frear

Για το βιβλίο «Ο αυτοκράτορας είμαι εγώ» του Hugo Horiot – γράφει η Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Hugo Horiot, Ο αυτοκράτορας είμαι εγώ. Ένα παιδί με αυτισμό αφηγείται, μτφρ. Ειρήνη Κωστούλα-Αργυρού, εκδ. Στίξις, Αθήνα 2018.

Δυο άνθρωποι πιο δυνατοί από το όνειρο –γι’ αυτό δεν κινδυνεύουν. Ο Ζιλιέν Ουγκό Σιλβέστρ Οριό, τετράχρονο παιδί στην αρχή της πρωτοπρόσωπης αφήγησής του. Και η μητέρα του, Francoise Lefevre, φιλόστοργη σκιά του, για να μιλήσει στο τέλος και να πει: «Σήμερα, …είσαι σκηνοθέτης. Ηθοποιός. Συγγραφέας. Καλό σου δρόμο, Ουγκό! Ήταν υπέροχο να είμαι μητέρα σου» (σ. 171-172).

Γράφονται αρκετά βιβλία μυθοπλασίας για παιδιά και εφήβους με ιδιαίτερο ψυχισμό, με στόχευση παιδαγωγική, δημιουργίας εκείνης της κοινωνικής δεκτικότητας της διαφοράς, που προσδιορίζει όχι μόνο το ήθος και την ποιότητα της κοινωνικότητάς μας, αλλά το συνολικό ήθος του πολιτισμού μας. Πρόκειται ωστόσο για κατασκευασμένες ιστορίες, με εμφανή ή υποδόριο διδακτισμό και όχι πάντοτε πειστική την αλληγορική γλώσσα που αξιοποιούν οι συγγραφείς τους στην ανέλιξη της αφήγησης. Αρκετά μεγάλη και η κινητικότητα επίσης στη διεθνή βιβλιογραφική έρευνα για τις διαταραχές που ανήκουν στο φάσμα του Αυτισμού –διαταραχή Asberger, διαταραχή Rett κ.ά.–, η προσπάθεια κατηγοριοποίησης της κλινικής συμπτωματολογίας, οι θεραπευτικές παρεμβάσεις, η αποκωδικοποίηση αιτίων και παραγόντων, η κατανόηση των παθοφυσιολογικών και νευροψυχολογικών μηχανισμών που διαπλέκονται αινιγματικά για να υφάνουν αυτόν τον ανοίκειο ψυχισμό, που κρατάει παγωμένους τους δεσμούς με τον κόσμο, τους ανθρώπους και τα πράγματα. Κανένα βιβλίο ωστόσο είτε από την –παιδική– λογοτεχνία είτε από την επιστήμη δεν είναι σε θέση να εικονίσει την ένδον εικόνα του αυτιστικού παιδιού και τον ιδιόμορφο, ανοίκειο κόσμο που οι εγκεφαλικές του συνάψεις του προτείνουν εγκλωβίζοντας εκεί, ασφυκτικά μοναχικά και ξένα, τη ζωή του. Ούτε και την ψυχική εξουθένωση των μητέρων, που είναι καταδικασμένες να «αφοπλίσουν» το μητρικό φίλτρο ενώπιον της ψυχικής στειρότητας του παιδιού τους, απεκδυόμενες δραματικά την αυθόρμητη σημειολογία της αγάπης τους και εγκλιματίζοντάς την στον αλλότριο κόσμο εκείνου.

Υπάρχουν ωστόσο και τα βιβλία μαρτυρίας, καταθέσεις ανθρώπων που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και των οποίων η μαρτυρία είναι το αυθεντικότερο κάτοπτρο αναγνώρισης της νόσου και των κοινωνικών παρενεργειών της, του επώδυνου βιώματος να είσαι ο «εξωγήινος».

Το βιβλίο του Hugo Horiot, με τίτλο: Ο αυτοκράτορας είμαι εγώ. Ένα παιδί με αυτισμό αφηγείται, (που μας προσφέρουν οι εκλεκτικές στις ποιοτικές τους επιλογές εκδόσεις Στίξις, σε αισθαντική μετάφραση της Ειρήνης Κωστούλα-Αργυρού), ανήκει στην κατηγορία της μαρτυρίας. Έρχεται να αφηγηθεί, με αφοπλιστική ακρίβεια και αυθεντικότητα, ό,τι καμιά διαμεσολαβημένη τέχνη ή επιστήμη δεν μπορεί να μας πει, καμιά τεχνική ευαίσθητης απεικόνισης του εγκεφάλου δεν μπορεί να χρωματίσει. Ο αυτιστικός συγγραφέας θα εκδιπλώσει φωτογραφικά, με εναργείς –βίαιες συχνά και απρόσμενες– τονικότητες συναισθημάτων τη νηφάλια αφήγηση και με την τέχνη της γραφής του θ’ ανοίξει διόδους όχι μονάχα στην «κοινωνική αλληλεπίδραση» και τη «λεκτική επικοινωνία», αλλά στη συναισθηματική αμοιβαιότητα, κατάσταση που εκπηγάζει από τον «αποθεραπευμένο» λόγο του.

Αλλά τι είναι το βιβλίο του Γάλλου συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιού; Ο ίδιος δηλώνει απλουστεύοντας: «Είναι μια ιστορία για τη διαφορετικότητα, για τον αποκλεισμό». Μέσα σ’ αυτές τις δύο σύγχρονες έννοιες της κοινωνικής ευαισθησίας του πολιτισμού μας –κάποτε υποκριτικής– δεν αιχμαλωτίζεται εύκολα η εξομολόγηση του Horiot. Απλώνεται στη μαγεία ενός ρεαλισμού –πώς μπορεί, αλήθεια, ο ρεαλισμός να κρύβει τόση μαγεία;– χωρίς να έχει στόχο ούτε να διδάξει, ούτε να νουθετήσει. Πολύ περισσότερο δεν σκοπεύει να διεκτραγωδήσει. Αντίθετα, αποδραματοποιείται η ιδιοσυμπεριφορά και προβάλλεται ως η «κανονική» έκφραση μιας διαφορετικότητας, που αναζητά την κοινωνία και τη μέθεξη, την ευπαθή ανοχή της ιδιόλεκτης επικοινωνίας μαζί της. Γιατί αυτό είναι εντέλει και το ζητούμενο: η κοινωνική απόκριση στην ιδιαιτερότητα, όταν η τελευταία δεν διαθέτει τις κοινές υποδοχές και τους κοινούς κώδικες επικοινωνίας.

Αν δεν ήταν μια γνήσια λογοτεχνική γραφή με τόσο απλά και καταλυτικά στην ευθυβολία τους γλωσσικά «ιχνο-στοιχεία», θα το πρότεινα ως έναν ψυχογραφικό οδηγό –ένα manual-εγχειρίδιο απεικόνισης αυτής της νευροψυχολογικής διαταραχής που μαντεύεται αλλά δεν κατονομάζεται μέσα στο έργο. Και ταυτόχρονα ως την πιο θαρραλέα, αμείλικτη κριτική των κοινωνικών θεσμών και των νοσηρών λειτουργιών τους, ανοίγοντας δρόμους προς μιαν ανθρωπιστική ηθική.

Ο Hugo Horiot με θαυμαστή, χαρισματική, θα λέγαμε, δεξιότητα, γλωσσική και ψυχογραφική, και με αρτιωμένη ανάκληση της προσωπικής-υποκειμενικής διαδρομής του μες από τον δαιδαλώδη κόσμο της ψυχικής του ενδοχώρας, μας ξεναγεί μοναδικά στα γκρίζα τοπία της: ρίχνοντας άπλετο φως στον πλανήτη της μοναξιάς του, καθώς ο ίδιος την έχει πλέον υπερβεί. Ένα μετρημένο –όπως οι ακριβείς ακτινογραφικές αποτυπώσεις– στα υλικά της γλώσσας του αυτοβιογράφημα της σκέψης και των συλλογιστικών εμπειριών του, από τη μια ηλικία στην άλλη, αρχίζοντας από τα τέσσερα χρόνια του και εκτείνοντας την αφήγησή του μέχρι την ευδαίμονα, ενήλικη θεατρική του σταδιοδρομία.

Η σοφία του είναι –από την ηλικία των τεσσάρων χρόνων– η οργή. Μεταξύ σοφίας και απειθάρχητου θυμού θα πορεύεται εγκλεισμένος σε μια στοχαστική εγρηγορούσα σιωπή, αμείλικτη, απείθαρχη, ανυπόταχτη, μέσα σε οργίλα, αντιφατικά συναισθήματα και αισθητηριακές εμπειρίες: «Αγαπημένοι μου συμμαθητές, σας μισώ… Δεν μου αρέσει ο κόσμος σας» (σ. 46). Στα έξι του χρόνια αναγνωρίζει ότι είναι υπερβολικά μεγάλος για να ξαναμπεί στην κοιλιά της μητέρας του –όπως ονειρευόταν– και υπερβολικά μικρός για να πάει «στο κέντρο της γης» –ένας συμβολισμός ίσως της ταφής του «Ζιλιέν», μας λέει ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής Herve Bentata, επιχειρώντας να ερμηνεύσει τη βίαιη χειρονομία αποκοπής του «Ζιλιέν» από τον εαυτό του. Μια έκρηξη ακραίας επιθετικότητας του «αυτόχειρα», κάτω από το βλέμμα της μαμάς. Μια φαντασιωσική, συμβολική πράξη παραληρηματικής λύτρωσης. Από τον άρρωστο, βασανισμένο, ανεπιθύμητο «Ζιλιέν». O Bentata, αναγνωρίζοντας κοινούς τόπους και αμυντικούς μηχανισμούς στον πλανήτη του αυτισμού, αναφέρει συσχετικά το δράμα ενός άλλου αυτιστικού στο βιβλίο τού Howard Buten «Όταν ήμουν πέντε χρονών, αυτοκτόνησα». «Του έκοψα το λαρύγγι», θα αναφωνήσει ο Ζιλιέν θριαμβικά. «Βλέπω ακόμα το κεφάλι του να κυλά στο πρώτο σκαλοπάτι… Ταφόπλακα. «Μαμά, ο Ζιλιέν είναι νεκρός!» Θέλω ένα άλλο όνομα. Η μαμά μου προτείνει το «Ουγκό». Δέχομαι. Ο βασιλιάς πέθανε. Ζήτω ο βασιλιάς!» (σ. 73-74).

Απ’ αυτό το σημείο και μετά ο αγώνας είναι πολυμέτωπος. Ουγκό versus Ζιλιέν. Εσωτερικά μέτωπα και εξωτερικά, αλλότρια μέτωπα. Στρατιώτες, όπλα, εχθροί, αίμα –μάχες σκληρές που δίνονται εν απολύτω σιωπή. Αλλά η συνείδηση του αυτοκρατορικού imperium, τον οδηγεί από τη φάση της αντίστασης στη φάση της συνεργασίας, όχι ωστόσο χωρίς τον υπερέλεγχο του εαυτού και του κόσμου γύρω του. Που εξακολουθεί να τον ρίχνει βίαια στο περιθώριο, να τον κακοποιεί, να τον αρνείται. Η φωνή τους ανελέητη. Η βία μαζί με την ανοησία αισθάνεται να τον πολιορκούν, να δηλητηριάζουν το μυαλό, να εξωθούν τον θυμό του στα άκρα. Συμμαθητές και δασκάλες, μια «διαρκής ηχητική επέλαση…» (σ.94). Προσβολές, επιθέσεις, κουφόβραση πνιγμένου θυμού, ναυτία: για την ηλιθιότητα, για τον κλεμμένο από τα όνειρα σχολικό χρόνο, για τον οίκτο –ένα από τα πιο φτηνά συναισθήματα– ανηλεής πόλεμος με τον έξω και τον μέσα του κόσμο. Επί ξυρού ίσταται ακμής. «Νυστέρια χορεύουν μέσα στο στομάχι μου, και δεν εύχομαι παρά ένα πράγμα: να καταφέρουν να με εξοντώσουν από μέσα, κάθε μέρα και λίγο περισσότερο» (σ. 113).

Παλεύει χωρίς κενά το «θύμα» και τον «δράστη» του. Παρακολουθεί σε αμείλικτο πόλεμο τον Ουγκό εναντίον του Ζιλιέν, τον εξωτερικό κλοιό που τον περισφίγγει. Οι επαγωγές του συνεπείς και συνεκτικές, οι καταδύσεις στο ψυχικό άβατο ένα ποιητικό παραλήρημα, μανιφέστο ψυχαναλυτικής δεξιότητας, υβρίδιο που μετατρέπει την παθολογία του ατόμου σε παθολογία και ανήκεστη βλάβη της κοινωνίας, των θεσμών, του πολιτισμού. Γιατί ο Ουγκό θα οδηγηθεί σταδιακά στην αυτολύτρωση –θ’ ανακαλύψει τη «γλώσσα», αυτό το καμμένο από τη νόσο του χαρτί, και θα χαράξει μ’αυτό τις άγριες, βαθιές ρωγμές του κόσμου γύρω του. «Θα μιλάω για να σκοτώνω», θα πει (σ. 117).

Όμως και πάλι είναι διαφορετικός. Δεν μιλάει τη γλώσσα τους, των συμμαθητών του, των φίλων, της καθημερινής ζωής το αγοραίο, επιδερμικό λεξιλόγιο. Αυτή η ανώτερη γλώσσα του θα γίνει η γλώσσα της αποξένωσης, της ποινικοποίησης και από τους καθηγητές του ακόμα. Είναι σίγουρος για τη διάγνωσή του: «Εμένα που προσπάθησα τόσο σκληρά για να μιλάω με τον κόσμο, τώρα θέλουν να μου πάρουν τη γλώσσα μου επειδή δεν ταιριάζει στη μετριότητά τους…» Τώρα, πάνω σε μια έκρηξη αυτοσυνειδησίας, θα φτάσει σε πεισματικό, ανυποχώρητο κρεσέντο τη βούλησή του: «Όχι! Δεν θα ξαναμπώ στο καλούπι. Όχι! Δεν θα υποταχθώ» (σ. 120).

Αυτή θα είναι και η θεραπεία του. Και τήρησε τον «λόγο» του. Που είναι οξύς, θαρραλέος, καταγγελτικός, ανορθόδοξος, ανατρεπτικός, αντικομφορμιστικός, θαρραλέα επι-κριτικός, επαναστατημένος και επαναστατικός, καθολικά ανθρωπιστικός. Στην επιλογική λίστα του θα τους «δικαιώσει» όλους: «Σε όλους εκείνους που προσπάθησαν να με θάψουν ζωντανό μέσα στη νεκρική σιωπή μου για πάντα. Σε όλους εκείνους που θέλησαν να με κλείσουν μέσα στις γυάλινες φυλακές τους και μέσα στα κελιά των ψυχιατρείων» (σ. 153).

Ο Hugo Horiot θα φύγει διωγμένος από το σχολείο κατηγορούμενος για διάφορα παραπτώματα, μια ρατσιστική, συκοφαντική υπερμεγένθυση των παρεκκλίσεών του. Απελευθερωμένος από το «κάτεργο», τον χώρο που «ξεπλένουν με μπόλικο παγωμένο νερό, το μυαλό των τελευταίων ονειροπόλων, ώστε να γίνουν σοβαρά και ανταγωνιστικά άτομα, έτοιμα να αρπαχτούν για ψύλλου πήδημα» (σ. 112), πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, θα πετάξει κατάμουτρα στο σχολειό και στον άγριο και ηλίθιο μικρόκοσμό του, το δικό του «ευχαριστώ»: «Ό,τι κι αν έκανα, είχε έναν και μοναδικό σκοπό: να σας ξεφορτωθώ, και μάλιστα μια και καλή. Ο σκοπός αυτός επιτέλους πραγματώνεται: με απέβαλαν. Η ζωή μπορεί να ανακτήσει τα δικαιώματά της» (σ. 142).

Ήδη από εκείνη τη στιγμή είχε ανοίξει διάπλατα η πόρτα της ζωής στον αληθινό δημιουργό και καλλιτέχνη Hugo Horiot. Η πόρτα του Τεάτρ ντι Ζουρ, και ο δάσκαλός του εκεί, ο Pierre Debauche, θα τον κοινωνήσει με την χαρισματική του φύση, με τον «πεθαμένο» Ζιλιέν, με τον κόσμο γύρω του-έργο που παραδίνεται, σαν σε σκυταλοδρομία ζωής, από τη μητέρα του σ’ έναν δάσκαλο.

«Τριάντα χρόνια πέρασαν. Σήμερα, Ουγκό, εσύ είσαι εκείνος που γράφει. Κι εγώ είμαι εκείνη που σε διαβάζει» (σ. 163). Έτσι αρχίζει τη δική της απόκριση στην αριστοτεχνική εξομολόγηση του γιου της. Η συγγραφέας Francoise Lefevre, μητέρα του Ζιλιέν κι αργότερα του Hugo, ήταν εκείνη που πρώτη, το 1990, τόλμησε να εκδώσει το βιβλίο της Ο Μικρός Πρίγκιπας κανίβαλος και να προσφέρει ουσιαστικά, μέσα από τη βιωμένη σχέση της με το σύνδρομο του αυτισμού, μια «θεωρία» της αντιμετώπισής του, όπως και μια αναθεώρηση των απαισιόδοξων απόψεων για τον δια βίου εγκλεισμό των αυτιστικών στο Άδειο φρούριο, σύμφωνα με τις θέσεις του Μπετελχάιμ στο ομώνυμο δοκίμιό του. «Φρούριο, ναι. Όχι όμως άδειο. Κατοικημένο. Πλήρως κατοικημένο από ένα πλάσμα εγκλωβισμένο, ευαίσθητο, ευάλωτο. σε κίνδυνο. Με όλες μου τις αισθήσεις, συναισθανόμουν αυτόν τον φρικτό πόνο, και ταυτόχρονα τη διαφορετικότητά του… Ένας θαμμένος ζωντανός, να τι ήσουν» (σ. 168).

Η μητέρα –και όχι η συγγραφέας–, Francoise Lefevre, θα έχει το θάρρος να αγωνιστεί μόνη της, εγκαταλείποντας συνταγές και μεθόδους ψυχαναλυτών, παιδοψυχιάτρων, ειδικών θεραπευτών, ενώσεων γονέων αυτιστικών παιδιών, να αρνηθεί εισηγήσεις για εγκλεισμό σε ψυχιατρικά ιδρύματα, να πετάξει στα σκουπίδια τα θεσμικά και επιστημονικά προβλεπόμενα. Τι θα κρατήσει λοιπόν γι’ αυτήν την επώδυνη διαδρομή, τι έχει να μας πει από την κλινική της θητεία στο υψηλότερο μάθημα ανθρωπιάς και μητρικής αυταπάρνησης; «…Θα άνοιγα δρόμους για να σε πλησιάσω… Θα επινοούσα μια καινούρια γλώσσα. Θα εισχωρούσα στον δικό σου κόσμο… Έπρεπε να κρατηθούμε μακριά από κάθε λεγόμενη «επίσημη» θεραπεία. Η αλαζονεία, η μαλθακότητα, η υπεροψία, η ηλιθιότητα, η δογματική στάση που μας αντέτειναν, με έκαναν να εξεγερθώ» (σ. 168).

Αλλά τι είναι αυτό το μήνυμα; Μια αόριστη μονάχα εμπειρική συνταγή μητρικής αφοσίωσης; Ή μήπως πρόκειται για την καθολικότερη αρχή του πιο γνήσιου ανθρωπισμού, που στηρίζεται στην αυτοθυσία της αγάπης, στην αποδοχή, τη δοτικότητα, την κατανόηση- αναγκαία συνθήκη της ζωής με πολιτικές, κοινωνικές, και ηθικές απολήξεις;

«Όχι, δεν αγαπήθηκα παράφορα από τη μητέρα μου. ΑΓΑΠΗΘΗΚΑ! Και ανταπέδωσα αυτή την Αγάπη» (σ. 154). Γιατί η αγάπη στέκει μόνη της, δεν έχει ανάγκη από ενισχυτικά! Είναι η μαγική, αδιαμεσολάβητη «θεραπεία» πάσης νόσου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Sally Mann. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη