Σήμερα, μετά από τρία χρόνια, κατάλαβα πώς έφτασα στην απόπειρα αυτοκτονίας. Θέλω να το μοιραστώ μαζί σου αυτό και θέλω να αποτυπωθεί γραπτώς για να μείνει.
Στο μεταίχμιο της παιδικής και της εφηβικής ζωής με θυμάμαι να σκέφτομαι ότι «πρέπει να γίνω ο πατέρας του εαυτού μου». Κι αυτό γιατί ένιωθα ότι ο πατέρας μου δεν μπορούσε να με προστατέψει, δεν ένιωθα ασφαλής. Έπρεπε λοιπόν να γίνω γενναίος, δυνατός, να γίνω ένας πατέρας που θα μπορούσε να με προστατέψει. Άρχισα λοιπόν να προκαλώ τον θάνατο χωρίς να το καταλαβαίνω. Το μόνο που αντιλαμβανόμουν εκείνη την περίοδο ήταν ότι έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασίες: η μία δοκιμασία διαδεχόταν την άλλη και πάντα τα κατάφερνα, αλλά ποτέ δεν μου αρκούσε η κάθε νίκη. Γιατί πάντα τοποθετούσα ένα πιο δύσκολο σενάριο μπροστά στα μάτια μου ή πείραζα τα δεδομένα της εμπειρίας που είχα βιώσει, κι αναρωτιόμουν τι θα είχε συμβεί. Θα παρέμενα θαρραλέος, δυνατός; Η δυσκολία λοιπόν ανέβαινε, άρχισα να ρισκάρω πιο πολύ, να απαιτώ όλο και πιο επικίνδυνες καταστάσεις. Κι έκανα την είσοδό μου στην περίοδο που έζησα με την Ευρυδίκη. Ούτε αυτό όμως μου αρκούσε, αλλά πλέον δεν μπορούσα και να ξεφύγω απ’ αυτόν τον δρόμο, είχα προχωρήσει πολύ βαθιά, είχε γίνει μονόδρομος. Και οδηγούσε στον θάνατο τον ίδιο, στον θάνατο που θα μου φανερωνόταν χωρίς να καλύπτει το πρόσωπό του καμία μάσκα. Για να δω τα μάτια του, για να μπορέσω ν’ αντικρίσω αυτό το βλέμμα, δίχως ντροπή.
Το βλέμμα του πατέρα. Ο θάνατος ήταν ο πατέρας μου.
Και κάπως έτσι, μέσ’ από μια πορεία που ξεκίνησε ως ένα αδυσώπητο κυνηγητό του θανάτου και κατέληξε σε μια δίνη που με τράβαγε στα σπλάχνα της, φτάσαμε στο βράδυ της 13ης Ιουλίου του 2***. Όπως σου έχω πει, καθ’ όλη τη διάρκεια ήμουν απόλυτα ψυχρός, αποστασιοποιημένος, ένας εκτελεστής. Υπήρξε όμως μια στιγμή, μια πολύ μικρή στιγμή, που σήμερα τη θυμήθηκα και δημιούργησε την αλυσίδα αυτών των σκέψεων. Ήταν όταν είχα αδειάσει όλα τα χάπια δίπλα μου πάνω στο κρεβάτι. Και ήταν τόσα πολλά, Δήμητρα, τόσα πολλά. Στην ποσότητα εκείνων των χαπιών είδα για πρώτη φορά γυμνό το πρόσωπο του θανάτου. Τίποτα πια δεν με χώριζε από αυτόν. Και φοβήθηκα. Με θυμάμαι να έχω παραλύσει και απλώς να τα κοιτάω. Και τότε έπιασα το κουράγιο μου από κάθε άκρη και με τύλιξα. Κι άρχισα να παίρνω λίγα λίγα τα χάπια και να τα καταπίνω με νερό. Δεν ήταν απλώς ότι δεν μπορούσα να τα καταπιώ όλα μαζί. Ήταν ότι ήθελα να νιώθω ψύχραιμος, ήθελα να αισθάνομαι και το παραμικρό απ’ όσα συνέβαινε, όχι για να με τιμωρήσω, αλλά για να νιώσω ότι πέρασα ολόκληρος μέσα από τον φόβο μου. Γιατί εκείνο το βράδυ ήθελα να ζήσω. Όσο εξαντλημένος κι αν ήμουν, ακόμα κι αν είχα φτάσει στον πάτο της απόγνωσης, δεν οδηγήθηκα γι’ αυτούς τους λόγους εκεί. Αλλά γιατί ήταν το τέλος –το τελευταίο σκαλί– μιας πορείας που διένυα για χρόνια κι έφτασε να έχει έναν και μοναδικό σκοπό. Δεν ήθελα να νικήσω τον θάνατο –ποιος μπορεί;– ούτε τον φόβο του θανάτου, αλλά τον διαρκή φόβο που είχαν γεννήσει μέσα μου οι ελλείψεις του πατέρα μου και τον κρατούσαν μακριά μου. Ήθελα να επιστρέψει εκείνος, ν’ αναστηθεί. Ν’ αναστηθεί σαν κάποιος που θα έφτανε και στον θάνατο για μένα. Με οδήγησα στον θάνατο για ν’ αγαπηθώ και μέσα σε αυτήν την αγάπη να αισθανθώ την ασφάλεια που μου είχαν στερήσει.
Θυμάσαι που πολλές φορές σου είχα πει ότι επιθυμούσα την ανυπαρξία; Σήμερα είπα: σε ποιο σημείο απ’ όσα έχεις ζήσει, εσύ δεν υπήρξες; Με ποιον τρόπο γνώρισες εσύ την ανυπαρξία και τώρα τη ζητάς; Η απάντηση ήρθε τόσο αβίαστα, ήρθε μάλιστα με μια εικόνα: είδα μια γυναίκα που αγκάλιαζε ένα βρέφος. Το σημείο που δεν υπήρξα, εκεί που ήθελα να επιστρέψω, ήταν η αγκαλιά του άλλου, ακόμη περισσότερο η μητρική αγκαλιά, όταν το βρέφος δεν διαχωρίζει τον εαυτό του από τη μάνα. Στον θάνατο λοιπόν, στην ανυπαρξία, ο πατέρας και η μητέρα μου είναι πάλι μαζί. Δεν είναι διαζευγμένοι. Κι εγώ είμαι ενωμένος μαζί τους, ενωμένος και με τους δύο ταυτόχρονα.
Εύχομαι να είσαι καλά. Σε φιλώ λιγάκι πιο ελεύθερος.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Henri Prestes. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]