frear

Το διαζύγιο – της Γιούλης Χρονοπούλου

Στην Αλέκα Χ.

«Δεν ήξεραν καλά ελληνικά, σπαστά τα μιλούσαν όταν ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρασία με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο παππούς και η γιαγιά. Ποτέ δεν τα έμαθαν κανονικά. Μεταξύ τους μιλούσαν πιο πολύ στα τούρκικα. Τι μιλούσαν δηλαδή; Της φώναζε και της έδινε εντολές. «Φτιάξε έναν τραχανά», «κάνε τις χυλοπίτες», «κουνήσου πια». Τη χτύπαγε και την πονούσε. Η γιαγιά έτρεμε, έβαζε το κεφάλι κάτω και υπάκουε χωρίς πολλά-πολλά. Δυστυχούσε, αλλά δεν τολμούσε να αντιμιλήσει ούτε βέβαια να αντισταθεί. Δεν μπόρεσε ποτέ να τον αποτρέψει ούτε από το να δέρνει τα κορίτσια του, ακόμα κι όταν αυτά είχαν μεγαλώσει. Ήταν τύραννος για τις γυναίκες του σπιτιού του, παρότι είχε και τις καλές στιγμές του με μας τα εγγόνια του, όταν μας μάζευε τα καλοκαιρινά δειλινά κάτω από την καρυδιά και μας έλεγε ιστορίες από τον μόνο τόπο που αισθάνθηκε ποτέ σαν πατρίδα, το χωριό των παιδικών και νεανικών του χρόνων. Μας έλεγε για το σπίτι του πάνω στη θάλασσα, για το πώς ψάρευε ρίχνοντας την πετονιά από το παράθυρό του και τόσα άλλα. Κάθε ιστορία και μια χούφτα χώμα από τον τόπο του, που κουβαλούσε στο νέο του σπίτι. Όμως, οι ιστορίες στη σκιά της καρυδιάς, όσο συγκινητικές, όσο ανθρώπινες, δεν έσβησαν ποτέ τη σκιά που άφησε μέσα μου η μορφή του.

Ο παππούς είχε και μεγάλη αδυναμία στο άλλο φύλο – όχι ακριβώς στη γιαγιά μου, μολονότι την ήθελε πάντα διαθέσιμη για όλες τις επιθυμίες του. Ξενοκοίταζε, ξενο-άγγιζε και συχνά εισέβαλλε σε ξένα εδάφη. Μια φορά τον είχαν τσακώσει με τη γυναίκα του μπακάλη, μια σκερτσόζα, γαλανομάτα Σμυρνιά, με την οποίαν αποδείχθηκε ότι είχε τρία χρόνια σχέση. Η γιαγιά μου το κατάπιε κι αυτό όπως κι όλα τα άλλα. Δεκαετίες έζησαν έτσι. Τι κι αν έκαναν παιδιά κι εγγόνια; Τι κι αν άλλαξαν πατρίδα και γλώσσα; Τίποτα δεν άλλαξε για εκείνους. Η ζωή τους ίδια κι απαράλλαχτη. Η δουλειά στο σπίτι για εκείνη, η δουλειά στο περιβόλι και για τους δυο. Ο παππούς, να μην τον αδικήσω, ήταν νοικοκύρης και προκομμένος. Το περιβόλι το είχε στην εντέλεια κι άλλωστε απ’ αυτό αποζούσαν. Τα πρωινά έπαιρνε τη σούστα με τον γάιδαρο και γύριζε το χωριό για να πουλά τα κηπευτικά του. Ήταν όλα νόστιμα και φρέσκα. Είχε κάθε λογής κηπευτικά, μα και λουλούδια πανέμορφα, που στόλιζαν ολοχρονίς τον κήπο: τριαντάφυλλα και ντάλιες, βιολέτες και βιγκόνιες. Αλλά τα αγαπημένα του λουλούδια ήταν τα γαρύφαλλα. Κάθε μέρα έβαζε ένα στο πέτο για να πάει το καφενείο ή όπου αλλού. Ήταν καλοβαλμένος ο παππούς. Ντυνόταν στην πένα για να βγει από το σπίτι. Μα και για να ντυθεί και να σενιαριστεί έπρεπε πάλι να επιστρατεύσει τη γιαγιά μου. «Δώσε μου το καπέλο», «βάλε μου τα δαχτυλίδια» – ο παππούς φορούσε δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα και των δύο χεριών, η γιαγιά τα έφερνε, εκείνος άπλωνε το χέρι, άνοιγε τα δάχτυλα και η γιαγιά τα περνούσε με προσοχή και ακρίβεια–, «κόψε ένα γαρύφαλλο και φέρ’ το μου». Κι αν καμιά φορά ξέχναγε το γαρύφαλλο, έστελνε και την φώναζαν με την εντολή να κόψει ένα και να το φέρει στο καφενείο. Η γιαγιά υπάκουε κι έτρεχε στο καφενείο με το φρεσκοκομμένο λουλούδι. Ούτε σκέψη, βέβαια, να κόψει εκείνος ένα λουλούδι για τη γιαγιά μου. Εκείνη ήταν εκεί απλώς για να τον ετοιμάζει για τις εξορμήσεις του, όπου πήγαινε χωρίς να δίνει λογαριασμό. Η γιαγιά μου, από την άλλη, δεν έβγαινε απ’ το σπίτι. Αν δεν ήξερε να κάνει ενέσεις και δεν την φώναζαν πού και πού σε κάποιο σπίτι του χωριού που την χρειάζονταν, ίσως να μην είχε ξεμυτίσει και ποτέ. Ούτε επισκέψεις δεχόταν, ούτε φιλενάδες είχε, ούτε κάποια ψυχαγωγία χαιρόταν ούτε καν με κάποιο εργόχειρο δεν την είχα δει.

Τη θυμάμαι σα μια ισχνή φιγούρα, με αχνογάλαζα μάτια, πάντα με μια ρόμπα σε χρώμα σκοτεινό, μαζεμένα μαλλιά –που κάποτε πρέπει να ήταν ξανθά– σε χαμηλό, άτεχνο κότσο και παντόφλες που σέρνονταν πάνω κάτω διαρκώς, για να υπηρετεί τους άλλους. Νομίζω πως πάνω απ’ όλα θυμάμαι απ’ τη γιαγιά μου αυτό το σούρσιμο. Σκέφτομαι τώρα πως ίσως να ήθελε να μην είναι αθόρυβη, σα να άφηνε έτσι κάποιο ελάχιστο χνάρι στη σκυφτή, σκυθρωπή και σιωπηλή ζωή της. Σα να μετρούσε το χρόνο μ’ αυτό το σούρσιμο, σα να επιβεβαίωνε την ύπαρξή της. Σα να έψαχνε εκείνον τον δυσεύρετο χώρο για τον εαυτό, εκείνη την απόμερη γωνιά να ξεκουράσει το μέσα της, έστω και μέσα στους τοίχους που έσταζαν πίκρα. Κατάπικρη η γεύση της ζωής της, που δεν την απόδιωξε ούτε το μεγάλωμα των παιδιών ούτε η απόκτηση των εγγονιών της.

Προσπαθώ καμιά φορά να φανταστώ τι σκεφτόταν, αφού ποτέ δε μίλαγε. Σκεφτόταν άραγε την πιθανότητα μιας άλλης ζωής; Τολμούσε να λαχταρήσει έναν τρυφερό λόγο; Φανταζόταν ποτέ ότι έχει αγαπηθεί από κάποιον άλλον ή έστω από τον άντρα της; Συλλογιζόταν τη μοίρα των γυναικών, τη μοίρα της υποταγής; Μήπως ένιωθε ότι αποκτούσε υπόσταση όταν εκείνος της φώναζε ή όταν άπλωνε χέρι πάνω της, μήπως, ειδάλλως, αισθανόταν ανύπαρκτη; Δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως έτσι κυλούσε η ζωή της, με τις άγριες φωνές, τις ξυλιές, τις διαρκείς απαιτήσεις και την ατελεύτητη καταπίεση. Κι η αλήθεια είναι πως ούτε κάποιος άλλος σταμάτησε ποτέ τον παππού. Όλοι τον έτρεμαν. Άλλες εποχές, βλέπεις. Η συμπεριφορά του έμοιαζε απλώς ένα αμετάκλητο, μολονότι δυσάρεστο, δεδομένο.

Ώσπου κάποια στιγμή, στα 80 του, ο παππούς έπαθε εγκεφαλικό. Κόντεψε να πεθάνει, αλλά τη γλίτωσε. Έχασε, όμως, τη λαλιά του για πάντα. Δεν μπορούσε πια να φωνάζει και να δίνει διαταγές. Αλλά, τι τα θες; Πάλι, δεν άλλαξε κάτι για τη γιαγιά. Πώς τα κατάφερνε, μα με το βλέμμα, μα με νεύματα, μα με κινήσεις, επέβαλλε τις απαιτήσεις του, ούτε να τη δέρνει δεν σταμάτησε. Η κατάστασή του, βέβαια, σταδιακά χειροτέρευε και κάποια στιγμή ήταν πια οριστικά ανήμπορος και δεν είχε τη δύναμη ούτε να απαιτεί ούτε πολύ περισσότερο να χτυπά. Ήταν τότε που, έχοντας πια πατήσει τα 80 και η γιαγιά, ήρθε μια μέρα σοβαρή-σοβαρή, αλλά και αποφασισμένη, στην τραπεζαρία, όπου ήμασταν όλοι καλεσμένοι για το κυριακάτικο γεύμα, ύψωσε φωνή και ανάστημα και, με τα καλύτερα ελληνικά που είχε εκφέρει μέχρι τότε, ανακοίνωσε επίσημα: «Θα πάρω διαζύγιο. Θα τον χωρίσω τώρα. Φτάνει πια». Σα να ’θελε να ξεκινήσει απ’ την αρχή, να δοκιμάσει μια μπουκιά γλυκιά ζωή, να λιγωθεί… Και, νομίζω, ήταν η μόνη φορά που δεν ακούστηκε σούρσιμο από τις παντόφλες της.»

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: Ahmed Ramadan Romio. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: