Το συνετό μοντέρνο ή περί υποφερτής ζωής
Έγραφε ο Νίτσε στο Ανθρώπινο, Πολύ Ανθρώπινο, ένα από τα αριστουργήματα της μέσης (και ίσως πιο γόνιμης) περιόδου της σκέψης του:
«Η τέχνη κάνει υποφερτή τη θέα της ζωής, ρίχνοντας πάνω της το κρέπι της ασαφούς σκέψης». [Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο, μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν 2011, σ. 161]. Από μια άποψη, θα μπορούσε να δει κανείς εδώ το αξίωμα ενός ήπιου και συνετού μοντέρνου. Η τέχνη έρχεται εδώ να διατηρήσει την αινιγματική διάσταση των πραγμάτων, προωθώντας την μερική «παραμόρφωσή» τους δίχως να τα κάνει αγνώριστα. Ανάμεσα στο ωμό συμβάν και στον τεχνητό του εξωραϊσμό, στην πιστή περιγραφή του υλικού κόσμου και στις κρυπτικές και αλληγορικές αφαιρέσεις, ο Νίτσε υπερασπίζεται ένα κράμα διαύγειας και σκοτεινιάς. Έχω την εντύπωση πως αυτό το κράμα, στη μια ή άλλη του εκδοχή, υπήρξε ιδεώδες όλων εκείνων των μοντέρνων που δεν έγιναν ριζοσπάστες μοντερνιστές παρά προτίμησαν να χτίσουν μια τέχνη στο κατώφλι των ανατροπών και των αποδομήσεων που επέλεξαν άλλοι. Από τους Γερμανούς ρομαντικούς ώς τον Πωλ Βαλερύ, και από τους μυθιστοριογράφους ενός «πειραγμένου» πλην ρεαλιστικού τόνου (που φτάνουν στην εποχή μας με τον Οζ, τον Φίλιπ Ροθ κ.ά.), η χορεία των μετρημένων μοντέρνων θα κοιτάξει να προφυλάξει τις φόρμες από τη διασάλευσή τους, διασάλευση που πήρε συχνά τη μορφή εξάρθρωσης. Η αλήθεια είναι όμως πως από την άλλη πλευρά η κλασική διαφάνεια της φράσης δεν θα μπορέσει να επιστρέψει πραγματικά παρά σε εκείνες τις στιγμές της λογοτεχνίας όπου ο ρεαλισμός επιδίωξε συνειδητά να είναι βρώμικος, να πάει το πεζό έως μια γυμνότητα τελείως αδιάφορη για την καλολογία.
Στον Νίτσε φυσικά, αυτή η διαίσθηση συνδέεται με την αμφιθυμία του έναντι κάθε ρομαντικού, ποιητικού μυστικισμού. Συχνά ο ίδιος υπερασπίστηκε τη σαφή και διαυγή βολταιρική πρόζα απέναντι στη γερμανική «βαθύτητα» και θεώρησε πως υπάρχει ένας ενθουσιασμός και μια φλόγα ρομαντικής έμπνευσης που συγκαλύπτουν απλώς την αδυναμία ενός καλλιτέχνη να δημιουργήσει κάτι μεγάλο και ισχυρό, να ελέγξει τον συναισθηματικό πυρετό του. Στάθηκε απέναντι στον νευρικό, ευερέθιστο και αλλοπρόσαλλο καλλιτέχνη της εποχής του, συνηγορώντας στην ισχυρή δημιουργικότητα ενός Γκαίτε.
Το ζήτημα ενός «κλασικότροπου» μοντέρνου ήταν πάντα η σύνθεση του ψυχρού με το θερμό. Από τη μία έπρεπε να αποκατασταθεί η αλήθεια των παθών απέναντι σε κάθε περίφρακτο και απατηλώς αυτάρκη ορθολογισμό. Από την άλλη, υπήρχε η αγωνία να μη μετατραπεί το πάθος σε αμφίβολης ποιότητας υποκειμενισμό, σε αυθαιρεσία του «μικρού» συγγραφικού εγώ που δεν αντέχει το βάρος του έργου και βάζει μπροστά τα καπρίτσια του εαυτού του για να κερδίσει στο παιχνίδι του εφήμερου. Ο Νίτσε έχει να μας πει πολλά για όλα αυτά, ιδίως τώρα που τον διαβάζουμε πέρα από τις ιστορικές διαμάχες και τις φιλοσοφικές αψιμαχίες των διαφόρων «νιτσεϊσμών».
❧
Ο ανεπιθύμητος που επέζησε
O Αθάνατος Μπάρτφους του Άαρον Άπελφελντ (μετάφραση: Μάγκυ Κοέν, Αγρα) βγάζει στη σκηνή έναν ανεπιθύμητο συμπατριώτη, για να θυμηθώ τον τίτλο του βιβλίου του Γιώργου Μαργαρίτη για τους Έλληνες Εβραίους. Ο Μπάρτφους έχει ζήσει σε στρατόπεδο θανάτου και έπειτα τράνζιτ στην Ιταλία πριν καταφέρει να φτάσει στο Ισραήλ, το οποίο θα αποκτούσε την ανεξαρτησία του σύντομα. Όμως αυτός ο μεσήλικας, που πλευρές της ζωής του μας παρουσιάζει το μυθιστόρημα, δεν μπορεί να συγκροτήσει σχέσεις. Η γυναίκα του τον περιφρονεί, η μια του κόρη θα ήθελε να τον πλησιάσει αλλά την εμποδίζει η μάνα της, η άλλη του κόρη ζει σε απόσταση και έχει κυρίως βλέψεις στα «κρυμμένα χρήματα» του επιζώντα.
Ο τραυματισμένος πρώην εξόριστος που μεταφέρει μαζί του έναν αέρα βασάνων τα οποία τελικά απωθούν τους άλλους, είναι θέμα συναρπαστικό. Όσα έχει βιώσει ο άνθρωπος των στρατοπέδων δεν μπορεί να γίνουν κατανοητά από τους τρίτους, ούτε καν από όσους/ ες πέρασαν και οι ίδιοι ανάλογες εμπειρίες. Η οδύνη είναι υπόθεση αυστηρώς ιδιωτική, όπως ο σωματικός πόνος. Και το μυστήριο είναι πως η οδύνη αυτή εισχωρεί σε έναν χαρακτήρα και μεταβάλλει το τοπίο γύρω του σε χώρο ηλεκτρισμένων σχέσεων, μίζερων επαφών, αποτυχημένων προσπαθειών.
Ο συγγραφέας αφήνει τον Μπάρτφους να πλησιάσει τον αναγνώστη ούτε συμπαθής ούτε αντιπαθής, τον ρίχνει μέσα στον κόσμο αβοήθητο και τον υποβάλλει σε σύντομους, αριστοτεχνικά ατμοσφαιρικούς και απλούς διαλόγους. Ο επιζών που ενοχλεί και ενοχλείται, που δεν μπορεί να στρώσει τη ζωή του και οι άλλοι θα ήθελαν να ξεμπερδεύουν με όσα υπενθυμίζει η δυσοίωνη παρουσία του, είναι μια από τις χρεώσεις του προηγούμενου αιώνα στον δικό μας. Και τώρα που ζούμε ξανά σε καιρό με πόλεμο, εκτοπίσεις και στρατόπεδα –παρά το μη συγκρίσιμο του Ολοκαυτώματος– τώρα πάλι ένας Μπαρτφους μπορεί να γίνει ξανά εφικτός. Ακόμα και αν η σημερινή λογοτεχνία δεν τον πάρει είδηση, ένας τέτοιος ήρωας, μπορεί να μας αφορά και εκτός λογοτεχνίας. Να μας αφορά και ηθικά και πολιτικά ως ερώτημα για τη δυνατότητα να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς μετά τη συντριβή του και μέσα στην καχυποψία των άλλων για την επιβίωσή του.
❧
Το μικτό πολίτευμα
Η ελληνική αντίφαση ανάμεσα στη στενότητα των τόπων και στην ιδέα του ανοιχτού ορίζοντα, ορίζει το μικτό μας πολίτευμα: οι πεζούλες των βουνών και το πέλαγος ιδρύουν από κοινού τη διπλή μας συνείδηση: αφενός τον φόβο να αποχωριστούμε το οικείο και το κέλυφος, από την άλλη την έλξη που ασκεί πάνω μας μια ασύνορη ελευθερία, μια ελευθερία που την αντιλαμβανόμαστε ως πλου στην ανοιχτή θάλασσα.
Με κάποιο τρόπο, σκεφτόμαστε πάντα το άνοιγμα στα βαθιά έχοντας κατά νου μια κουκέτα, ένα γιατάκι, ένα λαγούμι μέσα στην πέτρα. Η φανέρωση και η έκθεση φροντίζει πάντα για ένα μέρος όπου μπορείς να κρυφτείς από το επιθετικό φως. Χρειαζόμαστε τη στενότητα για να μη χαθούμε σε ένα εχθρικό άπειρο, σε έναν κόσμο που θα μας κάνει να ξεχάσουμε από πού ήλθαμε. Το μικτό πολίτευμα της χώρας είναι έτσι κοντά στην εικόνα του παράθυρου όπου τα παντζούρια δεν κλείνουν ποτέ: ένα μικρό άνοιγμα επιτρέπει στο φως να μπαίνει στο δωμάτιο, να ξυπνάει τον κοιμισμένο, να του θυμίζει πως έξω απλώνεται ένας τεράστιος κόσμος, μια οικουμένη από δυνατότητες και ευκαιρίες. Αυτός όμως δεν θέλει να ξεχυθεί καταπάνω τους γιατί κατά βάθος ξέρει πως η ελευθερία παίζεται στο διπλό παιχνίδι, μέσα και έξω, με το ενδοστρεφές αίσθημα και το εξωστρεφές βλέμμα που αναζητεί τους μακρινούς ορίζοντες. Το κοινωνιολογικό ισοδύναμο αυτού του μισόκλειστου παντζουριού είναι η δημοκρατία των μικρών ιδιοκτητών: η κυριότητα μιας κατοικίας γίνεται εδώ το κέντρο της ύπαρξης, της σωστής ανθρώπινης κατάστασης. Γι’ αυτό και ο ορίζοντας, τα μεγάλα ανοίγματα και η απομάκρυνση από τον οίκο τρομάζουν. Μοιάζουν με θηρία που επιδιώκουν την άλωση της ψυχής μας, αν και, από πάντα, δοκιμάζαμε τη φυγή και την περιπλάνηση – στην προοπτική της παλιννόστησης.
Το γιατάκι, η κουκέτα, το αμπρί είναι ο τρόπος μας να ατενίζουμε τη σκοτεινή, ανοιχτή θάλασσα, ζηλεύοντας την επίπεδη απεραντοσύνη της και συγχρόνως με ένα αίσθημα ανακούφισης που δεν θα χρειαστεί να ξεσπιτωθούμε και να ναυαγήσουμε στις ερημιές.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Betina La Plante. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]