frear

Η δική μου Ύδρα – Συνέντευξη του Φραγκίσκου Δουκάκη στον Δημήτρη Αγγελή

Από την ορεινή Βάλια Κάλντα στη θαλασσινή Ύδρα. Πώς προέκυψε αυτή η θεματική επιλογή; Σημαίνει μια εξέλιξη στη ζωγραφική σας, μια αλλαγή διάθεσης ή οπτικής ή μήπως μια εμβάθυνση σε μια κατακτημένη προσέγγιση του κόσμου; Πόσο επηρέασε ο «μύθος» της Ύδρας την επιλογή του τόπου;

Όλες οι θεματικές εκθέσεις μου είναι εναύσματα για να ελευθερώσουν τον τρόπο δουλειάς μου ώστε να δώσω μεγαλύτερη διάσταση στον ζωγραφικό μου ορίζοντα, δημιουργώντας έναν καινούργιο παλμό.

Οι τελευταίες μου εκθέσεις προέκυψαν από διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης, η Βάλια Κάλντα με μάγεψε πρώτα με το όνομά της. Στην πρώτη μου επίσκεψη σε αυτόν τον τόπο και βλέποντας την ομορφιά του τοπίου και την έλξη του προς εμένα, είδα να ανοίγεται δρόμος προς κάτι καινούργιο στη φόρμα μου. Την απεραντοσύνη της την αποτύπωσα με εκφραστική ελευθερία αντάξιά της, ένιωσα να ελευθερώνεται το είναι μου και να προχωράω σε άλλους εκφραστικούς τρόπους. Οι εικόνες της φύσης, που αυτή τη στιγμή δυστυχώς απειλείται από πυρκαγιά, δημιουργούσαν μέσα μου μια ζωγραφική ευφορία, δηλαδή την χαρά να δημιουργήσω. Εδώ όμως, στις δύο αυτές ενότητες, έχουμε μια μεγάλη διαφορά: στην πρώτη ενότητα η φυσική ομορφιά της Βάλια Κάλντα είναι σχεδόν ανέγγιχτη ζωγραφικά, το πεδίο ελεύθερο για τις χρωματικές μου γκάμες. Ενώ η Ύδρα έχει αποδοθεί από πάρα πολλούς καλλιτέχνες.

Ο μύθος της Ύδρας, που αναφέρετε, δεν βάρυνε στην απόφαση μου, πιστεύω πως κάθε δημιουργός έχει καθαρά προσωπικά ερεθίσματα. Το κάλεσμα να τη ζωγραφίσω είχε άλλο υπόβαθρο, με πρώτο κίνητρο τα χρώματά της τη νύχταˑ οι περίπατοί μας αργά κάτω από τον έναστρο ουρανό είχαν μια μεθυστική δύναμη, οι όγκοι όπως προβάλλονταν κάτω από το φεγγάρι ήταν ένα κάλεσμα να τη ζωγραφίσω, άλλοτε αξημέρωτα ή αντικρύζοντας να τη στεφανώνουν ανατολές σε όλες τις εποχές του χρόνου. Τα ηλιοβασιλέματα που αντίκρυζα από τη στεριά ή τη θάλασσα λειτουργούσαν σαν το τραγούδι των σειρήνων για μένα.

Ζωγραφίζοντας την Ύδρα προφανώς έχετε στο μυαλό και τον δάσκαλό σας, τον Παναγιώτη Τέτση, που έχει ταυτιστεί μαζί της. Είναι η έκθεση αυτή μια οφειλή, ένας φόρος τιμής ή μια αναμέτρηση; Πώς διαφοροποιείστε από τον δάσκαλο, πόσο εύκολο είναι να αποστασιοποιηθείτε;

Με τον δάσκαλό μου Παναγιώτη Τέτση μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για τη ζωγραφική, ατελείωτες συζητήσεις γεμάτες από τέχνη είχαν δημιουργήσει ένα ισχυρό δέσιμο μεταξύ μας ήδη από τα χρόνια της σχολής έως τον θάνατό του.

