθημερινές στρατιωτικές ανταποκρίσεις, η παράδοση, μέσω των ήχων του «πειραγμένου» Τόμας Τάλλις, αναδύεται με τρόπο ενεργό και εναργή αποκτώντας, δίχως να χρειαστεί να την αξιώσει εμφανώς, μία αυτονόητη θέση μέσα στο έργο. Τα θρησκευτικά μουσικά έργα του Τόμας Τάλλις (1505-1585) μαζί με το σαιξπηρικό κείμενο υποστασιοποιούν την παρουσία του δεύτερου από τους τρεις χρονικούς ορίζοντες του έργου. Οι διακεκομμένες φωνές των έργων του Τάλλις αμφισβητούν και ταυτόχρονα επιρρωνύουν, εκτονώνονας την ένταση, το θριαμβολογικό αφήγημα του έργου.
Μια από τις αναγεννησιακές συνήθειες ήταν η «διδυμοποίηση» καλλιτεχνών από εντελώς διαφορετικά πεδία. O κραταιότατος Ιταλός ουμανιστής Cosimo Bartoli στα Ragionamenti accademici αναφέρει τον Όκεχεμ και τον Ντονατέλο ως θεμελιωτές της σύγχρονής τους τέχνης ενώ ο Ντεπρέ και ο Μιχαήλ Άγγελος υψώνουν τις τέχνες τους στο σημείο της τελειότητας.
Αναλογικά, τότε, ο Τάλλις είναι ο Σαίξπηρ της Αναγεννησιακής μουσικής, καταγράφοντας με τα πολυειδή του μέσα και στυλ κάθε ανθρώπινο συναίσθημα: ταυτόχρονα καταθραύουν και ανανεώνουν τις μορφές που κληρονόμησαν. Ή μήπως ο Σαίξπηρ είναι απλά ο Τάλλις της λογοτεχνίας;
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]