frear

Φιλολογία με βλέμμα στο παρόν – γράφει ο Δημήτρης Αγγελής

Ανέκδοτες αλληλογραφίες, τυπογραφεία και λογοτεχνικοί διαξιφισμοί

Γιάννης Παπακώστας, Δημήτριος Βικέλας-Σαιντ Ιλαίρ-Αντόνι Ρουβιό-Εμίλ Λεγκράν. Το βιβλίο ως μέσο διαπολιτισμικής επικοινωνίας, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα 2022.

Το καλοκαίρι που μας πέρασε ένα κείμενο του πεζογράφου Νίκου Α. Μάντη στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης πυροδότησε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για την παρουσία και την προβολή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Κι επειδή το θέμα αυτό μας καίει όλους, πέρα από μια απάντηση στον ευρύτερο προβληματισμό γιατί δεν μας διαβάζουν έξω και στο υπαρξιακό ερώτημα πού ακριβώς στέκεται ποιοτικά η δική μας λογοτεχνία σε σχέση με την ξένη, όλοι οι συμμετέχοντες πρότειναν ερμηνείες και λύσεις, χωρίς όμως στατιστικά στοιχεία (λείπουν οι σχετικές έρευνες) και κυρίως χωρίς κάποια ιδιαίτερη αναφορά στο τι συνέβαινε στο παρελθόν. Ωστόσο, πέρα απ’ τις τρανταχτές περιπτώσεις που όλοι φέρνουμε πρόχειρα στο μυαλό (Καβάφης, Καζαντζάκης, Σεφέρης, Ελύτης), η γνώση μας για τη διάδοση της πεζογραφίας μας στις άλλες γλώσσες κατά το παρελθόν είναι πενιχρή. Μία τέτοια παραδειγματική περίπτωση ερευνά, μεταξύ άλλων, το νέο βιβλίο του χαλκέντερου φιλολόγου Γιάννη Παπακώστα.

Το 1879 εκδίδεται η νουβέλα («εκτενές διήγημα» την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας) Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα (1835-1908). Για τα ελληνικά δεδομένα, η έκδοσή της σηματοδοτεί μια στροφή στην καλλιέργεια πλέον και του αφηγηματικού λόγου, ενώ η απήχησή της συνδέεται με την προκήρυξη του πρώτου διαγωνισμού για τη συγγραφή διηγήματος, από το περιοδικό της γενιάς του 1880, την Εστία. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1880-1883) το βιβλίο μεταφράζεται σε 10 ευρωπαϊκές γλώσσες και γίνεται, μάλιστα, το πρώτο νεοελληνικό έργο που μεταφράζεται στην Ιβηρική, αρχικά στα καταλανικά και ύστερα στα καστιλλιάνικα. Πέρα από προσωπική επιτυχία του κοσμοπολίτη Βικέλα, ο οποίος ζώντας στο εξωτερικό είχε αναπτύξει σχέσεις με επιφανείς συγγραφείς στα φιλολογικά σαλόνια που κυκλοφορούσε, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε μέσα από την αλληλογραφία που δημοσιεύει ο Παπακώστας, πώς αναπτύσσονται οι σχέσεις του με ορισμένους από τους μεταφραστές του. Να σημειωθεί ότι το 1940, δηλαδή 60 περίπου χρόνια αργότερα, ο Δροσίνης παρατηρούσε ότι κανένας άλλος Έλληνας συγγραφέας δεν είχε ακόμα τη μεταφραστική τύχη του Βικέλα, γεγονός που παρουσιάζει ως περίπτωση ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον μελετητή, εάν πραγματικά μας απασχολεί η προβολή του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό.

Εάν τα δύο από τα τρία ονόματα που συνοδεύουν τον Βικέλα στον τίτλο του βιβλίου (ο μαρκήσιος Σαιντ Ιλαίρ είναι ο Γάλλος μεταφραστής του και ο Αντόνι Ρουβιό ι Λιούκ ο Καταλανός) αναφέρονται στην πρώτη και πολύ σημαντική, λόγω των αρχειακών τεκμηρίων, θεματική ενότητα του βιβλίου, οι επόμενες δεν υπολείπονται σε ενδιαφέρον. O Εμίλ Λεγκράν –παλιός γνώριμός μας λόγω της σταθερής ενασχόλησης του Παπακώστα με το έργο του, καρπός της οποίας υπήρξε και η πολυσέλιδη αρχειακή μελέτη του O Émile Legrand και η Ελληνική Βιβλιογραφία (2011)– δεν υπήρξε μόνο μεταφραστής και φίλος του Βικέλα, αλλά και συντάκτης, σε συνεργασία με τον Υμπέρ Περνό, της δίτομης Ιονικής Βιβλιογραφίας (1910). Πρόκειται για έργο αναφοράς για τους Επτανήσιους λογίους ή για επτανησιακής θεματολογίας έργα, άγνωστες πτυχές της συγκρότησης του οποίου μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας. Το ότι υπήρχαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ξένοι νεοελληνιστές, που ερευνούσαν σε τέτοια έκταση την ελληνική βιβλιογραφία (αρκεί να αναλογιστούμε ότι καταγράφουν έργα από το 1494 ως το 1900), θα πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε γιατί σήμερα δεν παρατηρούμε ανάλογο ενδιαφέρον από αλλοδαπούς μελετητές.

Παρά τις διαφορετικές θεματικές του, το βιβλίο του Παπακώστα διακρίνεται από εντυπωσιακή συνοχή. Η αναφορά στον Περνό τον οδηγεί στη μελέτη ενός αφανούς Ηπειρώτη λόγιου, του Ν.Γ. Δόσιου, του οποίου μια άγνωστη έως σήμερα ποιητική συλλογή είναι αφιερωμένη στον Γάλλο ελληνιστή. Το αρχείο του Δόσιου παραμένει διασκορπισμένο σε διάφορες βιβλιοθήκες (άλλη μεγάλη συζήτηση: τα αρχεία των συγγραφέων, οι διαμάχες με τους κληρονόμους, η απουσία ενός δημόσιου φορέα που θα τα συγκεντρώνει και θα επιμελείται σχετικές εκδόσεις ή θα ενθαρρύνει επιστημονικές εργασίες πάνω σε αυτά), σε αντίθεση με το αρχείο του μέχρι πρότινος άγνωστου συμπατριώτη του Αδαμαντίου Χ. Λάππα (ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου), που απόκειται πλέον στη Ζωσιμαία Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων.

Εφόσον πρόκειται για μια βιβλιοκεντρική μελέτη, όπως ρητά αναφέρει και ο υπότιτλός της, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας καταπιάνεται με τα τυπογραφεία (το πρώτο φέρνει στην Καλαμάτα ο Δ. Υψηλάντης το 1821), τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, όπου δραστηριοποιούνται και άτομα γερμανικής καταγωγής. Το δεύτερο μέρος κλείνει πάλι με Βικέλα, καθώς παρουσιάζονται επιστολές που του αποστέλλουν ο Κάρολος Μπεκ και ο Γεώργιος Κασδόνης της Εστίας.

Το τρίτο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται περισσότερο στην ιστορία των ιδεών και στις ζυμώσεις που αφορούν την πρόσληψη του «μοντέρνου» στον ελληνικό χώρο. Εδώ ο συγγραφέας διαπραγματεύεται τους διαλόγους Εφταλιώτη-Παλαμά, Σεφέρη-Τσάτσου (με προεκτάσεις στη σύγχρονη παραδοσιακή ποίηση), τους συλλόγους για την ελληνική γλώσσα, αλλά και τους νεανικούς λογοτεχνικούς σχηματισμούς των αρχών του 20ού αιώνα.

Το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα δεν συνιστά απλώς μια σημαντική φιλολογική μελέτη, αλλά επεκτείνεται και στον χώρο των πολιτισμικών σπουδών. Διαβάζοντάς το δεν νιώθεις πως ασχολείσαι με αχρείαστες φιλολογικές λεπτομέρειες που ενθουσιάζουν μόνο τα μέλη μιας κλειστής συντεχνίας, αλλά ότι ανοίγει διαρκώς προβληματισμούς για συζητήσεις που αφορούν το σήμερα. Κι αυτός ο συνδυασμός είναι η μεγάλη αρετή όχι μόνο του συγκεκριμένου βιβλίου αλλά συνολικά της φιλολογικής συνεισφοράς του Γιάννη Παπακώστα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Το Βήμα (23.10.2022). Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη