Είναι πέντε το πρωί εικοστής έκτης Μαΐου και κάνει περισσότερη ζέστη απ’ ό,τι περίμενα. Το φεγγάρι είναι ακόμα ψηλά και όμορφο. Βλέπω μια σκέψη να περνά απ’ την οθόνη του νου μου λέγοντας πως «κάτι είναι κι αυτό, το μισό και όμορφο φεγγάρι, τα πουλιά που ακούγονται καθαρά στο παράδοξα ζεστό ξημέρωμα των προαστίων». Το μόνο ταξί που βρίσκω έχει ήδη δύο επιβάτες. «Δε θα σου πάρω λεφτά, έλα να τους αφήσουμε και μετά πάω κι εσένα». Η ώρα έχει περάσει τις πέντε το πρωί αλλά ο πολλαπλασιαστής δύο δεν έχει εγκαταλείψει το ταξίμετρό του. Δεν με χρεώνει την δεκάλεπτη αχρείαστη διαδρομή. Αρχίζει η δικιά μου. Ανεβαίνουμε έναν όμορφο ανηφορικό δρόμο γεμάτο δέντρα, φωτεινό από φεγγάρι και άδειο από αυτοκίνητα. Ο φρέσκος αέρας όμως των πεύκων καθώς με φόρα κατευθύνεται προς το πρόσωπό μου απ’ τα ανοιχτό παράθυρο, προσκρούει επάνω στον ήχο της Νατάσας Θεοδωρίδου, κι εγκαταλείπει νικημένος.
«Δεν πειράζει, κι ο αέρας της γραφικότητας καλό κάνει κάποιες μέρες» λέω, ειδικά μέρες σαν την σημερινή. Με αφήνει στον τερματικό σταθμό του λεωφορείου που χρειάζομαι, στις πέντε και τριάντα εννιά. Ο σταθμάρχης με βλέπει να φτάνω και με χαιρετάει συντροφικά – είχα φροντίσει την προηγούμενη μέρα να τον ενημερώσω ότι την ημέρα των εκλογών θα χρειαστεί να τηρούνται οι ώρες των δρομολογίων, γιατί τα εκλογικά κέντρα χρειάζονται το ανθρώπινο δυναμικό τους. Η ώρα αναχώρησης τηρείται. Ο οδηγός και άλλος ένας επιβάτης, φίλος του οδηγού, με κοιτούν κάπως απορημένοι – πού να πηγαίνω τέτοια ώρα, πού τον ξέρω τον σταθμάρχη. Δεν τον ξέρω τον σταθμάρχη. Λέω δύο συγκροτημένες καλημέρες και τους βλέπω να πείθονται ότι τίποτα κακό δεν πρόκειται να τους συμβεί αν μπω κι εγώ στο λεωφορείο. Στις έξι φτάνω στο εκλογικό κέντρο και σκέφτομαι να πάρω έναν καφέ πριν μπω στο σχολείο – σχολείο είναι το εκλογικό κέντρο. Δεν πιστεύω ότι είναι τυχαία αυτή η συνάντηση των εκλογών με τα σχολεία.
Βρίσκομαι στις δυτικές συνοικίες και ο αέρας είναι βαρύς ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Έχει ξημερώσει αρκετά και μπαίνω στην πρώτη καφετέρια που βρίσκω μπροστά μου. Η κοπέλα που μου φτιάχνει τον καφέ έχει στα χείλη κάτι σαν ξυλόστοκο και στα μάτια της μαύρη λαδομπογιά που μέσα από μια χοντρή γραμμή διασχίζει τους κροτάφους. Νιώθω μια αγωνία στην ιδέα ότι τα κοφτερά, γαμψά της νύχια μπορεί να τρυπήσουν το ποτήρι επάνω απ’ τη μηχανή του ταμείου, καθώς μου το δίνει. Ευτυχώς όλα πηγαίνουν καλά. Βγαίνω με αργά βήματα από το άντρο εκείνης της αισθητικής που θέλει τους τοίχους μαύρους και για δείκτες ρολογιών δύο μπουκάλια ντιούαρς. Στην έξοδο με την διπλή πόρτα βλέπω έναν πάγκο που βουλιάζει από φυλλάδια υποψηφίων. Τη σκέψη που λέει «θα ανακυκλωθούν τουλάχιστον;» την έχουνε δει όλοι. Τη βλέπω κι εγώ, και δεν της δίνω σημασία.
Φτάνω στο κέντρο έξι και τέταρτο. Χρειάζεται μισή ώρα να αποκαταστήσουμε το φως στην αίθουσά μας που διακόπτεται μόλις μπαίνω μέσα, εξαιτίας ενός βραχυκυκλώματος. Η λέξη «βραχυκύκλωμα» κάπως κολλάει στο νου μου, επαναλαμβάνεται με ένταση κι αναρωτιέμαι αν φταίω εγώ που έσβησαν τα φωτά. Στην αρχή ζητώ βοήθεια από τις δύο αστυνομικούς που επιτηρούν το τμήμα. Καθισμένες απλωτά σε δυο καρέκλες, χρειάζονται μισό λεπτό για να μετακινήσουν την προσοχή τους από την τυρόπιτα και τον καφέ τους σε μένα που μιλάω και ζητώ βοήθεια. Λένε «δεν ξέρω» και αναρωτιέμαι πώς είναι να κάνεις αυτές τις δουλειές που αργοπεθαίνεις ανήξερος. Στην αρχή θύμωνα αλλά πια δεν θυμώνω, νιώθω μια λύπη. Θέλω πολύ να τους δώσω ένα χαστούκι από αυτά που δίνεις στους λιπόθυμους. Αντί γι’ αυτό όμως, περιγράφω όσο πιο παραστατικά μπορώ ότι κινδυνεύω από τα ηλεκτρολογικά της αίθουσας, ζητάω να σηκωθούν να ψάξουν φύλακα, διακόπτες, κάτι. Βλέπω μια σπίθα στα μάτια τους να ανάβει και κάνουν να σηκωθούν απ’ την καρέκλα, αλλά μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα κάνει ένα τσαφ! και σβήνει. Τις χάνω. Βρίσκουμε μια αυτοσχέδια δική μας λύση, οι αιθουσιώτες. Ο κόσμος έρχεται και η ψηφοφορία ξεκινά.
Οι άνθρωποι, ο χώρος, ο σκοπός για τον οποίο είμαστε εκεί είναι τόσο πρωτόγνωρα που δεν μπορώ παρά να κάνω τη δουλειά μου σιωπώντας και παρατηρώντας. Τα μπλε παραβάν είναι αστεία. Βλέπω μεγάλους ανθρώπους να μπαίνουν μέσα με σαράντα ψηφοδέλτια στο χέρι, ενώ αδυνατούν να θυμηθούν το όνομα ή την ηλικία τους. Βλέπω νεαρότερους ανθρώπους να έχουν ξεσηκώσει θείους και θείες των ενενήντα δύο καλοκαιριών, με τα πι και τα μπαστούνια τους για να τους φέρουν να ψηφίσουν. Βλέπω κυρίως ιδρωμένους – που επισκέφθηκαν δυο-τρία σχολεία ακόμη πριν βρούνε πού ψηφίζουν – να αναθεματίζουν, και τους καθησυχάζω. Λέω «εδώ είστε, τα βάσανά σας τέλειωσαν» κοιτώντας τους στα μάτια κι η ανάσα τους βρίσκει και πάλι το ρυθμό της. Βλέπω ότι ο μέσος όρος ηλικίας των ψηφοφόρων είναι μάλλον τα εβδομήντα. Εντάξει, υπερβάλλω. Αλλά είμαι κοντά.
Εντάσεις δεν έχουμε, είμαστε μια ωραία παρέα. Όλοι οι άνθρωποι που δουλεύουν στην αίθουσα μας είναι γλυκείς κι εργατικοί. Όλοι οι άνθρωποι που ψηφίζουν στην αίθουσά μας μοιάζουν με εξωγήινους που κάποιος τους πέταξε σε αυτόν τον κόσμο απαιτώντας να ψηφίσουν. Οι υποψήφιοι που επισκέπτονται την αίθουσά μας είναι ακριβώς όπως τους φαντάζεται κανείς: στοιχειώδεις πολιτικές γνώσεις και ένα ψήγμα κοινής λογικής πίσω από τη βιτρίνα των χειραψιών. Νιώθω μια σιγουριά πως αυτό δεν χρειάζεται περιγραφή. Κάθε τέταρτο που περνάει με βοηθά να προσγειωθώ μια φορά ακόμη, κι άλλη μία, κι άλλη μία, στην πραγματικότητα του κόσμου μας. Αυτός είναι. Δώδεκα ώρες ψήφων πέρασαν γρήγορα.
Η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων έχει μια τραγική κωμικότητα. Και η βαθιά θλίψη των συναδέλφων εκτονώνεται με χιούμορ. Όλοι ειρωνεύονται και δουλεύουν γρήγορα κι επάγρυπνοι, εκτός από έναν. Είναι εκείνος που πρόκειται άμεσα να διοριστεί. Στον τρόπο που σημειώνει και μετρά, στον τρόπο που αποφεύγει την οπτική επαφή, στον τόνο της φωνής και στην γλυκόπικρη έλξη που έχει με κάθε είδους βιβλία καταχωρήσεων διακρίνεις τον δημόσιο υπάλληλο μέσα του. «Δεν χρειάζονται περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό το προφίλ» αποφασίζω, και με τις κάμποσων ετών συναναστροφές σε ΙΚΑ, εφορίες και άλλες υπηρεσίες αναρωτιέμαι για το αδιέξοδο του ανθρώπου που τον έχει κυριολεκτικά καταπιεί το τέρας της γραφειοκρατίας. Τα ονόματα των συνδυασμών επάνω στα ψηφοδέλτια όμως, είναι τόσο αστεία που σταματώ να σκέφτομαι κι αρχίζω να γελάω.
Η ώρα είναι δέκα το βράδυ και μόλις ξεκινήσαμε να συμπληρώνουμε «βιβλία». Συμπληρώνουμε τα μηδενικά των υποψηφίων που δεν έχουν ούτε ένα σταυρό κι έχω ένα πολύ αλλόκοτο συναίσθημα που περιγράφεται με τις επόμενες τρεις προτάσεις. Η μόνη φορά που ένιωσα πως η εργασία που κάνω είναι παντελώς άχρηστη στον κόσμο, στο ηλιακό σύστημα, στον γαλαξία, στο σύμπαν, στο υπερπέραν ήταν όταν δούλεψα για πέντε ώρες – φυσικά μόνο τόσο – σε τηλεφωνικό κέντρο γνωστής εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Αυτή εδώ, τώρα, είναι η δεύτερη. Ταυτόχρονα όμως, αισθάνομαι ότι τα μηδενικά ταιριάζουν πολύ σε αυτά τα κουτάκια, και τα συμπληρώνω ρυθμικά.
Φεύγω από τα δυτικά αργά και στις πέντε το πρωί περπατώ στο άδειο κέντρο της πόλης. Σε κάποιο μεγάλο παρτέρι που φιλοξενεί συνήθως γάτες κοντά στην Ολύμπου, μια γιαγιά έχει καρφώσει κλαδιά από ένα γυαλιστερό, πλαστικό, λευκό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το γνωρίζω το σημείο, αλλά πρώτη φορά το βλέπω στο φως της αυγής. Είναι εκπληκτικά απόκοσμο. Μια γάτα μαύρη και μια λευκή κάθονται ακίνητες, σε απόσταση, έχοντας πιάσει από ένα κλαδί η καθεμιά. «Οι φύλακες του παρτεριού» τους λέω. Γύρω στις εφτά μία κυρία με σταματά στο δρόμο για να μου μιλήσει για τον θεό. Την ακούω. Πώς είναι μια πόλη ή μια χώρα ή ένα έθνος όσο αργά σβήνει ο πολιτισμός του; Ήταν ο κόσμος πάντα έτσι; Μάλλον ναι. Μπορεί και όχι.
Προχωρώ, ο φρέσκος αέρας του Θερμαϊκού με φόρα κατευθύνεται προς το πρόσωπό μου. Ανοίγω το ραδιόφωνο στο κινητό κι ακούγεται Μαρτάκης. Ευτυχώς αυτή τη φορά ταξιδεύω με τα πόδια μου και όχι με ταξί. Βουλιάζω το βλέμμα μου στον Κόλπο, που είναι ακόμα σκοτεινός, και προχωράω προς το σπίτι. Οι εκλογές τέλειωσαν. Έχω το επόμενο αδιέξοδο εικοσιτετράωρο μπροστά μου. Σκέφτομαι αν χρειάζεται να κοιμηθώ.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Εικαστικό: George Tooker.. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]