Στην Ύδρα πηγαίνω συχνά, ένιωθα σα να μου άφησε μια επιθυμία του που έπρεπε να εκπληρώσω, η ομορφιά της Ύδρας έχει ζωγραφιστεί με μεγάλο εκφραστικό τρόπο από τον Τέτση και όπου κοίταζα γύρω μου έβλεπα έργα του, η Ύδρα ήταν ο τόπος του. Αλλά κι ο έρωτας ο δικός μου προς το τοπίο της Ύδρας μεγάλος και η αναγκαιότητα μέσα μου να τη ζωγραφίσω ασυγκράτητη.

Παρ’ ότι η διαφορά που έχουμε στον τρόπο δουλειάς με τον δάσκαλό μου είναι εμφανής, σε αυτήν την ενότητα θέλησα να διαφοροποιηθώ περισσότερο. Έτσι ακολούθησα το ένστικτό μου ξεκινώντας από το φως και την ατμόσφαιρα που με κατεύθυναν πώς να την ζωγραφίσω, βλέποντας μόνο χρωματικές γκάμες που με διεγείρουν και με πηγαίνουν προς σπάνιες αποχρώσεις των χρωμάτων. Η ανατολή ή το διάστημα λίγο πριν απ’ αυτήν, η δύση, το λυκόφως, η νύχτα, το απογευματινό ζεστό φως –μέσω αυτών βλέπω την Ύδρα, «τη δική μου Ύδρα».

Οι εικόνες της Ύδρας αποτυπώνουν διαφορετικές περιοχές σε διαφορετικές στιγμές της ημέρας. Με ποιον τρόπο ακριβώς εργαστήκατε;

Στον τρόπο της δουλειάς μου επέλεξα το φως να έχει στιγμές ιδιαίτερες, το απογευματινό, το σούρουπο, το λυκαυγές και γι’ αυτό πήγαινα όπου αυτό το φως της Ύδρας θα αναδείκνυε το τοπίο. Το σημαντικότερο ήταν αν όλο αυτό έβγαζε σ’ εμένα την απαιτούμενη δόνηση, την απαραίτητη αρμονία, την ιδιαίτερη χρωματική παλέτα που θα με συγκινούσε για να αρχίσω το παιχνίδι μου. Υπήρξαν περιπτώσεις που τοπία χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σε κάποια δεδομένη στιγμή παρουσίαζαν τέτοιες σχέσεις με το φως που είχαν τη δύναμη να με συγκινήσουν.

Η Ύδρα, πάντα όμορφη, μου έδειξε όλα τα πρόσωπά της, της τα ζήτησα ο ίδιος κοπιάζοντας, αλλά πάντοτε ικανοποιημένος και γεμάτος ζωγραφικά ερεθίσματα, ξεκινώντας με ένα προσχέδιο χρωματιστό. Και εδώ φαίνεται η εξέλιξη από τις προηγούμενες δουλειές μου, αυτό το ίδιο χρωματιστό προσχέδιο στην ενότητα «η δική μου Ύδρα» γίνεται ένα πρώιμο έργο.

Ο σκοπός αυτού του πρώτου έργου είναι ένας, να αποτυπώσω με τα λιγότερα αυτό που αισθάνομαι, και το έργο αυτό από ξηρό παστέλ και κάρβουνο δεν το προχωρώ σε περισσότερες αναζητήσεις. Η συνέχειά του είναι λάδι σε καμβά, εκεί όλα αλλάζουν, σαν ζωγραφικό στοιχείο η ποσότητα της ύλης στα έργα μου εναλλάσσεται συχνά από πολύ παχύ στρώμα πάστας έως ανεπαίσθητη αραιωμένη ροή επάνω στον μουσαμά ή και κενό μουσαμά, η ματιέρα είναι ένας πλούτος, που συνοδευόμενος από τη χειρονομία δίνει μια επιπλέον ζωντάνια στο έργο.

Όταν ζωγραφίζω γίνομαι ασκητής, τίποτε άλλο δεν μπορεί χωρέσει, είμαι μόνο εγώ και το έργο. Παρ’ ότι βιβλιοφάγος και μουσικόφιλος, πιάνω το βιβλίο στα χέρια μόνο όταν αφήσω αργά το απόγευμα τα πινέλα, το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική (λάτρης του βινυλίου), απολύτως απαραίτητη συντροφιά μας.

Υπάρχει κάποιο έργο από αυτά που εκθέτετε που το αγαπάτε ιδιαίτερα;

Απαντώντας χωρίς απόλυτη σιγουριά, από τη «Δική μου Ύδρα» θα ξεχώριζα το «Μεγάλο ηλιοβασίλεμα» για την πλούσια ζεστή χρωματική γκάμα του, τις εκπλήξεις και για τη σύνθεση, χωρίς να σημαίνει ότι είναι το καλύτερο.

Στο παρελθόν, και αναφέρομαι στο παρελθόν γιατί μόνο με το πέρασμα του χρόνου μπορεί κανείς να αποστασιοποιηθεί και να κρίνει ένα έργο, ακόμα και μεγάλοι ζωγράφοι έπεφταν έξω στην κριτική για τα έργα τους. Για παράδειγμα, ο Ενγκρ καυχιόταν για τις μεγάλες μυθολογικές συνθέσεις του με τις πολλές ανθρώπινες φιγούρες, πραγματικά σπουδαίος όμως ήταν στα πορτραίτα του. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμένα, ενώ βλέπω την εξέλιξη των πλαστικών στοιχείων μου, υπάρχουν έργα μου παλαιότερα που έχουν έναν δικό τους τρόπο να συγκινούν.

Επεκτείνοντας την ερώτηση σας, θα σας πω και ποιο έργο θα ξεχώριζα από την ιστορία της παγκόσμιας ζωγραφικής και θα ήθελα να το έχω εγώ ζωγραφίσει –έχω για τον εαυτό μου έτοιμη την απάντηση. Εδώ γίνομαι ρηξικέλευθος και ίσως λίγο αξιοκατάκριτος, παραβλέπω τεράστια αριστουργήματα, τη Μόνα Λίζα, την Ταφή του κόμητος Οργκάθ, Το πορτραίτο Άγγλου νέου (Τιτσιάνο), τις Μενίνας, και τόσα και άλλα τόσα σύγχρονα αριστουργήματα και ξεχωρίζω αυτό που θα το ήθελα δικό μου, που είναι οι παπαρούνες του Μονέ.

Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά κυρίως επειδή βγάζει μια ευτυχία, τη χαρά της ζωής με τον περισσότερο για την εποχή του επαναστατικό τρόπο. Η μυθοπλασία του έργου με τη νεαρή μητέρα με το παιδί να προχωρούν μέσα στο ολάνθιστο χωράφι και πίσω να ακολουθεί η γιαγιά συνοδευόμενη από το εγγόνι της και στο βάθος γαλήνιο το σπίτι, μέσα σε όλη αυτή τη γιορτή κάτω από τον ανοιξιάτικο ουρανό, να χαίρονται το αγκάλιασμα από τις παπαρούνες, για μένα είναι ωδή στην ομορφιά της ζωής.

Μετά την Ύδρα ποιο είναι το επόμενο βήμα;

Στη σκέψη μου δεν υπάρχει τώρα κάτι συγκεκριμένο, θέλω να καταλαγιάσει μέσα μου η Ύδρα και μετά να αφεθώ στο επόμενο σχέδιο. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο τρόπος μου, τα πλαστικά μέσα και μέσω αυτών η δύναμη του έργου. Αρχίζω σιγά σιγά με κάποια τοπία της Αθήνας που με συγκινούν και με μια σειρά πορτραίτων, καθώς και με προσχέδια για ένα θέμα που αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να αποκαλύψω.

Η έκθεση του Φραγκίσκου Δουκάκη με τίτλο «Η δική μου Ύδρα» παρουσιάζεται στο Ιστορικό Αρχείο – Μουσείο Ύδρας από τις 28 Ιουλίου ως τις 31 Αυγούστου (επιμέλεια: Ίρις Κρητικού). Εγκαίνια Έκθεσης: 5 Αυγούστου, ώρα 21:00. Ώρες λειτουργίας: 9:00-16:00, 19:30-21:30, καθημερινά.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: